Ο άθεος και η γριούλα

mana

Στις δώδεκα τα μεσάνυχτα χτύπησαν την πόρτα. Ήταν μια γριούλα και ζητούσε να πάει να κοινωνήσει έναν άρρωστο. Ό Ιερέας ετοιμάστηκε και βγήκε αμέσως μαζί της. Πλησιάζουν σε ένα φτωχό σπιτάκι, τύπου παράγκας. Ή γριούλα ανοίγει την πόρτα και μπάζει τον Ιερέα σε ένα δωμάτιο. Και να, ξαφνικά ό παπάς ευρίσκεται εκεί μόνος με τον άρρωστο.Ό άρρωστος του δείχνει με χειρονομίες την πόρτα και σκούζει. Φύγε από εδώ! Ποιός σε κάλεσε; Εγώ είμαι άθεος. Και άθεος θα πεθάνω.
Ό παπάς τα έχασε. Μά δεν ήλθα από μόνος μου! με κάλεσε ή γριά! Ποιά γριά; ‘Εγώ δεν ξέρω καμιά γριά!

Ό παπάς, καθώς στέκει απέναντί του, βλέπει επάνω από το κεφάλι του άρρωστου, μια φωτογραφία με την γυναίκα που τον κάλεσε.

Του λέει, ενώ του δείχνει το πορτραίτο. Να αυτή! Ποιά αυτή; Ξέρεις, τί λες, παπά; Αυτή είναι ή μάνα μου. Και έχει πεθάνει χρόνια τώρα! Για μια στιγμή πάγωσαν και οι δύο. Αισθάνθηκαν δέος.

Ό άρρωστος άρχισε να κλαίει. Και αφού έκλαψε, ζήτησε να εξομολογηθεί. Και μετά, κοινώνησε. Ή μητέρα του είχε φροντίσει από τον ουρανό, να του δείξει το δρόμο της σωτηρίας.

Πηγή: Γεροντικό

Φωτογραφία: π. Παύλος Παπαδόπουλος

Απάντηση

Subscribe without commenting

  • Κέρασμα

    Δε μπορώ να καθίσω με ανθρώπους της ηλικίας μου, γιατί βλέπω ότι σ' αυτή την ηλικία μοιάζουν σαν να είναι μαθητές επί 80 χρόνια στην πρώτη τάξη. Δε μπορούμε να είμαστε τόσα χρόνια στην ίδια τάξη. Πρέπει να προχωρήσουμε παραπάνω. Και δεν έχω να πω και τίποτε διότι άλλα λέω εγώ, άλλα καταλαβαίνουν.
    - Γερόντισσα Αικατερίνα Δέρβα
  • Αρέσει σε %d bloggers: