Το Μυστικό της Χαράς των Χριστουγέννων

π.  Δημητρίου  Μπόκου

Προ­τοῦ ξη­με­ρώ­σει, νύ­χτα ἀ­κό­μη, ξύ­πνη­σε, κα­θὼς τὸ συ­νή­θι­ζε, ὁ γέ­ρο-Φι­λά­γριος. Ἄλ­λα­ξε φυ­τί­λι στὸ καν­τή­λι ποὺ τρε­μό­σβη­νε κι ἀ­νά­βον­τας δυὸ κε­ριὰ μπρὸς στὶς εἰ­κό­νες, δι­ά­βα­σε τὶς ἑ­ω­θι­νές του προ­σευ­χές, τὸ Με­σο­νυ­κτι­κὸ καὶ τὸν Ὄρ­θρο.

Ἔ­φεγ­γε γιὰ τὰ κα­λὰ ὅ­ταν τε­λεί­ω­σε. Τρά­βη­ξε τὸ ξύ­λι­νο πορ­τό­φυλ­λο ποὺ ἔ­κλει­νε τὸ ἄ­νοιγ­μα τῆς σπη­λιᾶς καὶ βγῆ­κε στὸν ἐ­ξώ­στη, ἕ­να φυ­σι­κὸ πλά­τω­μα τοῦ βρά­χου πά­νω ἀ­π’ τὸν γκρε­μό. Ἀ­πὸ χα­μη­λὰ ἀ­νέ­βαι­νε, μό­νι­μο τρα­γού­δι στ’ αὐ­τιά του, τὸ βου­η­τὸ τοῦ νε­ροῦ, κα­θὼς κυ­λοῦ­σε ὁρ­μη­τι­κὰ στὸ φα­ράγ­γι. Τὸ κα­λο­καί­ρι μό­νο ἡ­σύ­χα­ζε, γι­νό­ταν φλύ­α­ρο μουρ­μου­ρη­τό, μη­τρι­κὸ να­νού­ρι­σμα στὸν ὕ­πνο του.

Ἡ ἀ­να­το­λὴ ρό­δι­ζε στὸ βά­θος κι ἕ­να ὑ­πέ­ρο­χο σύ­νο­λο ἁ­πα­λῶν χρω­μα­τι­σμῶν ξε­χυ­νό­ταν τριγύ­ρω. Τὰ μά­τια του μα­γεύ­τη­καν στὴ θέ­α τῆς αὐ­γῆς. Φω­νὲς που­λι­ῶν, θρο­ΐ­σμα­τα φύλ­λων, γρυ­λί­σμα­τα ἀ­γρι­μι­ῶν, γέ­μι­ζαν ὀ­μορ­φιὰ τὴν ἄ­γρια φύ­ση. Πῶς τ’ ἀ­γα­ποῦ­σε ὅ­λα αὐ­τά! Φι­λά­γριος, βλέ­πεις!

Ἀ­νά­πνευ­σε τὸν πρω­ι­νὸ ἀ­έ­ρα κι ἕ­να κύ­μα εὐ­φο­ρί­ας φού­σκω­σε τὴν καρ­διά του.

«Ὡς ἐ­με­γα­λύν­θη τὰ ἔρ­γα Σου, Κύ­ρι­ε…»

«Αἰνεῖτε τὸν Κύριον ἐκ τῆς γῆς… τὰ ὄρη καὶ πάντες οἱ βουνοί, …τὰ θηρία καὶ πάντα τὰ κτήνη, ἑρπετὰ καὶ πετεινὰ πτερωτά…»

Δὲν ἦ­ταν μό­νο μιὰ ὄ­μορ­φη φθι­νο­πω­ρι­ά­τι­κη μέ­ρα ἡ ση­με­ρι­νή. Εἶ­χε κά­τι ξε­χω­ρι­στὸ καὶ γι’ αὐ­τόν.

Ξα­να­γύ­ρι­σε στὸ βά­θος τῆς σπη­λιᾶς, πῆ­ρε στὰ χέ­ρια του ἕ­να μα­κρὺ ξε­φλου­δι­σμέ­νο ξύ­λο καὶ τό ’­φε­ρε ἔ­ξω. Τὸ σή­κω­σε ψη­λὰ καὶ τὸ κοί­τα­ξε στὸ φῶς. Ἦ­ταν γε­μά­το χα­ρα­κι­ές. Κά­θε χα­ρα­κιὰ κι ἕ­νας χρό­νος. Πολ­λὲς χα­ρα­κι­ές, πολ­λὰ χρό­νια!

Χα­μο­γέ­λα­σε. Ἔ­βγα­λε τὸν πα­λιό του σου­γιὰ καὶ τρά­βη­ξε μιὰ χα­ρα­κιὰ ἀ­κό­μα κά­τω ἀ­π’ τὶς ἄλ­λες. Ἑ­κα­τό!

Σή­με­ρα γι­νό­ταν ἑ­κα­τὸ χρο­νῶν! Χα­μο­γέ­λα­σε πά­λι.

–  Ἦρ­θε ὁ και­ρός!… μουρ­μού­ρι­σε.

Ἀ­να­σύ­ρον­τας τὶς βα­ρει­ὲς κουρ­τί­νες τοῦ χρό­νου ἡ μνή­μη του ἔ­τρε­ξε πο­λὺ πί­σω. Τό­τε πού, δε­κά­δες χρό­νια πρίν, ἀ­φή­νον­τας τὸν κό­σμο, ξε­κι­νοῦ­σε τὸ μα­κρὺ τα­ξί­δι γιὰ τὸ ἀ­σκη­τα­ριό του.

–  Θὰ ξα­να­ϊ­δω­θοῦ­με στὰ ἑ­κα­τό μας, ἂν ζοῦ­με, εἶ­πε στὴ δί­δυ­μη μο­να­δι­κὴ ἀ­δελ­φή του, βλέ­πον­τας τὰ δά­κρυ­α στὰ μά­τια της, τά­χα ἀ­στει­ευ­ό­με­νος γιὰ νὰ κρύ­ψει καὶ τὴ δι­κή του συγ­κί­νη­ση. Θὰ γι­ορ­τά­σου­με μα­ζὶ τὰ ἑ­κα­το­στά μας Χρι­στού­γεν­να.

Ἐ­κεί­νη χα­μο­γέ­λα­σε πι­κρὰ μὲ­ς στὰ δά­κρυ­ά της καὶ τὸν φί­λη­σε γιὰ τε­λευ­ταί­α φο­ρά…

–  Ἦρ­θε ὁ και­ρός, Μαρ­γα­ρί­τα! ξα­νά­πε καὶ τὰ μά­τια του βούρ­κω­σαν. Ποι­ὸς θὰ τὸ πί­στευ­ε! Νὰ ζεῖς ἄ­ρα­γε;

Ἑ­τοι­μά­στη­κε, πῆ­ρε τὸ ρα­βδί του καὶ ξε­κί­νη­σε. Περ­πά­τη­σε μέ­ρες πολ­λές. Ἄ­φη­σε πί­σω του βου­νὰ καὶ κάμ­πους, δι­έ­σχι­σε πο­τά­μια καὶ δά­ση, πέ­ρα­σε πο­λι­τεῖ­ες καὶ χω­ριά. Μὰ ἔ­βλε­πε ἕ­ναν κό­σμο ἀ­γνώ­ρι­στο. Τε­ρά­στια κτί­ρια, αὐ­το­κί­νη­τα, φῶ­τα. Πρω­τό­γνω­ρα πράγ­μα­τα γι’ αὐ­τόν.

Σὲ μιὰ πρά­σι­νη κοι­λά­δα, ἀ­νά­με­σα σὲ δυ­ὸ βου­νά, μιὰ μι­κρὴ πο­λι­τεί­α σή­μα­νε τὸ τέρ­μα τοῦ τα­ξι­διοῦ του. Ἐ­δῶ ἦ­ταν ἡ πα­τρί­δα του. Ἀλ­λαγ­μέ­νη κι αὐ­τὴ ἐν­τε­λῶς. Προ­χώ­ρη­σε σι­γὰ γιὰ ’­κεῖ ποὺ κά­πο­τε βρι­σκό­ταν τὸ σπιτικό τους. Μιὰ πο­λυ­κα­τοι­κί­α ὑ­ψω­νό­ταν τώ­ρα στὴ θέ­ση του. Οἱ ἄν­θρω­ποι τὸν κοί­τα­ζαν μὲ πε­ρι­έρ­γεια.

Ρώ­τη­σε γιὰ τὴν ἀ­δελ­φή του. Εἶ­χε πε­θά­νει ἀ­πὸ χρό­νια. Ζοῦ­σε ὅ­μως μιὰ κό­ρη της μὲ τὸν ἄν­τρα της καὶ τὰ παι­διά τους. Τοῦ ’­δει­ξαν τὸ σπί­τι της. Ὁ ἐ­ρη­μί­της τρά­βη­ξε κα­τα­κεῖ.

Τὸν δέ­χτη­καν μὲ χα­ρά, πα­ρὰ τὴν ἔκ­πλη­ξη ποὺ δο­κί­μα­σαν στὴν ἀ­πρό­σμε­νη ἐμ­φά­νι­σή του. Ἡ ἀ­νε­ψιά του, μιὰ με­σό­κο­πη κα­λο­βαλ­μέ­νη γυ­ναί­κα, βάλ­θη­κε φι­λό­τι­μα νὰ πε­ρι­ποι­η­θεῖ τὸν θεῖ­ο της, ποὺ μό­νο ἀ­κου­στὰ τὸν εἶ­χε ἀ­π’ τὴ συ­χω­ρε­μέ­νη μά­να της. Τοῦ πα­ρα­χώ­ρη­σε ἕ­να δι­κό του δω­μά­τιο γιὰ ὅ­σον και­ρὸ θά ’­με­νε κον­τά τους.

Ἀ­πό­με­ναν δυ­ὸ βδο­μά­δες γιὰ τὰ Χρι­στού­γεν­να…

Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη κι­ό­λας μέ­ρα ὁ γέ­ρο-Φι­λά­γριος βάλ­θη­κε νὰ ἑ­τοι­μά­ζε­ται γιὰ τὴ με­γά­λη γι­ορ­τή. Νὰ τὴ γι­ορ­τά­σει, ὅ­πως ἔ­πρε­πε. Νή­στευ­ε, δι­ά­βα­ζε προ­σευ­χές, ἔ­κα­νε με­τά­νοι­ες, τὸ κομ­πο­σχοί­νι του ἔ­τρε­χε ἀ­στα­μά­τη­τα.

Μά, ἔ­ξω ἀ­π’ αὐ­τόν, κα­νέ­νας ἄλ­λος δὲν ἔ­μοια­ζε νὰ πε­ρι­μέ­νει Χρι­στού­γεν­να. Κι­νοῦν­ταν ὅ­λοι δι­α­φο­ρε­τι­κά. Εἶ­χαν γυ­ρί­σει στὰ κα­θη­με­ρι­νά τους. Στὴ δου­λειὰ οἱ γο­νεῖς, στὶς σπου­δές τους τὰ παι­διά. Τὸ με­ση­μέ­ρι μα­ζεύ­ον­ταν γιὰ φα­γη­τό, ἀλ­λὰ καμ­μιὰ φο­ρὰ συγ­κεν­τρώ­νον­ταν μό­νο τὸ βρά­δυ. Περ­νοῦ­σαν σχε­δὸν πλού­σια. Εἶ­χαν τὸν τρό­πο τους καὶ τὰ βό­λευ­αν.

Κά­τι ὅ­μως δὲν πή­γαι­νε κα­λά. Ὁ γέ­ρο-Φι­λά­γριος τὸ δι­αι­σθάν­θη­κε ἀ­μέ­σως, βλέ­πον­τας συ­νέ­χεια πρό­σω­πα κου­ρα­σμέ­να γύ­ρω του. Σχε­δὸν τρό­μα­ξε, ὅ­ταν εἶ­δε καὶ στὰ παι­διὰ ἀ­κό­μα μά­τια μα­ρα­μέ­να, ἀ­νέκ­φρα­στα. Χω­ρὶς νὰ σπι­θί­ζει μέ­σα τους ἡ φλό­γα τῆς ζω­ῆς.

–  Πό­σο θὰ πλήτ­τεις μ’ ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ βα­ρε­τὰ ποὺ κά­νεις, παπ­πού! τοῦ εἶ­πε μιὰ μέ­ρα ὁ μι­κρό­τε­ρος γιὸς τῆς ἀ­νε­ψιᾶς του, ἀ­φοῦ γι’ ἀρ­κε­τὴ ὥ­ρα τὸν πα­ρα­τη­ροῦ­σε νὰ κυ­λά­ει τὸ κομ­πο­σχοί­νι του.

–  Για­τί τὸ λὲς αὐ­τό, παι­δί μου;

–  Μὰ αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ μό­νο ποὺ κά­νου­με ὅ­λοι ἐ­δῶ πέ­ρα, παπ­πού. Βα­ρι­ού­μα­στε! Καὶ πιὸ πο­λὺ ἐ­μεῖς τὰ παι­διὰ μὲ τὸ δι­ά­βα­σμα.

Αὐ­τὸ ἦ­ταν! Ὅ­λα ἔ­σβη­ναν στὴ θαμ­πὴ ὁ­μί­χλη τῆς ρου­τί­νας.

Μιὰ θα­να­τε­ρὴ μο­νο­το­νί­α ἔ­ρι­χνε τὸ κα­τα­θλι­πτι­κὸ πέ­πλο πά­νω τους. Κά­θε μέ­ρα τὰ ἴ­δια πράγ­μα­τα. Ἴ­διο πρό­γραμ­μα, ἴ­δια δου­λειά, ἴ­διος ρυθ­μός. Ἴ­δια, καὶ ὄ­χι πάν­τα εὐ­χά­ρι­στα, πρό­σω­πα. Ἡ ἐ­πα­νά­λη­ψη, ἀ­πα­ράλ­λα­χτα, τοῦ ἴ­διου κα­θη­με­ρι­νοῦ μο­τί­βου κα­τά­πι­νε ἀ­δη­φά­γα τὴ ζων­τά­νια τους. Πά­νω σὲ ἀ­γέ­λα­στα, συ­νο­φρυ­ω­μέ­να πρό­σω­πα μιὰ κά­θε­τη γραμ­μὴ ἀ­νά­με­σα στὰ μά­τια χά­ρα­ζε τὸ μέ­τω­πο στὰ δυ­ό, ἀ­πο­τυ­πώ­νον­τας τὴν ἔκ­φρα­ση τοῦ μό­νι­μα ἀ­νι­κα­νο­ποί­η­του ἀν­θρώ­που.

Καὶ στὴν πα­ρα­μι­κρὴ ἀ­φορ­μὴ ὅ­λοι ξε­σποῦ­σαν ἀ­συγ­κρά­τη­τα. Κού­ρα­ση, γκρί­νια, ἐ­κνευ­ρι­σμός!

Δὲν περ­νοῦ­σε μέ­ρα ποὺ νὰ μὴν ἀ­κού­σει ὁ γέ­ρο-μο­να­χὸς τὸν βα­ρι­ε­στη­μέ­νο ἀ­να­στε­ναγ­μὸ τῆς ἀ­νε­ψιᾶς του:

–  Οὔφ! Πῶς ἀν­τέ­χω ἀ­κό­μα! Τί­πο­τε εὐ­χά­ρι­στο δὲν ἔ­χει ἡ ζω­ή μας. Καμ­μιὰ ἀλ­λα­γή. Εἶ­ναι τό­σο ἄ­χα­ρη καὶ μο­νό­το­νη! Μιὰ κό­λα­ση!

Μιὰ μέ­ρα ὁ γέ­ρο-Φι­λά­γριος δὲ βά­στα­ξε.

–  Για­τί τὸ λὲς αὐ­τό, κό­ρη μου; Ἔ­γι­νε κό­λα­ση πιὰ καὶ θλι­βε­ρὴ μο­νο­το­νί­α ἡ ἀ­σί­γα­στη λα­χτά­ρα τῆς καρ­διᾶς νὰ βλέ­πεις γύ­ρω σου αὐ­τοὺς ποὺ ἀ­γα­πᾶς; Τὸ ν’ ἀν­τι­κρύ­ζουν κά­θε πρω­ὶ τὰ μά­τια σου τὸν κό­σμο ποὺ σὲ συν­τρο­φεύ­ει; Τὸν οὐ­ρα­νό, τὸν ἥ­λιο, τὰ που­λιά; Πῶς γί­νε­ται νὰ ζεῖς σὰν κό­λα­ση τὰ δῶ­ρα τοῦ Θε­οῦ; Τί θά ’­κα­νες, ἂν ὁ Θε­ὸς τ’ ἀ­πο­τρα­βοῦ­σε πί­σω;

Τὰ δῶ­ρα τοῦ Θε­οῦ; Αὐ­τὰ ποὺ ἀ­πό­κτη­σαν μὲ τὸ δι­κό τους μό­χθο μιὰ ὁ­λό­κλη­ρη ζω­ή;

Θυ­μή­θη­κε τὰ λό­για τῆς μά­νας της:

«Δὲν εἶ­ναι τί­πο­τε δι­κό μας. Ἔ­χου­με μό­νο ὅ­σα θέ­λει ὁ Θε­ὸς νὰ ἔ­χου­με».

Ἔ­μει­νε συλ­λο­γι­σμέ­νη…

Ἡ νύ­χτα εἶ­χε προ­χω­ρή­σει ἀρ­κε­τά, ὅ­ταν, ἀ­πο­τε­λει­ώ­νον­τας ἐ­πι­τέ­λους τὶς δου­λει­ές της, ἔ­πε­σε ἀ­πο­κα­μω­μέ­νη νὰ κοι­μη­θεῖ. Ὁ ἄν­τρας της εἶ­χε ξα­πλώ­σει ἀ­πὸ νω­ρίς. Στὸ δι­πλα­νὸ δω­μά­τιο ἀ­κου­γό­ταν ἥ­συ­χα ἡ ἀνάσα τῶν παι­δι­ῶν. Μό­νο στὸ δω­μά­τιο τοῦ θεί­ου της ἄ­να­βε ἀ­κό­μα τὸ φῶς.

–  Κα­ϋ­μέ­νε θεῖ­ε! μουρ­μού­ρι­σε. Πῶς ἀν­τέ­χεις ἕ­ναν αἰ­ώ­να τὰ ἴ­δια πράγ­μα­τα! Ἐ­γὼ θὰ εἶ­χα τρελ­λα­θεῖ.

Βυ­θί­στη­κε σ’ ἕ­ναν ὕ­πνο βα­θύ…

Ξαφ­νι­κὰ τὸ κου­δού­νι­σμα τοῦ τη­λε­φώ­νου ἔ­σκι­σε ἄ­γρια τὴ νυ­χτε­ρι­νὴ ἡ­συ­χί­α. Τι­νά­χτη­κε τρο­μαγ­μέ­νη.

–  Ἐμ­πρός! φώ­να­ξε μὲ πνιγ­μέ­νη φω­νή.

–  Ἐ­λᾶ­τε γρή­γο­ρα! Ἔ­γι­νε ἀ­τύ­χη­μα. Ὁ ἄν­τρας σας μὲ τὸν γιό σας εἶ­ναι στὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο!

–  Ἀ­τύ­χη­μα; Πό­τε; Πῶς;

Ἡ γραμ­μὴ ἔ­κλει­σε πρὶν πά­ρει καμ­μιὰ ἀ­πάν­τη­ση. Ντύ­θη­κε ἀ­λα­φι­α­σμέ­νη. Τὸ σπί­τι ἦ­ταν ἄ­νω-κά­τω. Μὰ πό­τε ἔ­γι­ναν ὅ­λα αὐ­τά; Ἔ­τρε­ξε στὸ αὐ­το­κί­νη­το. Τὸ κε­φά­λι της βού­ι­ζε, πή­γαι­νε νὰ σπά­σει. Ἔ­τρε­με ὁ­λό­κλη­ρη, τὸ τι­μό­νι χό­ρευ­ε στὰ χέ­ρια της.

Πάρ­κα­ρε μὲ βιά­ση στὴν εἴσοδο τοῦ νοσοκομείου χτυ­πών­τας μὲ δύ­να­μη τὸ πί­σω αὐ­το­κί­νη­το. Οὔ­τε ποὺ στά­θη­κε νὰ δεῖ. Ὅρ­μη­σε μέσα, ἀλλὰ παντοῦ ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε παν­δαι­μό­νιο. Τὰ ἀ­σθε­νο­φό­ρα μπαι­νό­βγαι­ναν στὴν αὐλὴ τρελ­λαί­νον­τας μὲ τὶς σει­ρῆ­νες τὸ μυα­λό της, ἐ­νῶ οἱ ψυ­χρές, γα­λα­ζω­πὲς λάμ­ψεις τους ἔ­σκι­ζαν σὰν στι­λέ­τα τὴν καρ­διά της.

Ἔ­τρε­χε στοὺς ἀ­χα­νεῖς δι­α­δρό­μους, μὰ τὰ πό­δια της ἦ­ταν μο­λύ­βι ἀ­σή­κω­το. Ἄρ­ρω­στοι, τραυ­μα­τί­ες, γε­μά­τα φο­ρεῖ­α συ­νέ­θε­ταν τὸ μα­κά­βριο πλά­νο. Που­θε­νὰ ὁ ἄν­τρας της καὶ τὸ παι­δί της. Μὲ τὴν ἀ­γω­νί­α της ν’ ἀ­νε­βαί­νει στὸ ζε­νίθ, βλέ­πει ξαφ­νι­κὰ δυὸ νο­σο­κό­μους νὰ σπρώ­χνουν, τρέ­χον­τας σχε­δόν, στὸ βά­θος τοῦ δι­α­δρό­μου τὰ φο­ρεῖ­α τους. Οἱ τραυ­μα­τί­ες εἶ­χαν τὰ μά­τια κλει­στά, δε­μέ­να τὰ κε­φά­λια τους μὲ μα­τω­μέ­νες γά­ζες. Τῆς φά­νη­κε πὼς ἦ­ταν οἱ δι­κοί της.

-Μιὰ στιγ­μή! Πε­ρι­μέ­νε­τε! φώ­να­ξε μ’ ὅ­λη της τὴ δύ­να­μη.

Μὰ οἱ νο­σο­κό­μοι, σὰ νὰ μὴν ἄ­κου­σαν τί­πο­τε, ἔ­σπρω­ξαν τὰ πε­ρι­στρε­φό­με­να πορ­τό­φυλ­λα τοῦ χει­ρουρ­γεί­ου καὶ χά­θη­καν πί­σω τους. Ἐ­κεῖ­να ἐ­πέ­στρε­ψαν μὲ φό­ρα φέρ­νον­τάς της κα­τά­μου­τρα, σὰν εἰ­ρω­νεί­α, τὴν φαρ­δειὰ ἐ­πι­γρα­φή τους:

 

 

 

 

Μὰ ποι­ὸς λο­γά­ρια­ζε τώ­ρα τέ­τοι­α; Τὰ ἔ­σπρω­ξε κι αὐ­τὴ μὲ δύ­να­μη καὶ χύ­θη­κε ὁρ­μη­τι­κὰ ξω­πί­σω τους. Δὲν πρό­λα­βε νὰ κά­νει βῆ­μα, ὅ­ταν δυὸ ἀ­τσα­λέ­νι­ες τα­νά­λι­ες τὴν κρά­τη­σαν ἀ­κί­νη­τη κι ἕ­νας πα­νύ­ψη­λος νο­σο­κό­μος τὴν πέ­τα­ξε στὶς πλά­κες τοῦ δι­α­δρό­μου. Σω­ρι­ά­στη­κε χτυ­πών­τας δυ­να­τὰ στὸ δά­πε­δο τὸ κού­τε­λό της καί, βγά­ζον­τας μιὰ δυ­να­τὴ κραυ­γή,… ξύ­πνη­σε.

Ναί! Ἦ­ταν μό­νο ἕ­να ὄ­νει­ρο! Ἕ­νας φρι­χτὸς ἐ­φιά­λτης!

Ἀ­να­κα­θι­σμέ­νη στὸ κρε­βά­τι ἀ­νά­σαι­νε βα­ριὰ μὲ τὸ πρό­σω­πο λου­σμέ­νο στὸν ἱ­δρώ­τα. Τὰ παι­διά, ὁ ἄν­τρας της, ὅ­λοι εἶ­χαν μα­ζευ­τεῖ ἀ­π’ τὶς φω­νές της γύ­ρω της. Βλέ­πον­τάς τους νὰ τὴν τρι­γυ­ρί­ζουν, ἕ­να κύ­μα ἀ­γά­πης ξε­χεί­λι­σε ἀ­π’ τὴν καρ­διά της γιὰ ὅ­λους. Ὁ γέ­ρο-Φι­λά­γριος ξε­πρό­βα­λε ἀ­πὸ τὴν πόρ­τα. Μό­λις τὸν ἀν­τί­κρυ­σε, ξέ­σπα­σε αὐ­θόρ­μη­τα:

–  Ὢ θεῖ­ε! Τί κό­λα­ση νὰ μᾶς πά­ρει πί­σω ὁ Θε­ὸς τὰ δῶ­ρα του! Τί εὐ­τυ­χί­α ἔ­χου­με καὶ δὲν τὸ νοι­ώ­θου­με!

Χα­μο­γέ­λα­σε ὁ γε­ρά­κος κα­λο­κά­γα­θα.

–  Ὑ­πάρ­χουν καὶ χει­ρό­τε­ρα, παι­δί μου. Τὰ δῶ­ρα του εἶ­ναι θαυ­μά­σια καὶ εἶ­ναι σί­γου­ρα φρι­χτὴ κό­λα­ση νὰ τὰ χά­νεις. Μὰ εἶ­ναι ἀ­σύγ­κρι­τα φρι­χτό­τε­ρη ἡ κό­λα­ση νὰ χά­σεις Ἐ­κεῖ­νον ποὺ τὰ δί­νει. Τὰ δῶ­ρα του, ὅ­σο ὑ­πέ­ρο­χα κι ἂν εἶ­ναι, δὲν παύ­ουν νά ’­ναι μι­κρὸ μό­νο δεῖγ­μα τῆς ἄρ­ρη­της ὀ­μορ­φιᾶς Ἐ­κεί­νου ποὺ τὰ χα­ρί­ζει.

Ἄ­κου­γαν ὅ­λοι ἀ­μί­λη­τοι, προ­σε­χτι­κοί. Ὁ γέ­ρον­τας συ­νέ­χι­σε:

–  Νοι­ώ­θου­με εὐ­τυ­χί­α μὲ τὰ δῶ­ρα του; Ἀ­νεί­πω­τη ὅ­μως εὐ­τυ­χί­α θά ’­τανε νὰ ἔχουμε Αὐτὸν τὸν ἴδιο! Θὰ ζούσαμε σὰν σὲ παράδεισο! Ποι­ὸς θά ’­νοι­ω­θε ἀ­νί­α τό­τε; Ποι­ὰ πλη­κτι­κὴ μο­νο­το­νί­α θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ εἰ­σβά­λει στὴ ζω­ή του, ἀ­κό­μα κι ἂν ζοῦ­σε ἑ­κα­τὸ χρό­νια σὲ μιὰ σπη­λιὰ στὴν ἐ­ρη­μιά;

–  Αὐ­τὸ εἶ­ναι λοι­πὸν τὸ μυ­στι­κό σου, παπ­πού; ρώ­τη­σε κάποιος.

–  Ναί, παι­δί μου! Ὅ­ταν ἀ­γα­πᾶς, δὲν νοι­ώ­θεις πλή­ξη. Πο­τὲ δὲν σοῦ εἶ­ναι βα­ρε­τὸ νὰ κά­νεις κά­τι γιὰ νὰ δεί­ξεις τὴν ἀ­γά­πη σου. Ἀν­τί­θε­τα, τὸ λα­χτα­ρᾶς. Ψελλίσματα λα­χτά­ρας εἶ­ναι καὶ οἱ προ­σευ­χές μου. Ἐ­ρω­τι­κὸ τρα­γού­δι, τὰ λό­για της ἀ­γά­πης μου γιὰ Ἐ­κεῖ­νον, ποὺ νύ­χτα-μέ­ρα ἀναζητῶ καὶ λα­χτα­ρῶ ἀδιάκοπα νὰ συ­ναν­τή­σω. Πῶς νὰ μπου­χτί­σω, ὅ­ταν μ’ αὐ­τὰ τοῦ ἐκ­φρά­ζω τὴν ἀ­γά­πη μου; Ἡ πλή­ξη συ­νο­δεύ­ει μό­νο τὴν ἀ­νέ­ρα­στη ζω­ή!

Τὴ νύ­χτα τῶν Χρι­στου­γέν­νων οἱ καμ­πά­νες γέ­μι­σαν τὸν ἀ­έ­ρα τῆς μι­κρῆς πό­λης μὲ ἤ­χους γι­ορ­τι­νούς.

Ἐ­κεῖ­να τὰ Χρι­στού­γεν­να γι­όρ­τα­σαν ὅ­λοι χα­ρού­με­νοι. Εἶ­χαν ξα­να­βρεῖ ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λον κι ὅ­λοι μα­ζὶ τὸν Θε­ό.

…Κι ὁ γέ­ρο-Φι­λά­γριος εἶ­πε πὼς ἦ­ταν τὰ κα­λύ­τε­ρά του Χρι­στού­γεν­να!…

 

 

 

Απάντηση

Subscribe without commenting

  • Κέρασμα

    Εμείς έχουμε καθήκον να δείχνουμε συμπόνια και να βοηθούμε, ιδίως αυτούς που δεν έχουν το Θεό στην καρδιά τους. Χρέος μας είναι να καταλάβουμε, ότι υπάρχει μια μόνο διαδρομή για τη σωτηρία – κι αυτή είναι με το Θεό
    - π. Ιωάννης Ματωνάκης
  • Αρέσει σε %d bloggers: