Το Κατσαρόλι – Ο Μεγάλος Δάσκαλος
Η οικογένειά μου ήταν φτωχή. Οι γονείς μου ήταν εργάτες και οι δύο, εργαζόμενοι από την εφηβεία τους. Γνωρίστηκαν στη Γερμανία, διπλοβάρδιες στα εργοστάσια, αιματηρές οικονομίες για να αγοράσουν οικόπεδο, να χτίσουν σπίτι και να επιστρέψουν στην πατρίδα, όπου δεν είχαν τίποτα.
Εγώ και η αδερφή μου μεγαλώσαμε σχεδόν μόνες μας. Από την πρώτη Δημοτικού φτιάχναμε το πρωινό μας (όχι σαν αυτό το διαφημίσεων), κλειδώναμε το σπίτι, περπατούσαμε 15 λεπτά ως τη στάση του λεωφορείου και πηγαίναμε στο σχολείο. Επιστρέφαμε, ζεσταίναμε το φαγητό μας και στρωνόμασταν αμέσως στο διάβασμα. Οι γονείς έλειπαν από τα ξημερώματα και επέστρεφαν αργά το απόγευμα. Στις διπλοβάρδιες, την επομένη το πρωί.
Η μητέρα μου μόλις επέστρεφε, πάντα έκανε την ίδια ερώτηση: Διαβάσατε;<
Ήταν αγράμματη, οπότε δεν μπορούσε και να μας ελέγξει. Αν απαντούσαμε καταφατικά, μας άφηνε να παίξουμε τον υπόλοιπο χρόνο που έμενε μέχρι να πάμε για ύπνο. Αν καταλάβαινε ότι δεν είχαμε ακριβώς τελειώσει τα μαθήματα, έλεγε την φράση που έμεινε παροιμιώδης στην οικογένεια: «Να καθίσετε να τελειώσετε το διάβασμα, εκτός αν θέλετε να πάω να πλύνω τα κατσαρόλια».
Ο μύθος, που εμείς ως παιδιά είχαμε πιστέψει, ήταν πως μας είχαν αγοράσει από ένα κατσαρόλι. Το κατσαρόλι ήταν ένα μεταλλικό σκεύος, στο οποίο έβαζαν το φαγητό τους για να φάνε το μεσημέρι στο εργοστάσιο. Γιατί βέβαια δεν ξόδευαν δεκάρα για να αγοράσουν οτιδήποτε από τις καντίνες. Μας είχαν πει λοιπόν, πως αν κάποια στιγμή καταλάβαιναν πως «δεν παίρνουμε τα γράμματα», θα μας έπλεναν το ωραίο μας κατσαρόλι και θα πηγαίναμε την επόμενη μέρα για μεροκάματο. Μπορεί να μην ήξερα τι διαφορά θα είχε η δουλειά που θα έκανα τελειώνοντας το σχολείο από αυτή που έκαναν οι δικοί μου στο εργοστάσιο, αλλά ήξερα πως ο πατέρας μου όταν ήταν στο σπίτι, δεν ήταν σε θέση να κάνει τίποτ’άλλο εκτός από το να πέσει για ύπνο. Κι ευτυχώς δηλαδή, γιατί όταν δεν μπορούσε να κοιμηθεί, τα νεύρα του ήταν σε τέτοιο χάλι που κρατούσαμε την αναπνοή μας για να μην ακούει ήχους (άλλη φορά θα σας πω τι συνέβαινε, αν γινόταν το λάθος και τους άκουγε). Ήξερα ακόμα πως τα παπούτσια του ήταν γεμάτα μεταλλικά ρινίσματα (γρέζια τα έλεγε) και μαζί με τη μητέρα μου τα βγάζαμε ένα-ένα για να σώσουμε τα παπούτσια. Ήξερα ότι τα χέρια της μάνας μου είχαν ρόζους και έτριβε κάθε βράδυ τα μπράτσα και τα δάχτυλά της βογκώντας. Και κάθε φορά που άκουγα την απειλή για το κατσαρόλι, μολονότι ως σπασικλάκι που ήμουν, είχα τελειώσει τα μαθήματά μου, τους έριχνα άλλη μια ματιά για καλό και για κακό.
Ακόμα κι όταν εκείνο το πρώτο όνειρο της επιστροφής στην πατρίδα πραγματοποιήθηκε, τα πράγματα δεν άλλαξαν και πολύ. Πάλι φορούσα τα ρούχα της αδερφής μου, πάλι τρώγαμε παγωτό μία φορά την εβδομάδα (από το φτηνό), πάλι οι γονείς μου δούλευαν όλη μέρα και δεν ξεκουράζονταν ποτέ. Κι εμείς το ίδιο.
Από 12 χρονών είχαμε μάθει να μαγειρεύουμε, να καλλιεργούμε το περιβολάκι, να φροντίζουμε τα ζώα, να διορθώνουμε τις ελαφριές ηλεκτρικές και υδραυλικές βλάβες, να βάφουμε, μέχρι και να χτίζουμε, όταν ο πατέρας μας αποφάσισε να «σηκώσει» άλλον έναν όροφο. Μόνοι μας. Εργάτης, τεχνίτης δεν πάτησε κανείς. Είχαμε ένα μικρό, συνοικιακό χρωματοπωλείο. Μάθαμε να ζυγίζουμε, να τιμολογούμε, να συναλλασσόμαστε με τους πελάτες, να παραλαμβάνουμε από τους προμηθευτές.
Η μοναδική μας πολυτέλεια, και στη Γερμανία και εδώ, ήταν το ποδήλατο. Μόνο που δεν είχαμε πολύ χρόνο να το χαρούμε, γιατί ακόμα κάθε απόγευμα η μητέρα κράδαινε το κατσαρόλι! Κι εμείς έπρεπε να είμαστε εντάξει με το σχολείο. Και λέξεις όπως φροντιστήριο ήταν απαγορευμένες. «Αν είναι να θες σαράντα πέντε μάστορες κι εξήντα μαθητάδες, άστο! Πάρε το κατσαρόλι σου, να έχεις και το κεφάλι σου ήσυχο», έλεγε η μάνα μου.
Το κατσαρόλι, λοιπόν, όσο και αν σας τρομάζει εσάς που το ακούτε πρώτη φορά, με έμαθε πολλά πράγματα. Περισσότερα από όσα, ίσως, φαντάστηκαν οι γονείς μου. Και άκουγα τον μεταλλικό του ήχο και αφού εκείνοι έφυγαν πρόωρα από τη ζωή.
Με έμαθε να εκτιμώ τους ανθρώπους που εργάζονται καταπονώντας το σώμα τους και να τους σέβομαι απεριόριστα.
Με εξοικείωσε με την ιδέα της χειρονακτικής εργασίας και όταν χρειάστηκε να εργαστώ για να τελειώσω το σχολείο και να σπουδάσω, δεν δίστασα και δεν ένιωσα άσχημα να κάνω την μαγείρισσα, την καθαρίστρια, την εργάτρια σε θερμοκήπιο και σε βιοτεχνία.
Κρατούσε το μυαλό μου προσηλωμένο στον στόχο. Σε αυτό που ήθελα να κάνω και με βοήθησε να το πετύχω έστω και μερικά χρόνια αργότερα από το κανονικό.
Με έμαθε να εκτιμώ αυτά που κερδίζει κανείς με τον ιδρώτα του, είτε εργάζεται σωματικά είτε πνευματικά. Να μην τα σπαταλώ, αν και από τη φύση μου γεννήθηκα σπάταλη. Το ισορρόπησα.
Με εμπότισε με βαθύτατη απέχθεια για τους ανέντιμους ανθρώπους, που δεν ντρέπονται να κερδίζουν χρήματα χωρίς να εργάζονται. Και για εκείνους που εκμεταλλεύονται την αγνότητα ανθρώπων όπως η μάνα μου, για να εκμεταλλευτούν τον κόπο τους παριστάνοντας τους προστάτες τους.
Γέννησε μέσα μου τον έρωτα για την Παιδεία! Όχι την άγρα πτυχίων. Την αληθινή. Την αγάπη για την εργασία και την προσφορά. Την επιδίωξη της αξιοπρέπειας και της αυτάρκειας. Αυτά ονειρεύτηκα να μεταδώσω σε όσους θα μου έκαναν την τιμή να γίνουν μαθητές μου.
Μου έδωσε το θάρρος να αντιμετωπίσω διεστραμμένες αντιλήψεις γονέων, που με προσλάμβαναν νομίζοντας πως η δουλειά μου είναι να φροντίζω να πηγαίνουν τα παιδιά τους στο σχολείο με λυμένες τις ασκήσεις.
Το κατσαρόλι ήταν το σύμβολο της πραγματικής ζωής. Θα νόμιζε κανείς πως ένα παιδί, ακούγοντας με τη φαντασία του τον μεταλλικό του ήχο, θα αποκτούσε φοβίες για τη φτώχεια, την χειρωνακτική εργασία, την ταπεινή καταγωγή. Θα έκανε όμως λάθος!
Για εμένα και την αδερφή μου, το κατσαρόλι είπε αυτά που οι αγράμματοι γονείς μας δεν είχαν την ικανότητα να εκφράσουν: Ο μόνος αξιοπρεπής τρόπος ζωής είναι να εργάζεσαι, να παράγεις, να προσφέρεις. Με κάποιον τρόπο πρέπει μόνος σου να γεμίζεις το κατσαρόλι σου, να κερδίσεις τη ζωή σου. Καθήκον σου είναι να το γεμίσεις. Δική σου απόφαση αν θα καταπονήσεις το πνεύμα ή το σώμα. Κάθε επιλογή αποδεκτή, αρκεί να είναι αυτό που σου ταιριάζει.
Διαλέγεις και παίρνεις!
Πηγή: Σκεπτέον Εστί
Η ιστορία που περιγράφεις, έτσι όπως την περιγράφεις, αφορά μόνο εσένα και την οικογένειά σου. Απέχθεια προκαλούν και οι Γερμανοί βιομήχανοι οι οποίοι καταλήστευσαν τη χώρα μας. Όπως γνωρίζεις έχουν αφήσει και 1,5 εκ. ανθρώπους άνεργους στην Ελλάδα. Νιώθεις απέχθεια και γι’ αυτούς; Εγώ νιώθω απέχθεια γι’ όσους συγκεντρώνουν πλούτο, είτε έχουν εργαστεί είτε όχι, διότι τον έχουν αφαιρέσει από το κοινωνικό σύνολο. Νιώθω επίσης απέχθεια και για όσους παριστάνουν ότι εργάζονται ασκώντας παρασιτικές, κατά τη γνώμη μου, δραστηριότητες όπως είναι τα φροντιστηριακά μαθήματα ενώ ταυτόχρονα ηθικολογούν.
Όποιος έχει οικογένεια καταλαβαίνει ότι η ιστορία αφορά κάθε οικογένεια που δεν τα έχει όλα έτοιμα και δεν μπορεί να προσφέρει κάτι καλύτερο. Που ωθεί τα παιδιά στη μόρφωση γιατί αυτή είναι το μέλλον της για βελτίωση ποιότητας ζωής. Πολύ περισσότερο οι οικογένειες που υπήρξαν μετανάστες τα παλιότερα χρόνια. Δεν είναι προσωπική και οικογενειακή ιστορία μόνο.
Αντιπαθώ επίσης αυτούς που μετανεστεύουν σε χώρες υψηλότερου οικονομικού επιπέδου και με τα χρήματα που κερδίζουν αγοράζουν και κτίζουν στη χώρα προέλευσης πάμφθηνα λόγω διαφοράς μισθών και ισοτιμιών.
Απεχθάνομαι μεγάλο μέρος των εμπόρων διότι επιτελούν σε σημαντικό βαθμό παρασιτικό έργο.
Απεχθάνομαι αυτούς που τα βάζουν με τους αδύναμους, ακόμα και αν ζουν χωρίς να εργάζονται και είναι κότες απέναντι στους δυνατούς.
Κυρίως όμως απεχθάνομαι όσους υπονοούν ότι πρέπει να εργαστούμε για να ξεπληρώσουμε το χρέος. Εάν είναι δυνατό ούτε ένα λεπτό εργασίας για να ξεπληρωθεί το χρέος στην Ευρωπαική ληστοσυμμορία.
Αλήθεια ποιος έγραψε αυτό το συγκλονιστικό κείμενο;
Πηγή: Σκεπτέον Εστί – http://skepteon.blogspot.gr/2013/05/blog-post.html