Η τηλεόραση ως ζηλωτική θεότητα
Του Σωτήρη Γουνελά
από το βιβλίο του «Ο αντιχριστιανισμός», εκδ Αρμός
Η τηλεόραση καθιερώθηκε να βομβαρδίζει ατέλειωτες ώρες και μερόνυχτα τον κοινωνικό μαζικό άνθρωπο με ό,τι χειρότερο συμβαίνει στον κόσμο· και μόνο παρενθετικά, σχεδόν κατ’ εξαίρεση, μπορεί να παρουσιαστεί κάτι διαφορετικό ή ποιοτικό, συζήτηση, ταινία ή ντοκυμαντέρ. Το ποσοστό αυτών των τελευταίων σε σχέση με την καθημερινή σαβούρα είναι ελάχιστο. Η καθημερινή αυτή σαβούρα έχει και συνεργάτη σπουδαίο: τις διαφημίσεις.
Οι διαφημίσεις είναι το άλλοθι της σαβούρας. Γιατί μέσαθέ τους αναδύεται ένας γυαλιστερός, λουσάτος κόσμος: είτε πρόκειται για πιάτα, είτε για πλακάκια, είτε βεβαίως για αυτοκίνητα όλα αστράφτουν και επιπλέον έμμεσα ή άμεσα, σαν είδος σάλτσας ή επιδορπίου, προβάλλεται το γυναικείο σώμα ή κομμάτια του (μερικές φορές μάλιστα όχι απλώς έμμεσα ή άμεσα αλλά εξόχως προκλητικά και χυδαία). Το σώμα, όχι η γυναίκα ως ύπαρξη αλλά το σώμα της ως αυτονομημένο είδος προς ερεθισμό των αισθήσεων -και επιβολή του προϊόντος στους χαυνωμένους τηλεθεατές.
Έχουμε λοιπόν δύο επίπεδα: από τη μία την καθημερινή σαβούρα που αποδίδεται με τον όρο «πραγματικότητα», η οποία πρέπει τάχα να παρουσιαστεί σώνει και καλά για ενημέρωση του λαού και από την άλλη τον λουστραρισμένο και αστραφτερό κόσμο της διαφήμισης που με τη σειρά του αποτελεί σαβούρα αλλά την κρύβει το ρούχο της, το κάλυμμα, το περιτύλιγμα, εν τέλει ο ψευδής ή μάλλον ψευδαισθητικός εικονισμός της: στη διαφήμιση όλα είναι ψεύτικα γιατί όλα είναι στημένα και σκηνοθετημένα.
Ένας τέτοιος κόσμος παγιώνει την κατάσταση του εξαρτημένου και μαζικού άνθρωπου. Γιατί ο μαζικός αυτός άνθρωπος παρακολουθώντας τα ΜΜΕ δεν βλέπει πουθενά εικόνες που να τον βγάζουν στο ξέφωτο μιας ποιοτικά ανώτερης ζωής. Είναι περικυκλωμένος διπλά. Από τη μια η ρουτίνα της καθημερινότητας, όπου η πραγματικότητα κινείται μεταξύ εργασιομανίας, νεύρωσης και φυγής, ασφυκτικού ωραρίου και οικονομίας της αγοράς, πλαστών επιθυμιών και καταναλωτισμού-ολοκληρωτισμού. Από την άλλη, η πραγματικότητα των ΜΜΕ όπου τα πράγματα παρουσιάζονται διογκωμένα ή υπερτονισμένα, λόγω ανταγωνισμού και δημιουργίας εντυπώσεων, αλλά και επεξεργασμένα μέσα από ένα δημοσιογραφικό λόγο που κατέχεται από το πανίσχυρο σύνδρομο της λεγόμενης ενημέρωσης ανά λεπτό, ανά ώρα και ανά στιγμή για τα δήθεν τρομερά που συμβαίνουν στον κόσμο.
Η ενημέρωση αυτή συνδυάζεται με την φυγοπάθεια της επικαιρότητας, η οποία, προπαντός από τότε που υπάρχει τηλεόραση στην Ελλάδα, δηλαδή επί Δικτατορίας, έχει καταστεί ο βραχνάς του κοινωνικού ανθρώπου: με αυτόν ξυπνάει και με αυτόν κοιμάται. Δεν τίθεται ζήτημα κριτηρίων ή επιλογών. Αυτά είναι ψιλά γράμματα αναγνώσιμα μόνο από δύο-τρεις χιλιάδες Έλληνες. Δεν τίθεται ζήτημα να επιλέξω αυτό ή εκείνο το σημείο της επικαιρότητας. Η επικαιρότητα υπάρχει ολόκληρη με απαιτήσεις ζηλωτικής θεότητας. Θά την υποστούμε ολόκληρη: αυτή βασιλεύει, αυτή διεισδύει εις νεφρούς και καρδίας, αυτή ανασκάβει τα πάντα· ο φακός, ειδικά τελευταία, δεν αφήνει τίποτε στο σκοτάδι!
Έτσι άλλωστε φτάνουμε στην κατάργηση της προσωπικής ζωής, με πρότυπο τον «Μεγάλο Αδελφό» (και ό,τι άλλο σχετικό τον διαδέχτηκε και συνεχίζει ακάθεκτο) που οι εκπομπές του μόνο στην Ελλάδα είχαν οχτώ εκατομμύρια τηλεθεατές! Είναι τέτοια η επέλαση της επικαιρότητας στη ζωή των ανθρώπων που δεν έχουν σχεδόν καθόλου χρόνο για το μη επίκαιρο, δηλαδή για τα αληθινά και ουσιαστικά ζητήματα. Οι άνθρωποι νομίζουν στην πλειονότητά τους ότι η πραγματικότητα είναι οι οικονομικοί δείκτες, οι αποφάσεις των πολιτικών και των δημάρχων, τα τρομερά δημόσια έργα, τα μαγειρέματα των επιχειρηματιών, οι συγχωνεύσει εταιρειών.
Αυτό που μένει από τους ίδιους είναι ένα ατομικοποιημένο εγώ προσκολλημένο σα στρείδι στα επίγεια, με ένα συναισθηματισμό νοσηρό, με μια διάθεση άμεσης ικανοποίησης επιθυμιών χωρίς ίχνος τις πιο πολλές φορές πνευματικής αίσθησης κι ας μιλούμε δύο χιλιάδες χρόνια τουλάχιστον για τον άνθρωπο ως πνευματική υπόσταση και για τις διάφορες περιοχές του πνεύματος. Έχουν λησμονήσει ότι αποτελούν προσωπική ύπαρξη, ότι η ζωή τους όταν μείνει εγκλωβισμένη στα εγκόσμια παραδίνεται στην πλήξη και τη νεύρωση.
Πηγή: Νεκρός για τον κόσμο
Η ΖΩΗ ΧΩΡΙΣ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ
Από ΤΑ ΝΕΑ
«Μέχρι πριν από τρία χρόνια είχα τηλεόραση στο σπίτι μου. Έκτοτε, αποφάσισα να την απομακρύνω. Φίλοι μου που ήδη την είχαν κλείσει οριστικά με έπεισαν πως στην ουσία δεν επιλέγεις εσύ τι θα δεις στη μικρή οθόνη, αλλά ό,τι οι άλλοι θέλουν να σου σερβίρουν. Είπα, λοιπόν, να δω και εγώ στην πράξη πώς θα είναι η ζωή μου από τη στιγμή που θα αποχωριστώ τελείως το κουτί…».
Δεν το πολυσκέφτηκε πριν επιχειρήσει να ενταχθεί οικειοθελώς στο μόλις 0,5% του ελληνικού πληθυσμού που δεν θέλει- ή και δεν μπορεί- να έχει τηλεόραση κατ΄ οίκον. Στη Θεσσαλονίκη, ο 30χρονος αρχιτέκτονας κ. Κυριάκος Φαλελάκης είναι πια ιδεολογικά αντίθετος με το να βλέπει κάποιος τηλεόραση. «Διαπίστωσα πως δεν ήταν και η πιο δύσκολη απόφαση να κάνω πιο… ευρύχωρο το δωμάτιό μου, να το αδειάσω από ένα περιττό έπιπλο. Μου έφτανε να συνειδητοποιήσω κάποια στιγμή πως μπροστά στο γυαλί έχανα την ευκαιρία για άλλα πράγματα, τα οποία ήθελα αλλά δεν προλάβαινα να κάνω. Με το που σταμάτησα όμως να παρακολουθώ, ένιωσα τον χρόνο μου να αυξάνεται: είχα πλέον περισσότερες ελεύθερες ώρες για επικοινωνία με άλλους ανθρώπους, αλλά και για να σκεφτώ. Άρχισα να διαβάζω περισσότερα βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά, να ακούω ραδιόφωνο, να πηγαίνω βόλτες ή και επισκέψεις. Αν θελήσω να δω ένα DVD, χρησιμοποιώ το laptop μου…», λέει στα «ΝΕΑ».
Το κερδισμένο καθημερινό δίωρο που παλαιότερα ξόδευε ως τηλεθεατής είναι το λιγότερο. Το κυριότερο όφελος είναι ψυχικό, όπως εξηγεί. «Εξασφάλισα μεγαλύτερη ηρεμία στη ζωή μου! Όταν δεν έχεις τηλεόραση, βλέπεις πιο νηφάλια τα πράγματα. Στα δελτία ειδήσεων δεν υπάρχει πια ψύχραιμη ενημέρωση. Με τη γρίπη, για παράδειγμα, έβλεπα κόσμο να πανικοβάλλεται και δεν καταλάβαινα γιατί, ενώ εγώ είχα ενημερωθεί σωστά από άλλες πηγές. Κατάλαβα πως τα κανάλια δεν σου μεταδίδουν απλώς ειδήσεις, αλλά τις κατασκευάζουν για να στις πουλήσουν ως εμπορικό είδος. Βλέπεις ένα δελτίο με 250 εικόνες, μουσικές και ένα σωρό παραστάσεις που περισσότερο σε μπερδεύουν…», υποστηρίζει. «Προφανώς και υπάρχουν αξιόλογα προγράμματα. Αλλά, όταν αποφάσισα να σταματήσω να βλέπω, η ελληνική τηλεόραση ήταν ήδη γεμάτη ξενόφερτα ριάλιτι που μάλλον αποβλακώνουν παρά προσφέρουν κάτι. Καταλαβαίνω, βέβαια, πως για μοναχικούς ανθρώπους ή ηλικιωμένους ένα σίριαλ είναι ίσως και λύση ανάγκης. Για τους υπόλοιπους, ωστόσο, που βλέπουν πολλές ώρες καθημερινά, μπορεί να γίνει και εθισμός, ψυχολογική εξάρτηση…», επισημαίνει.
«Με την τηλεόραση έχουμε τσακωθεί. Δεν έχουμε καθόλου καλή σχέση!», λέει η 53χρονη καθηγήτρια Αγγλικής Φιλολογίας κ. Μαρία Μανέτα, κάτοικος Πατρών. Από τα πρώτα κιόλας χρόνια λειτουργίας της τηλεόρασης δεν πείστηκε πως άξιζε τον κόπο να τη βάλει στο σπίτι της. «Όσες φορές έτυχε να δω, ήταν σε σπίτια συγγενικών προσώπων. Στην αρχή πειραματίστηκα. Ήθελα και εγώ να δω τι είναι αυτό το νέο προϊόν- τότε μόνο κρατική τηλεόραση υπήρχε. Στα μάτια, ωστόσο, και στα αυτιά μου το αποτέλεσμα με έκανε να μην τη βάλω ποτέ στο σαλόνι μου. Αντιλήφθηκα πως δεν χρησιμοποιείται σωστά η ελληνική γλώσσα. Κι αυτή η κακή έκφραση σε ένα πρόγραμμα που το παρακολουθούν εκατομμύρια άνθρωποι είναι πολύ σοβαρή υπόθεση…», λέει. «Και στην ιδιωτική τηλεόραση με ενοχλεί που δεν αφήνουν ο ένας τον άλλον να διατυπώσει ολοκληρωμένα την άποψή του. Ο τρόπος διαχείρισης μιας συζήτησης είναι τέτοιος, που τελικά μόνο νόημα δεν βγάζεις. Δεν μπορώ να καταλάβω, πάλι, γιατί τα πολύ καλά σίριαλ- μεταφορές μυθιστορημάτων- τα προβάλλουν πολύ αργά. Προφανώς γιατί δεν είναι εμπορικά. Με άλλα λόγια, βάζουμε όλο τον κόσμο σε ένα σακί, στον βωμό της τηλεθέασης…», τονίζει.
ΡΕΠΟΡΤΑΖ: Πέτρος Στεφανής
Pingback:Η τηλεόραση ως ζηλωτική θεότητα | Ηλιαχτιδα
Pingback:Η τηλεόραση ως ζηλωτική θεότητα | Ῥωμηῶν Ἐνημέρωση