Μνήμη Κολοκοτρώνη: Στην κόλαση ή στον Παράδεισο;

Την αρχιχρονιά του έτους 1843, έτος του θανάτου του, ο γέρο Κολοκοτρώνης ανέβηκε ως το κορφινότερο μέρος της νεοκτισμένης κατοικίας του, να αποφύγει τους πολλούς χαιρετισμούς της ημέρας. Από τα γερατειά και τας ασθενείας επεθύμει ανάπαυσιν, αγνάντευε από τα παράθυρα και την πρασινάδα των ελιών και την πόλιν των Αθηνών. Οι στενοί του γνώριμοι όμως ανέβαιναν και εκεί να του ευχηθούν την καλή χρονιά. Ένας φίλος του επήγε προς χαιρετισμόν έχοντας μαζί του νέον, νεοφερμένο από τες ακαδημίες της Γερμανίας. Κατά την ομιλία τους, κατά τύχην, επερνούσαν λείψανον νεκρού από τον δρόμον. Είπε τότε ο γέρος: Αν είχαμεν εδώ τον Περσιάνο φιλόσοφο, θα μας έλεγε αν πάγει εις την Κόλασιν ή εις τον Παράδεισον. Είναι καμιά ιστορία; είπεν ο φίλος. –Είναι, απεκρίθη ο γέρος. –Θα μας την ειπείς; –Μετά χαράς.

–Τον παλαιόν καιρόν ήλθε εδώ εις τας Αθήνας ένας φιλόσοφος της Περσίας και έκανε παρέα με εκλεκτούς Αθηναίους. Μια φορά, καθήμενοι εις τα μεντέρια τους, επέρασεν λείψανον, καθώς τώρα, και ο φιλόσοφος καλεί τον γραμματικό του. Πήγαινε, του είπε, να ιδείς αν ο αποθαμένος πηγαίνει εις την κόλασιν ή εις την παράδεισον. Επήγε ο γραμματικός, επέστρεψε. –Πάει, κύριε μου, εις την κόλασιν. Οι Αθηναίοι, φύσει περίεργοι, πλην διά να μη προδώσουν αμάθειαν εις τον Πέρση, εφύλαξαν σιωπή, και δεν ερώτησαν πώς μαντεύει τα κρύφια και τα άδηλα. Έπειτα από καιρό, τυχαίνοντας μαζί οι ίδιοι φίλοι και περνώντας λείψανον, ο Περσιάνος έστειλε πάλι τον γραμματικό του για να μάθει την πορεία του νεκρού. Επιστρέφει και του λέει ότι παγαίνει εις την παράδεισον. –Καλό φθάσιμο, είπε με πρόσωπο χαρούμενο και σοβαρό ο φιλόσοφος. Οι Αθηναίοι τότε του είπαν: Δεν σε ερωτήσαμε την πρώτη φορά, σ’ ερωτούμε τώρα, πώς εσύ μαντεύεις την τύχην, διαβάζεις το γραφτό της αθανασίας του καθενός; Ποίον μυστικόν γνώρισμα, ποίον τηλεσκόπιον, χαρίζεις εις τον υποτακτικό σου; –Είναι απλό, απεκρίθη, η οργή του κόσμου, η κατάρα των συμπολιτών συνοδεύει εις την θανή τους τους κακούς ανθρώπους, πρόδρομος τα αναθήματα της κρίσεως του θεού. Αλλά οι ευλογίες των ανθρώπων συνοδεύουν τους αγαθούς άνδρας, καθένας διηγείται με δάκρυα τα αγαθοεργήματά τους, και ρίχνει με τρέμουσαν παλάμην χώμα εις τον τάφον τους.

Απόσπασμα από τα «Άπαντα» του Τερτσέτη που αναφέρεται στα «Απομνημονεύματα» του Κολοκοτρώνη, Εκδόσεις «Παρθενών» (1958).

Πηγή: Μνήμη αρχιστράτηγου Θεόδωρου Κολοκοτρώνη – Εφημερίδα Παρόν της Κυριακής

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Μνήμη Κολοκοτρώνη: Στην κόλαση ή στον Παράδεισο;

  • Μάρτιος 29, 2012, 9:06 μμ
    Permalink

    Καὶ λίγα ἀπὸ σημεῖα πού δείχνουν καί τήν πίστη τοῦ Κολοκοτρώνη:
    -Tὸ δημοτικὸ τραγούδι «τῶν Κολοκοτρωναίων»:
    Λάμπουν τά χιόνια στά βουνά κι ὁ ἤλιος στα λαγκάδια.
    Ἔτσι λάμπει κι ἡ κλεφτουριά, οἱ Κολοκοτρωναῖοι […]
    Ἀφήνουν φλουριὰ στὴν Παναγιὰ, φλουριὰ σ’ οὕλους τοὺς Ἅγιους
    καὶ στὸν ἀφέντη τὸ Χριστὸ, τις ἀσημένιες πάλες.
    Χριστὲ μας βλόγα τὰ σπαθιὰ, βλόγα μας καὶ τὰ χέρια
    να διώξουμε οὕλη τὴν Τουρκιὰ.
    -Ἡ προσευχή του τὶς πρῶτες μέρες τῆς ἐπανάστασης σ’ἕνα μισοκατεστραμμένο ἐκκλησάκι: «Παναγία μου, βοήθα και πάλι τοὺς Ἑλληνες νὰ ψυχωθοῦν».
    -Ἡ φράση του:»Ὁταν σηκώσαμε τ’ἅρματα εἴπαμε πρῶτα ὑπὲρ πίστεως καὶ ἔπειτα ὑπὲρ πατρίδος».
    -Μετὰ τὴν ἀποφαστικὴ νίκη στὸ Βαλτέτσι, διέταξε-ἐπειδὴ ἤταν ἡμέρα Παρασκευὴ- να νηστέψουν ὅλοι καὶ νὰ δοξάσουν τὸ Θεό. Ἔπειτα, καθώς περισυνέλεγαν τὰ πτώματα, ἔπαιρνε τα κομμένα μέλη τῶν πεσόντων Ἑλλήνων καὶ τα φιλοῦσε!
    -Τὰ λόγια του πού ἀπηύθυνε πρὸς τοὺς νέους τῆς ἀνεξάρτητης πια Ἑλλάδας: «Εἰς ἐσᾶς μένει νά ἰσάσετε καὶ νὰ στολίσετε τόν τόπο, ὅπου ἡμεῖς ἐλευθερώσαμε. Καὶ διὰ να γίνῃ τοῦτο πρέπει νὰ ἔχετε ὡς θεμέλια τῆς πολιτείας τὴν ὁμόνοια, τὴ θρησκεία, τὴ φρόνιμον ἐλευθερὶα».

    Σχολιάστε

Απάντηση σε Βασίλης Ακύρωση απάντησης

Subscribe without commenting

  • Κέρασμα

    Αν υπάρχουν Άγιοι άνθρωποι, τότε υπάρχει και ο Θεός.
    - Anonymous
  • Αρέσει σε %d bloggers: