Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα: Μια αλήθεια "του δρόμου"
Όταν ο σύγχρονος άνθρωπος μιλάει για το θάνατο, εννοεί κάτι που βρίσκεται στο τέρμα της ζωής ή για κάτι πριν από το οποίο υπάρχει ζωή. Συμφωνούμε ότι αυτό που συμβαίνει στο τέλος είναι ο θάνατος. Όμως αυτό που υπάρχει πριν από το θάνατο είναι ζωή;
Αλλά πόση ζωή είναι μια μίζερη ύπαρξη που είναι βυθισμένη στον ατομισμό, ή στις απρόσωπες πόλεις, ή οι ανθρωποθυσίες στο βωμό της ατομικής καριέρας αν ο άνθρωπος είναι ένα όν με ημερομηνία λήξης;
Αυτό που ονομάζουμε ζωή πολύ συχνά δεν είναι παρά η δεσποτεία του θανάτου. Αντί ο θάνατος να βρίσκεται στο τέρμα, διαποτίζει, δηλητηριάζει και μεταλλάσσει τη ζωή. Όλα αυτά σημαίνουν επιβίωση δίχως νόημα, α-νόητη. Δε περιέχει κάτι εκρηκτικό, κάποιον που ν’ αλλάξει τα πράγματα, δεν έχει ελπίδα.
Μέσα σ’ αυτή τη μαυρίλα, το ελάχιστο που έχουμε να κάνουμε είναι ν’ αφουγκραστούμε τις αντιστασιακές φωνές. Μια τέτοια φωνή που πρόκειται ν’ ακουσθεί αυτές τις ημέρες στους δρόμους. Αν τη δούμε σαν έθιμο, θα τη χάσουμε. Αν συλλογιστούμε με φιλότιμο, θα βρούμε ένα μπαξέ.
Πρόκειται για τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα
Κάλαντα είναι νάχεις κάτι να πεις και να βρεις κάτι πολύτιμο για τη ζωή σου και να καίγεσαι να το μοιρασθείς. Κάλαντα είναι μια διάθεση συνάντησης σε μια ακοινώνητη κοινωνία. Κάλαντα είναι ν’ ανοίγεις την πόρτα του σπιτιού σου για να ξεχυθείς στους δρόμους να αναζητήσεις τον άλλο, να του χτυπήσεις την πόρτα και ν’ αποζητήσεις το πρόσωπο του. Κάλαντα είναι να μετατρέψεις τις πόρτες από ταφόπλακες σε ανοίγματα ζωής. Κάλαντα είναι η προσκόμιση μιας είδησης, ότι η ελπίδα έρχεται από αύριο από μια συνάντηση. Αύριο, 25 Δεκεμβρίου ο άνθρωπος παύει να προορίζεται για τη χωματερή, αλλά συναντιέται με το Θεό, γίνεται σάκα Θεού. Γίνεται κοινωνός ενός τρόπου ύπαρξης, τον οποίο τον προσφέρει ένας Θεός μεθυσμένος από αγάπη για τον άνθρωπο, σε τέτοιο σημείο που αφήνει τα μεγαλεία για να σαρκωθεί μέσα σε μια φάτνη!
« Να τα πούμε;»
Τα κάλαντα είναι η αποζήτηση μιας επικοινωνίας με τον άλλο. Έχουμε να του πούμε κάτι, αλλά δεν παραβιάζουμε τ’ αυτιά του και την ελευθερία του. Είναι σαν να του λέμε: « αδελφέ, εμείς πιστεύουμε σε κάτι, που το θεωρούμε σπουδαίο και που νοιώθουμε πως δίνει σε μας νόημα σε κάθε στιγμή μας. Σκεφτόμαστε να σου το πούμε, κι’ εσύ διαλέγεις και παίρνεις.
«Να τα πούμε λοιπόν;»
« Καλήν ημέραν άρχοντες».
Το έχετε προσέξει; Δεν υπάρχουν ξεχωριστά κάλαντα για άρχοντες και χωριστά για το λαό. Όλοι αποκαλούνται άρχοντες και το σπίτι τους αποκαλείται «αρχοντικό». Τα κάλαντα κομίζουν ένα όραμα, μια κοινωνία αρχοντάδων δίχως υποτελείς, δούλους και εξαθλιωμένους. Είναι ένα όραμα με εμπνευσμένο από το μεδούλι της Εκκλησίας, από ένα Θεό που προσφέρει τον ίδιο τον εαυτό Του σε όλους χωρίς να μονιμοποιεί την ταξική αδικία. Αυτή την προσφορά Του εμείς τη λέμε Θ. Ευχαριστία. Και όταν τραγουδάμε:
«Χριστός γεννάται σήμερον» κυριολεκτούμε. Τα Χριστούγεννα δεν είναι απλώς η αναπόληση ενός μακρινού παρελθόντος. Είναι η δυνατότητα του σημερινού ανθρώπου να γίνει μέτοχος της Βηθλεέμ σήμερα, να μεταμορφωθούν οι πρώτες ύλες της ζωής μας, το ψωμί και το κρασί, σε Σώμα και Αίμα Αυτού που γεννήθηκε « εν Βηθλεέμ τη πόλει».
« Χαίρει η κτίσις όλη».
Τα κάλαντα αποτυπώνοντας την πίστη της Εκκλησίας, ότι η σάρκωση του Χριστού μπολιάζει με ζωή το σύμπαν. Κοιτάξτε τη Βυζαντινή εικόνα της Γέννησης: Τα βράχια είναι ζωγραφισμένα που να στρέφονται προς τον Χριστό, τα δένδρα χαμηλώνουν κ.λ.π. Τα πάντα συμμετέχουν. Τα κάλαντα μαρτυρούν ότι το περιβάλλον είναι αφάνταστα περισσότερο από αντικείμενο στυγνής εκμετάλλευσης.
Όταν θα κτυπήσουν την πόρτα μας τα παιδιά των καλάντων, ας μην τα αποπάρουμε. Είναι θελητά ή αθέλητα τους, αληθινοί αντάρτες των πόλεων σήμερα. Μπορεί κίνητρο τους να είναι η παραξενιά κι η χαρά του εθίμου, μπορεί και το χαρτζιλίκι που αποκομίζουν. Το θέμα είναι ότι στα χέρια τους κρατιέται μια υπόθεση που μακάρι να βιωθεί κάποτε σε όλες της τις διαστάσεις. Διότι όσο ακόμη παίρνει τους δρόμους η αλήθεια των καλάντων κι’ όσο αντηχεί το κάλεσμα τους σε ένα αλλιώτικο αγαπητικό τρόπο ζωής, οι άχαρες πόλεις μας δεν έχουν πάρει ακόμη διαζύγιο από την ελπίδα. Δεν έχουν θαφτεί ακόμα στο ανέραστο αμπαλάζ του καταναλωτισμού, των βιτρινών, των ρεβεγιόν δίχως προσδοκία του αύριο, των Χριστουγέννων χωρίς Χριστό.
Πηγή: Θανάση Παναθανασίου, Ο Θεός μου ο αλλοδαπός
Αναδημοσίευση: Ι.Ν. Αγίας Βαρβάρας Πατρών