Θάνατος και Ζωή, Σοφία και Απλότητα

θάνατος, ζωή, σταυρός

Μᾶς κάνει ὁ Σύντροφος ὁ σκοτεινὸς τώρα τὸ σκεφτικιστή. Κι’ ἔχει δίκιο, τοῦ φαίνεται ἄπειρο κι’ ἐρεθίζεται, γιατί τοὺς σοφοὺς τυραγνεῖ μονάχα ἡ ἄγνοια εἲτε ἡ ἀμφιβολία τοῦ τί εἶναι καθαρὰ ζωὴ καὶ θάνατος. Καὶ γιατί τοὺς ἁπλοϊκοὺς ἀνθρώπους δὲν τοὺς τυραγνεῖ. Ἐτοῦτοι τὄχουνε λυμένο τὸ αἴνιγμα συλλογικά. Ζωὴ εἶναι ἀπὸ τότες ποὺ σὲ γεννάει ἡ μάννα σου. Θάνατος εἶναι ἀπὸ τότες ποὺ σὲ μεταλαβαίνουν καὶ τὰ κλείνεις. Οἱ σοφοὶ αἰστάνονται ἄσοφοι καὶ δὲ βρίσκουν τέλος μήτε καθορισμὸ στὶς φαῦλες τοῦτες ἔννοιες ποὺ τοὺς ξεφεύγουν. Βρίσκει τὴ λύση ὁ σκεφτικιστής, μᾶς κατεβάζει τὸ φολιδωτό, σὰ βράχο τοῦ Ἄθωνα, μὲ τὰ μυριάδες μάτια, τὸν Ἄγγελο μὲ τὶς ἐπίσκεψές του, μὲ τὲς ἀποκάλυψές του, μὲ τὰ δῶρα τὰ προικιά, τὰ διανοιχτικὰ ποὺ χαρίζει.

Μὰ ἔλα ποὺ σ’ ἄλλονα τῆς συντροφιᾶς, στὸ κελλάκι τῆς παγωνιᾶς, ἔρχεται ἐτούτων τῶν καλογέρων ἡ σκέψη. Εἶδε τόσους ἀσκητάδες, τόσους ἐρημῖτες, ποὺ τὰ γεράματα τοὺς φέρουν χιονάτα γένεια, ἷρι εὐλαβητικιά, σουρνάμενα κατὰ γῆς, ποὺ ὁ αἰώνας τῆς ζωῆς, μήνους μήνους, χρόνους χρόνους ποὺ τὸν ἀπεράσαν, κι’ εἶναι ἑκατὸν δέκα, κι’ ἑκατὸν εἲκοσι χρονῶ, τοὺς ἔβγαλε τὸ ρύπο κάθε γήινης λίγδας. Εἶδε τόσους ἅγιους καὶ ἄμωμους σὲ τοῦτο τὸ βουνό, ποὔναι ἀκόμα πιὸν ἁπλοϊκοὶ κι’ ἀπ’ τὰ παιδὶα τὰ νήπια. Κανένας ἄγγελος δὲν ἦρθε νὰ τοὺς ἐπισκεφτεῖ, κι’ ἀπόδειξη ποὺ τοὺς λείπουν τὰ μάτια τὰ ἐπουράνια, ποὺ τοὺς λείπει τὸ πνεῦμα τῆς συνέσεως. Κι’ ἐν τούτοις κι’ ἐτοῦτοι ἔχουν μεταστρέψει τὶς ἀξίες ζωῆς καὶ θανάτου. Ποῦθε ἄντλησαν ἐτούτη τὴ μεταστροφή; Ποῦθε τοὺς γένηκε, τοὺς στάρθηκε γιὰ φίλευμα ἐτοῦτος ὁ παραλογισμός, ποῦθε ἡ ἀσυμμετρία, οἱ ἁπλοϊκοί τοῦ κόσμου, νἄχουνε λύσει τὸ γρῖφο, σύφωνα μὲ τὶς ἔννοιες τὶς κοινότυπες, οἱ σοφοὶ τοῦ κόσμου ν’ ἀμφιβάλνουνε γιὰ τὶς ἔννοιες τὶς κοινότυπες καὶ νὰ πασκίζουν νὰ μεταστρέψουν τὶς ἀξίες καὶ νὰ μπαλεύουν, κι’ ἐτοῦτοι οἱ ἁπλοϊκοί τῆς ἅγιας ἔρημος νἄχουν ξενωθεῖ ἀπ’ τοὺς ἄλλους τοὺς ἁπλοϊκούς, καὶ προσπεράσει τοὺς σοφούς, καὶ μεταστρέψει ἀπὸ μονάχοι τους, ἀπ’ τὴν ἁπλότητά τους μέσα τὶς βαθειὲς ἀξίες, καὶ νὰ μὴν πατῆσαν ποτὲς τους σφαλερά, εἴτε γλιστερά, μὰ ἐπὶ τῆς πέτρας, ἀκατάλυτοι; Καὶ φτάνουμε στὴ Χάρη. Δὲ στέρνεται μονάχα ὁ Ἄγγελος ὁ Ἰσκερὸς στὸν κόσμο, νὰ λύσει τὶς διαφορὲς τῶν γρίφων, μὰ στέρνεται κι’ ἡ Χάρη, γυναίκα τούτη καὶ λευκότατη καὶ φωτεινή, κι’ ἀγαπάει τοὺς ἁπλοϊκούς, καὶ μεταστρέφει καθετὶ κατὰ τὸν ροῦν της καὶ γίνεται τὸ μέγα ρεῦμα τοῦ Ὄρους τοῦ ἁγίου, κι’ ἐβγάνει τὸ ἀγαθώτατο τὸ φῶς. Οἱ ἁπλοϊκοὶ τοῦ κόσμου εἶναι οἱ γαληνεμένοι, οἱ σοφοὶ τοῦ κόσμου εἶναι οἱ ταραγμένοι.

χάραμα, αυγή, άγιο όρος, ξημέρωμα

[] Τρεχάτοι προβαίνουμε στὴν κατρακύλα τοῦ τέλους. Βουίζουνε οἱ σκέψες καὶ οἱ λογισμοὶ σὰ σφηκοφωλιά. Ριπίζουνται ὁλοῦθε, σὲ ὅλες τὶς διεύθυνσες τὰ κελλιὰ ἀπὸ τοὺς νοητοὺς σκουλαρικάδες τῶν λογισμῶν. Προβαίνουμε στὸ τέλος. Διαβήκαμε τὰ δασώδη τοῦτα δεκάμερα, διαβήκαμε τὶς ἀγρυπνίες, τοὺς σταυρούς, τὶς λειτουργίες, διαβήκαμε τὶς θαυμαστὲς δρᾶσες τῆς θάλασσας τῆς ἄβατης, τῆς κυμαινόμενης κάτω τοῦ ἀθάνατου βουνοῦ, ποὺ σὰ σάλιαγκος μακραίνει μακραίνει καὶ ἀψηλώνει γιὰ νὰ καταλὴξει στὸ πανύψηλο καὶ ἄγριο ὄγκος τῆς κορφῆς, τὸν τάφο τῶν τρεμόντων, τὸν ἀνάγγιχτον ἀνθῶνα τῶν Ἀμάραντων, τὸ συνομιλητὴ τῶν σύγνεφων τῶν βαριῶν, καὶ τὸ σύνδεσμο μὲ τὰ σπαθωτὰ τ’ ἀστροπελέκια. Προβάλθηκαν στὴ μόνωση τῆς σημερνῆς τῆς βαρυχειμωνιᾶς οἱ Ἔρωτοι. Τί ἔχουν νὰ κάνουνε οἱ Ἔρωτοι στὸν ἀσκητισμό; Τούτη τὴν ἕνωση ἒχουνε τὰ δυό, ποὺ εἶναι θεῖες μανίες, περιβλημένες τὴ χλιδὴ τοῦ πάθους. Βλέπεις ἐκείνους τοὺς ρούσσους τοὺς μουζίκους μὲ τὶς πουκαμίσες καὶ τὰ ζουνάρια καὶ τὶς μπὸττες τῶν τριάντα ὀκαδῶν τὶς σουρνάμενες σὰ στρωτῆρες, τοὺς στραγγιγμένους τοὺς μουζίκους ἀπὸ τὴ δουλειὰ καὶ τὴν ἀγγάρεια κι’ ἀπὸ τὴν ἀγρύπνια καὶ τὴν κοινοβιακὴ τὴν πεῖνα τῆς ὁσιότητας, βλέπεις τὰ κελλιὰ τους, μ’ ἕνα ξύλο γιὰ κρεβάτι, ἐρημωμένα σὰν τοὺς γδυμνωμένους βωμοὺς τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, καὶ πλάι βλέπεις σὰ βασίλισσα Παρθένα βουτημένη στὴν ἡδονὴ τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τῶν ἀρωμάτων τὴν Ἐκκλησία! Ἐκεῖ περνοῦν τὴν ἔκστασή τους οἱ ἀποξεραμένοι τοῦτοι ἐργάτες τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ τὰ θάμπη τους. Ἐκεῖ βρίσκεις τὸ Ἅγιο Δισκοπότηρο μὲ τὰ βαρύτιμα πετράδια, ἐκεῖ τὸ τίμιο Δισκάριο τὸ ὁλόχρυσο τριγύρω μὲ τὸν ἴασπι στὸ μέσο, μὲ τὸν ἀστερίσκο νὰ φεγγοβολᾶ, ὅλα τοῦτα τὰ σκεύη τῆς Εὐχαριστίας κουκουλωμένα στὰ βελοῦδα, μὲ τὸ μουζίκο νὰ ὀνειρεύεται τὸ Πάσχα καὶ τὴ Γέννα καὶ τὶς ἄλλες πανηγύρεις, ποὺ θὰ κάνει τὴν ἕνωση μὲ τὸ Θεό, πεσμένος ἀπὸ τὴ μετάνοια καὶ τὴ νήψη καὶ τὴν ἀγρύπνια, ὥριμος γιὰ νὰ δοθεῖ στὸ στὸ θεωτικὸ τὸν ἔρωτα.

Γιατὶ τὸν ἐδικό μου ἀσκητισμὸ νὰ μὴν τὸν βάψω στὸ ζωηφόρον αἷμα τῆς ἀνάμνησης μιανῆς Ἀγάπης, μουσμουλιᾶς ἀνάλαφρης, τῆς πολιτείας; Γιατὶ καὶ τ’ ὄρθρισμα καὶ τὰ ἑσπερινά μου νὰ μὴν εἶναι δοσμένα στὀ πάθος ἐτοῦτο, ποὺ μοιάζει τὰ μπρούτζινα, εἴτε τὰ ζαφειρένια χρώματα ποὺ παίρνει ὁ οὐρανὸς τὶς ὧρες τοῦτες τῆς Μεγάλης Προσευκῆς. Τὸ ἴδιο Προβόδισμα γιὰ τὸ Θάνατο τὸν ἁπλωτὸ εἶναι οἱ Ἐρῶτοι ὅσο καὶ οἱ ὅρκοι τοῦ Ἀσκητισμοῦ. Περβόλια εἶναι χλιδῆς καὶ τὰ δυό τους. Καὶ δὲν εἶναι καλύτερη εὐλογία ἀπὸ τὸ νὰ συμφύρεσαι στ’ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μὲ τοὺς Λωβιασμένους, νὰ πειρᾶσαι νὰ μάσεις τὰ ἐλέη τῶν πληγῶν τους καὶ νὰ βλέπεις ν’ἀντιφεγγίζει στὰ μάτια τους ποὺ σβένουν καὶ τὰ λιμάρει ἡ ἀρρώστια τοῦ μυστικοῦ τοῦ κάλλους, δαφνούλα εὐωδιασμένη, τόσο λαμπρὰ ὁλοπράσινη, σὰν νέα σελήνη, δρέπανο, κι’ἐν τούτοις δρέπανο χαδιοῦ, τὴν εἰκόνα, πλάϊ στὶς τόσες τίμιες ποὺ ἀντίκρυσες μονὲς καὶ τὰ κελλιά, ἑνοῦ κοριτσιοῦ μαυρειδεροῦ, πηδηχτοῦ σὰν τὰ νέα κατσίκια τὰ ὁλόμαυρα, ποὺ νὰν τὸ βλέπεις μόνο θυμίζεσαι τοὺς φράχτες τοῦ Ἄσματος τῶν Ἀσμάτων.

νύχτα άγιο όρος

Λέω τοῦ Λέοντα, τοῦ σκοτεινοῦ συντρόφου: «Φίλε μὲ τὰ ἄγρια γένεια, ἕνα εἶναι ἀλήθεια, τὸ ποὺ προβαίνουμε γιὰ κάπου. Γιὰ κάπου μᾶς προβοδᾶνε. Τώρα, εἴτε τὸ σήμερα εἶναι προβάδισμα γιὰ τὴ Ζωή, εἴτε προβάδισμα γιὰ τοῦ Θανάτου τὰ μέρη, δὲν τὸ ξέρεις. Ἀλλὰ οὔτε καὶ σὲ μέλει. Ἐλπίζεις νὰ εἶναι προβάδισμα γιὰ τὴ ζωή. Ἀλλὰ οὔτε καὶ σὲ μέλει. Κάτι ὅμως μᾶς λέει μέσα μας καὶ τῶν δυονῶν, ποὺ ἐξάπαντος τὸ Θάνατο τὸν ἐγευθήκαμε πιά, καὶ στὸ χτὲς καὶ στὸ σήμερα. Τὸ αὔριο θάναι Ζωή. Ἕναν κέδρο βλέπουμε στὸ βάθος – βάθος, πολὺ πέρα τοῦ καλντεριμιοῦ. Ἕναν κέδρο καὶ θἄχει καὶ πουλιά. Θὰ τὸν φτάσουμε καὶ θἆναι ἡ Ζωή. Θἄχει θέα, ὕστερ’ ἀπ’ τὸν ἀνήφορο σ’ ἐκεῖνο τὸ σύνορο. Ἔχουμε νὰ ἰδοῦμε! Ἔχουμε νὰ ἰδοῦμε! Σὰν νὰ μυρίζουν τὶς οὐσίες τοῦ θανάτου ἐτοῦτα μας τὰ χτές, ἐτοῦτα μας τὰ σήμερα, ποὺ μπερδεύουνται ὅσο πᾶμε πιὸ πολὺ καὶ ξεχωρισμὸ κι’ ἀκριβοέπεια δὲν ἔχουν. Στὸ αὔριο ἐκεῖνο τοῦ βάθους τρεχάτο ἕνα λάφι γιὰ τὸ δάσος. Τί τρεχάτο, τί ζωηρὸ ποὺ δρασκέλισε τὸ μονοπάτι κι’ ἐχάθη. Τοῦτο τὸ λάφι ἀνήκει στῆς Ζωῆς τὰ μέρη. Λέοντα, ὁ Ἄγγελος ποὺ μᾶς πρόσφερε τὰ μάτια εἶναι καὶ τοῦτος τῆς Ζωῆς. Ἡ Χάρη ποὺ συναντήσαμε νὰ περιίπταται σὲ τοῦτο τὸ βουνὸ ἀφτονώτατη—κανένας δὲν τὴν κυνηγᾶ, ὅλοι ἔχουν τὸ εἶδος της στὴν αὐλή τους, δὲ θέλουν ἄλλη περισσή—εἶναι ἡ Χάρη τῆς Ζωῆς».

Καρυές, βράδυ, 2 Νοεμβρίου 1927

Πηγή: Μυριόβιβλος Φωτογραφίες: david, βασίλης φίλης

4 σκέψεις σχετικά με το “Θάνατος και Ζωή, Σοφία και Απλότητα

  • Ιούνιος 6, 2009, 10:16 πμ
    Permalink

    Πραγματικά ένα απο τα ωραιότερα κείμενα που έχω διαβάσει. Αυτοί οι πατέρες μας στο Άγιο Όρος είναι λίθοι και στηρίγματα μεγάλα για τον τόπο αλλά και για τον πλανήτη μας

    Ράνια Μουσούλη

    Σχολιάστε
  • Ιούνιος 6, 2009, 10:23 πμ
    Permalink

    Οἱ ἁπλοϊκοὶ τοῦ κόσμου εἶναι οἱ γαληνεμένοι, οἱ σοφοὶ τοῦ κόσμου εἶναι οἱ ταραγμένοι.

    Σχολιάστε
  • Ιούνιος 6, 2009, 1:14 μμ
    Permalink

    Ευχαριστώ για το υπέροχο αυτό κείμενο με το λεπτό άρωμα να μας παρηγορεί σ΄ένα κόσμο που έχασε την πυξίδα του και περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του.

    Σχολιάστε
  • Ιούνιος 10, 2009, 3:27 μμ
    Permalink

    Φυσικα και οι απλοϊκοι του κοσμο ειναι ετσι. Αφου δεχονται την ουτοπια που τους πλασαρουν. Αν εσυ xdoum δεχεσε αυτα που σου πλασαρουν τοτε….μπραβο τι να πω. Ο ανθρωπος απο τη φυση του πρεπει να ψαχνεται. Οταν βεβαια οι ανθρωποι παλια δεν μπορουσαν να δωσουν μια εξηγηση σε αυτα που εψαχναν..ε…τοτε τους απεδιδαν υπερφυσικες ιδιοτητες. Μια απο τις μαλ…κιες του ανθρωπου.

    Στο «πιστευε, και μη ερευνα» της εκκλησιας, εγω σας συμβουλευω να εφαρμοσετε το «πιστευε και μη, ερευνα»

    Αυτα. Μεινετε στην παραμυθουπολη σας αν σας κανει να νοιωθετε ωραια. Τι αλλο να πω; Αν ειστε χαρουμενοι…..(λυπημενος)….

    Σχολιάστε

Απάντηση

Subscribe without commenting

  • Κέρασμα

    Η βασιλεία του Θεού έχει πόρτα χαμηλή, για να μπεις μέσα πρέπει ή να σκύψεις ή να είσαι παιδί.
    - Ιερός Αυγουστίνος
  • Αρέσει σε %d bloggers: