Η Παναγία Οδηγός στην Παράτολμη Περιπέτεια της Άπιαστης Αγάπης
π. Δημητρίου Μπόκου
Στ’ ἀνέμελα χρόνια, ποὺ παιδὶ κι ἐγὼ γυρόφερνα στὶς στράτες τοῦ χωριοῦ μου, στὶς μεταξὺ Ἀγράφων καὶ Τζουμέρκων καταπράσινες βουνοπλαγιές, στὴν Παραχελωίτιδα χώρα τῶν ἀρχαίων, ἄκουγα πολλὲς φορὲς τὴ γιαγιά μου τὴ Βαρβάρα – πονεμένη κι ἅγια ψυχή, Θεὸς σχωρέσ’ την – νὰ ἀναφέρει μιὰν ἰδιότυπη προφητεία:
– Ἄχ, παιδάκι μου! Ἔλεγαν οἱ παλιοί, πὼς ὅποιος ζήσει τὸ ’61, θὰ φάει μὲ ἀσημένιο κουτάλι.
Καὶ νά, ποὺ ἔφτασε καὶ πέρασε τὸ 1961 καὶ ὄντως φάγαμε «μὲ ἀσημένιο κουτάλι». Ἡ «προφητεία» – καημὸς τῶν στερημένων – ἐπαληθεύτηκε. Ἡ τρομερή μας ἐποχὴ τὰ γεύτηκε ὅλα σὲ ἀπίστευτη ἀφθονία. Ἀκόμα καὶ σήμερα, τὸ 2015, ποὺ μιλᾶμε γιὰ οἰκονομικὴ κρίση. Μιλᾶνε γιὰ κρίση ὅσοι δὲν ἔζησαν πρὶν ἀπὸ τὸ ’61. Ὅσοι δὲ γνώρισαν τὸ τί σημαίνει φτώχεια. Γιατὶ ἀκόμα καὶ σήμερα, μὲ κρίση, ὁ κόσμος ἔχει πράγματα, ποὺ οἱ παλιότερες γενιὲς οὔτε στὸν ὕπνο τους δὲν θὰ τολμοῦσαν νὰ ὀνειρευτοῦν. O mores, o tempora! Ἄλλα ἤθη, ἄλλες ἐποχές!
Μὰ ἂν χορτάσαμε ἀπὸ φαῒ καὶ ὑλικὲς ἀνέσεις, φτωχύναμε σὲ κάτι ἄλλο. Χόρτασε ἡ κοιλιά μας, μὰ ἡ καρδιά μας ἄδειασε. Στράγγιξε ἀπὸ ἀγάπη. Ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τὴν ἱκανότητα νὰ ἀγαπᾶ. Ἀκόμα καὶ μεταξὺ μελῶν τῆς ἴδιας οἰκογένειας ἀγάπη χωρίς ὑπολογισμὸ λογίζεται πράγμα ἀσύμφορο, ἀνόητο. Ἡ σκοπιμότητα διέπει τὰ πάντα. Καὶ ὅσο πιὸ πολλὰ ἀποκτάει κανείς, τόσο περισσότερο ὁ ἄλλος θεωρεῖται ἀπειλὴ γιὰ τὰ κεκτημένα του. Ἐγείρει τείχη προστασίας γύρω του. Ἡ σχέση του πρὸς ἑαυτόν, προικοδοτώντας τον μὲ μιὰ διαρκῶς αὐξανόμενη μόνωση, τὸν θέτει ὑπὸ καθεστὼς πολιορκίας μέσα στὴν πολυτελῆ, πλὴν παγερή, αὐτάρκεια τοῦ ἀτομοκεντρικοῦ του κόσμου.
Μὰ αφότου χόρτασε ὁ ἄνθρωπος, λησμόνησε καὶ τὸν Θεὸ ποὺ τὸν ἔφτιαξε. «Καὶ ἔφαγεν Ἰακὼβ(=ὁ ἀγαπημένος λαὸς τοῦ Θεοῦ) καὶ ἐνεπλήσθη». Χόρτασε, πάχυνε, ἔγινε θρεφτάρι καὶ λάκτισε, ἐγκατέλειψε τὸν Θεὸ ποὺ τὸν ἔπλασε. Ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸν σωτήρα του (Δευτ. 32, 15). Ἡ προσκύνηση τοῦ χρυσοῦ μόσχου, ἡ ἀποστασία ἀπὸ τὸν Θεό, ἦρθε μὲ τὸν χορὸ καὶ τὸ γλέντι ποὺ συνόδευσαν τὸ φαγοπότι. «Ἐκάθισεν ὁ λαὸς φαγεῖν καὶ πιεῖν καὶ ἀνέστησαν παίζειν» (Ἐξ. 32, 6).
Ἡ εἰδωλοποίηση τῆς ὕλης, τῆς ἡδονῆς, ὑπηρέτησε τὴ θεοποίηση τοῦ ἐγώ. Ἱεραρχήθηκαν τὰ πάντα ἀντίστροφα. Μετατέθηκε τὸ κέντρο τῆς ἀγάπης ἀπὸ τὸν ἄλλον πρὸς ἑαυτόν. Παντοῦ καὶ πάντα πρῶτα ἐγώ, ὕστερα οἱ ὑπόλοιποι (Θεὸς καὶ ἄνθρωποι). Ἡ διαγραφὴ τοῦ Θεοῦ σβήνει συνακόλουθα καὶ τὴν εἰκόνα του, τὸν κάθε ἄνθρωπο. Μίλησε γι’ ἀγάπη κανείς;
Κάποιοι ὅμως τολμοῦν τὸ ἀντίθετο. Αὐτὸ ποὺ φαντάζει ἀκατόρθωτο, ἀπαγορευτικὸ γιὰ τὰ ἀνθρώπινα μέτρα: Τὴν παράλογη, τὴν ἔξω ἀπὸ ὅρους, ὑπολογισμό, ἀπαίτηση καὶ συμφέροντα ἀγάπη. Αὐτὴν ποὺ ἀνεξήγητα ὁ Θεὸς δείχνει στὸν ἄνθρωπο, ποὺ δὲν πληροῖ καμμιὰ προϋπόθεση γιὰ νὰ τὴν ἀξίζει.
Ναί, κάποιοι ἀποτολμοῦν νὰ ριχτοῦν στὴν παράτολμη περιπέτεια μιᾶς ἄπιαστης ἀγάπης, ποὺ ποδοπατάει τὴν εἰδεχθῆ ἰδιοτέλεια, τὸν αἰσχρὸ ἐγωτισμό, τὸν ψυχρὸ ὑπολογισμό, τὴ φίλαυτη ἀπαίτηση. Ποὺ τολμᾶ νὰ ἀγαπάει χωρὶς ἐλπίδα ἀνταπόδοσης. Ἡ ἀντικίνηση τοῦ ἀνθρώπου στὴν παράδοξη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Μὰ εἶναι ἐφικτὸ αὐτὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο; Ναί! Ἀπόδειξη οἱ ἅγιοι. Καὶ πάνω ἀπ’ ὅλους τους ἡ Παναγία. Ὁ μοναδικὰ ἀνεπανάληπτος ἄνθρωπος, ποὺ ἔκλεισε στὰ μητρικά της σπλάχνα Θεὸ καὶ ἄνθρωπο. Μιὰ ἀπέραντη ἀγκαλιὰ ποὺ χώρεσε τὸν κόσμο ὁλόκληρο. Ποὺ ἀγαπάει σὰν μάνα τὸν Θεό, σὰν μάνα καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Γιατὶ μιμούμενη τὸν Πλάστη της, ἄδειασε τὸν ἑαυτό της ἀπὸ κάθε τὶ δικό της (Φιλ. 2, 7). Προσφέρθηκε ὁλόκληρη γιὰ τὸ καλὸ τῶν ἄλλων. Ξέχασε κάθε της ἀπαίτηση, ἔσβησε κάθε της ἐπιθυμία. Πέθανε γιὰ τὸν ἑαυτό της. Ἔζησε μόνο γιὰ τοὺς ἄλλους. Ἔγινε γι’ αὐτὸ ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἡ χαρά, κι ἀκόμα, ἡ χαρὰ τῶν ἀγγέλων. «Ἀγγέλων τὸ σύστημα καὶ ἀνθρώπων τὸ γένος» χαίρει, ἀγάλλεται γιὰ τὴν Κεχαριτωμένη.
Ἡ «κένωση» τοῦ ἑαυτοῦ της, ἡ ἄκρα της αὐτὴ ταπείνωση, ἔκανε τὴν ἀγάπη της παντοδύναμη. Μπορεῖ νὰ ἀγαπάει τὸ ἴδιο κι αὐτοὺς ποὺ τὴ γνωρίζουν κι αὐτοὺς ποὺ τὴν ἀρνοῦνται ἢ τὴν ἀγνοοῦν. Δὲν ἀπορρίπτει κανένα τέκνο της. Σὰν μάνα, δὲν ἡσυχάζει. Τρέχει, ἀκόμα καὶ χωρὶς νὰ τὴν καλοῦν.
«Γεννήθηκα καὶ μεγάλωσα, γράφει μιὰ νεαρή, σὲ μιὰ οἰκογένεια βαθύτατα ἄθεη. Ἀπὸ τὴν παιδική μου ἡλικία ἤμουν πεπεισμένη, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ὑπῆρχε, δὲν εἶχε ποτὲ ὑπάρξει, δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ὑπάρχει.
Τὸ 1962, μετὰ ἀπὸ γρίπη, ἔπαθα φλεγμονὴ τῆς ἀραχνοειδοῦς μεμβράνης τοῦ ἐγκεφάλου. Τὴν ἄνοιξη τοῦ 1963 εἶχα σχεδὸν θεραπευτεῖ, ἐκτὸς ἀπὸ μερικὰ κατάλοιπα, ὅπως ἔντονο νυσταγμό, διαταραχὲς τῆς ὁμιλίας καὶ τῆς ἰσορροπίας καὶ ἔντονες κρίσεις πονοκεφάλου, ποὺ ἔφταναν ὣς τὴ λιποθυμία. Ἤμουν τότε 20 χρονῶν. Στὶς 12 Ἀπριλίου 1963 μιὰ δυνατὴ διάσειση ἐγκεφάλου μὲ ξανάριξε στὸ κρεβάτι.
Μιὰ νύχτα ξαφνικὰ (στὰ τέλη Ἀπριλίου 1963) ξύπνησα ἀπὸ ἕνα γλυκὸ φῶς. Ὅταν ἄνοιξα τὰ μάτια, ἦταν ὅλα σκοτεινὰ στὸ δωμάτιο. Στὴν ἀριστερὴ γωνιά, λίγο ψηλότερα ἀπ’ τὸ ὕψος ἑνὸς ἀνθρώπου, παρουσιάστηκε ξαφνικὰ ἕνα ἁπαλὸ φωτεινὸ σημεῖο, ποὺ ἔριχνε φωτεινὲς ἀνταύγειες καὶ ἁπλωνόταν μαλακὰ σὲ κύματα, γεμίζοντας ὅλο τὸ δωμάτιο. Ἦταν ἕνα φῶς ζωηρό, ἀλλ’ ὄχι ἐκτυφλωτικό, πολὺ γλυκὸ καὶ ζεστό.
Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ φῶς παρουσιάστηκε ἀπότομα μιὰ γυναίκα μ’ ἕνα γαλάζιο πέπλο στὸ κεφάλι της. Στεκόταν μισογυρισμένη πρὸς τὸ μέρος μου, μὲ κοίταζε μ’ ἕνα βαθύ, σκεπτικὸ βλέμμα καὶ μοῦ χαμογελοῦσε μὲ γλυκύτητα καὶ τρυφερότητα. Δὲν εἶχα δεῖ ποτὲ εἰκόνες τῆς Παναγίας, οὔτε ἐνδιαφερόμουν γιὰ καμμιὰ θρησκεία. Καὶ ὅμως ἤξερα πὼς ἦταν ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὅλη σκηνὴ συνοδευόταν ἀπὸ ἕναν παράδοξα μελωδικὸ καὶ τρυφερὸ ἦχο, ποὺ δὲν ἔμοιαζε μὲ κανένα τραγούδι καὶ μουσικὴ ποὺ γνώριζα.
Μετὰ ἀπὸ λίγο Ἐκείνη ἐξαφανίστηκε, ὁ ἦχος ἔσβησε ἁπαλὰ καὶ τὸ φῶς ἄρχισε νὰ χαμηλώνει, ὥσπου ἔγινε πάλι ἕνα φωτεινὸ σημεῖο καὶ τελικὰ χάθηκε. Τὸ πρωὶ δὲν εἶπα τίποτα στοὺς δικούς μου. Τὰ εἶπα ὅλα στὴν καθηγήτριά μου τοῦ τραγουδιοῦ, ποὺ ἦταν πιστή. Μὲ συμβούλεψε νὰ πάω στὴν ἐκκλησία καὶ νὰ ἀνάψω ἕνα κερὶ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας.
Ἡ ἀρρώστια μου γιατρεύτηκε ἐντελῶς, χωρὶς ν’ ἀφήσει κανένα ἴχνος. Οἱ πονοκέφαλοι καὶ ὁ νυσταγμὸς ἐξαφανίστηκαν τελείως. Βρῆκα πάλι τὸ αἴσθημα τῆς ἰσορροπίας. Κανένας γιατρὸς δὲν μοῦ βρίσκει σήμερα οὔτε τὸ ἐλάχιστο σύμπτωμα νευρολογικῆς διαταραχῆς. Εἶναι ἕνα φαινόμενο ποὺ δὲν ἔχει παρατηρηθεῖ ξανὰ στὴν ἰατρικὴ πράξη» (Δημ. Ντοῦτκο, Ἡ ἐλπίδα μας, σσ. 106-107).
Πιστοὶ καὶ ἄθεοι λοιπὸν ἀδιακρίτως, εὐλαβεῖς καὶ βέβηλοι, ἔχουν ὅλοι θέση στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Παναγίας. Ἡ μητρική της ἀγάπη εἶναι ἡ πραγματική μας ἀνάγκη, κι ὄχι τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς, τὸ «ἀσημένιο κουτάλι». Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ οὐσία τῆς ζωῆς, ὁ θησαυρὸς ποὺ πρέπει ἄοκνα ν’ ἀναζητοῦμε.
Μὲ τὴ σεπτή της Κοίμηση ἔσπασε τὸ φράγμα τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου. Μπορεῖ νὰ βρεθεῖ ἀκαριαῖα σὲ κάθε γωνιά, «ἐν τῷ οὐρανῷ, …ἐν τῷ ᾅδῃ, …εἰς τὰ βάθη τὰ τῆς θαλάσσης», ὁπουδήποτε κάποιο παιδί της τὴ χρειάζεται. Ἀκόμα καὶ χωρὶς νὰ τὴ φωνάξει. Ἡ μάνα πάντα ἀγρυπνᾶ.
Μὰ ἂν μάθουμε νὰ τὴ φωνάζουμε κιόλας; Δὲν θά ’ναι ἀσυγκρίτως καλύτερα;
Ἑορτὴ Κοιμήσεως Θεοτόκου, Αὔγουστος 2015 (αρχικός τίτλος: ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Η ΠΑΝΑΓΙΑ)