Ὁ Ἀπολυμένος καί ἡ βοήθεια τῆς Παναγίας τῆς Τήνου

hollow-men

τῆς Εὐανθίας Σαλογραίας

[] Επειδή, λοιπόν, στενοχωρήθηκες   για τον ξάδερφο που απολύθηκε, θα σου αφηγηθώ ένα  μικρό  αληθινότατον σκηνικό  που άκουσα  τις προάλλες, επειδή νομίζω, ότι εσύ ειδικά, το μήνυμα θα το νιώσεις, και θα δυναμώσεις την ελπίδα της  προσευχής σου.

[] Τα γεγονότα  τα έμαθα απ’ τον εντιμότατο   φίλο  Αντώνη Κ. -πρωτοετή φοιτητή Φυσικό, τώρα στα Γιάννενα

[] Αφορούσαν, έναν  κολλητό του Αντώνη, τον εικοσιεπτάχρονο  Αλέξανδρο.

Ο Αλέξανδρος,  λεβέντης,  φιλότιμος και εργατικός.

Παρόλα αυτά μια ωραία πρωία, όπως γίνεται όλο και πιο συχνά τελευταία,  ο εργοδότης, τού έδωσε τα παπούτσια στο χέριιι!

Ο Αλέξανδρος με τα παπούτσια στο χέρι, παρότι από κάτι κάλους ανακουφίστηκε σφόδρα
(ουδέν κακόν αμιγές καλού, πάντα θα ισχύει)

μίσησε  τόσο  την κοινωνία την άδικη, που του προέκυψε αυτοκαταστροφική διάθεση
(είναι τόσο εύκολο)  κάπου σκουντούφλησε και, από τη μεγάλη  σκασίλα,  πέφτοντας,  έσπασε το ένα του πόδιιι!

-Φτού να πάρει!
Δεν του έφτανε το ένα κακό-της απόλυσης- τον βρήκε και δεύτερο-αυτό του κατάγματος.
Άντε αγχωμένες τρεχάλες στα κατεπείγοντα.
Νοσοκομεία, γιατροί, νοσοκόμες, ακινησία, πόνος!
Τον γυψώσανε.
Πήρε  και πατερίτσες.

Δεν του έφτανε του Αλέξανδρου  η απόλυση, δεν του έφτανε   το κάταγμα- τα χάλασε και με την κοπελιά  με την οποία πλέκαν μαζί, για κάμποσο διάστημα,  το πράσινο  πουλόβερ μιας σχέσης.

Ένιωθε άξιος μόνο για μούτζες και τύφλες.

Η ζωή, ξαφνικά,  φαινόταν μια σκύλα κατάμαυρη που τον γάβγιζε κακιασμένα, ασταμάτητα.
Το μέλλον   τοίχος σκληρός, αδιαπέραστος,  δίχως  ευλογίας αχτίδα.

Ο Αλέξανδρος,  έχασε  δουλειά,  κορίτσι πλέον  δεν είχε,  το πόδι του ρηγματώθηκε, πλην  όμως, διέθετε φίλο πιστότατο.

[] Τον εμψύχωνε, λοιπόν και εν Κυρίω,  ο καλός ο Αντώνης.

Τον παρότρυνε:
-Ρε συ Αλέξανδρε, δεν έχεις που δεν έχεις δουλειά- μην κάθεσαι κι αναστενάζεις  ζωγραφίζοντας ραγισμένες καρδούλες πάνω στο γύψο, σαν χαζογκομενίτσα.

-Moove! Κουνήσου!
Ξεκίνα, να ζητήσεις βοήθεια, είναι τόσο σημαντικό να ζητάμε βοήθεια, το συμβούλεψε και ο Χριστούλης, λέγοντας:
«Αιτειτε και δοθήσεται, κρούετε και ανοιγήσεται, ο ζητών ευρίσκει ο αιτών λαμβάνει και τω κρούοντι ανοιγήσεται» 
ξεκίνα- να  μια ιδέα τώρα- ξεκίνα   να πας στην Παναγία της Τήνου, να της ανάψεις ένα κεράκι, να την παρακαλέσεις για μια  λύση στο πρόβλημα.

Η Παναγία ακούει!
Τόσο εκατομμύρια πιστούς ανά τούς αιώνες έχει βοηθήσει…

Μάνα είναι η Παναγιά- αδέρφια  οι άγιοι.
Αυτούς έχουμε οικογένεια.
Μας προτρέπουν, επιθυμούν διακαώς,  να τους  ζητάμε βοήθεια.

Ζητώντας βοήθεια, λαβαίνοντας χάρη,   
θερμαίνεται μεταξύ μας ο σύνδεσμος της αγάπης. 


Όταν «αγκαλιάζουμε» με την προσευχητική  σκέψη  τους άγιους, «κολλάμε» και μεις κάποια αγιωσύνη, σωζόμαστε στον αιώνα.

Καταλαβαίνει   η Παναγία κι  από άνεργα  παιδιά, ρε φίλε,  καταλαβαίνει!

(Δεν έκανε και καμιά γιάπικη καριέρα εξάλλου ο λατρεμένος  Της γιος.
Απλός ξυλουργός ήταν που  τα παράτησε κιόλας – και για ένσημα του ΙΚΑ ούτε που νοιάστηκε τι θα απογίνει).

-Ζήτα, λοιπόν,  δική Της επέμβαση!

(Συνελόντ’ειπείν, «του έφαγε τα τζιέρια» στο «μπούρου μπούρου»  ο φίλος, τον παρακίνησε , με κάθε λογικό και τρελό επιχείρημα- το «λάδι» του έβγαλε!).

-Να πάω στην Τήνο; παραδόθηκε  ξεπνοημένα ο
Αλέξανδρος .
Με σπασμένο το πόδι; με  γύψο; και  πατερίτσα και μόνος μου;
Μα πόσο ήρωας θέλεις να γίνω;
Ξέρεις τι απόσταση  είναι από την Πάτρα, η Τήνος, ρέ Άντονυ;
Και από μακριά η  Μεγάλη Δέσποινα,  δεν μας  ακούει;

Είναι ανάγκη να πάω να βασανιστώ- ο καραβοτσακισμένος- μέσα και σ’άλλα καράβια;

-Μάλιστα. Είναι ανάγκη!
Η Παναγία θα σε βοηθήσει, αν προσφέρεις  και συ μια θυσία, επέμεινε σπαστικά ο Αντώνης, που δεν έκανε πίσω με τίποτα, γιατί είχε μάθει να παλεύει δουλεύοντας   στις οικοδομές – με  τα ζόρια  στα  σίδερα- από τα δώδεκα χρόνια του.

Επέμενε τόσο, που ο Αλέξανδρος το πήρε απόφαση
(γι αυτό σου λέω: καμιά φορά, ευλογημένα  και τα «τσιμπούρια»…)

Ξεκίνησε   για Πειραιά, έβγαλε εισιτήριο με το καράβι  για Τήνο.
Ταξίδευε «σέρνοντας την πληγωμένη  περηφάνεια του σαν  ματωμένο άλογο», που γράφει και ο Νικηφόρος Βρεττάκος,  σέρνοντας  το γυψωμένο το πόδι, με πατερίτσες, μονάχος.
Ήταν καλοκαιράκι.
Βρήκε κάπου μια θέση.
Άπλωσε το χτυπημένο του πόδι, κάπως να χαλαρώσει.
Το καράβι ανοίχτηκε στο Αιγαίο.

Γαλάζιος ουρανός, γαλάζια θάλασσα  και μια ελπίδα αδιόρατη -μικρή σαν  αποπροσανατολισμένη και χαμένη  μαρίδα- ίσα που φαίνονταν κάτω απ’  το  βουβό, σχεδόν απεγνωσμένο  κύμα  της συνείδησης, το πελαγίσιο.

Ο Αλέξανδρος σκεφτόταν και πάλευε  να γιατρέψει, την τυφλή,   κωφάλαλη   απιστία  του.

Κάπου ανάμεσα στις μπερδεμένες του σκέψεις, φώναζε  νοερά  και κάποιο:
«Παναγία μου βόηθα με».

Τον άκουγε η Κυρά η Μεγάλη; Δεν τον άκουγε; πολύ θα επιθυμούσε να ξέρει…

Την ώρα αυτή της βαρύθυμης ενατένισης των πραγμάτων,  βλέπει κάποια στιγμή, έναν άνθρωπο με κοστούμι, που ερχότανε προς το μέρος του.
Κρατούσε  σκουρόχρωμο χαρτοφύλακα στο ένα του χέρι.
Στο άλλο χέρι βάσταγε  έναν καφέ, σε πλαστικό ποτηράκι.

Καθώς πλησίασε τον Αλέξανδρο- δεν ξέρω πώς και τι  ακριβώς –  ο άνθρωπος παραπάτησε, σκόνταψε και ο καφές του, περίλουσε τού Αλέξανδρου  το ταξιδιωτικό  παντελόνι.

-Ω ! χίλια συγνώμη, αναφώνησε κοκκινίζοντας  ο κουστουμάτος.
Σας λέρωσα!

-Δεν πειράζει δεν πειράζει, απάντησε εξουθενωμένα  ο νέος.

(Τι χειρότερο θα μπορούσε να πάθει; ούτε να θυμώσει δεν είχε κουράγιο, εξάλλου και με την αγριάδα τι θα βγαινε; θα γινόταν ο άλλος προσεκτικότερος; δεν υπήρχε περίπτωση. )

Εντάξει. Χαμογέλασε βεβιασμένα.
Ο άνθρωπος με τον καφέ, αμήχανος για την αδεξιότητα, και αφού ξαναζήτησε «χίλια συγνώμη»,   κάπου μέσα στο πλήθος του καταστρώματος χάθηκε.

Μετά από  ώρες ταξίδι , το καράβι έδεσε στου ευλογημένου νησιού, το λιμάνι.

Ο Αλέξανδρος με τις πατερίτσες, αγκομαχώντας, σέρνοντας το μπανταρισμένο το  πόδι του, έφτασε με κόπο και αγώνα μέχρι την θαυματουργή  εικόνα της Παναγίας της Τήνου, άναψε με συγκίνηση ένα κερί, ασπάστηκε την Άγια μορφή της,  Της κατάθεσε  για λίγο, και επισήμως,  τον πόνο του.

Αν γινόταν ας τον βοηθούσε.Τόσους και τόσους στο διάβα των αιώνων είχε βοηθήσει.
Γιατί όχι και κείνον, Κυρία μου;

Αφού άναψε το κερί, ξανακατέβηκε,  πήρε το καράβι για Πειραιά…
Πάνω στο πλοίο  της επιστροφής-τι σύμπτωση- βρισκόταν  και  ο ίδιος άνθρωπος που τον λέρωσε με τον καφέ του,  την προηγούμενη μέρα.

Ε! καθώς διασταυρώθηκαν οι ματιές , χαμογέλασαν, χαιρετήθηκαν, και μια και η ζημιά με τον  καφέ είχε γίνει  αφορμή γνωριμίας, κάθισαν  δίπλα  και σιγά σιγά άρχισαν τη  συζήτηση.

Κουβέντα στην κουβέντα, ο Αλέξανδρος τον πόνο του, τον ξεδίπλωσε
.
-Δουλεύεις νεαρέ; ρώτησε  το κοστούμι.
-Όχι. Απολύθηκα. Ψάχνω.
-Τι ξέρεις να κάνεις;
-Αυτό και κείνο και το άλλο και το παράλλο.
-Α ωραία! αναφώνησε  το κοστούμι.
-Λοιπόν,νεαρέ,  εγώ δούλευα στην τάδε επιχείρηση.
Τώρα όμως φεύγω και πηγαίνω σε ένα άλλο πόστο καλύτερο.
Σε συμπάθησα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά σε συμπάθησα.

-Θες να σε συστήσω να έρθεις στη θέση μου;

-Αν θέλωωω!  χαρά μεγάλη  άστραψε στην καρδιά  του Αλέξανδρου.

Την ευκαιρία της δουλειάς, στον αέρα την άρπαξε.
Δε στάθηκε να την κοιτάξει όπως μερικοί κοιτάγαν το γαιδούρι στα δόντια.

Ξεκίνησε και ας είχε πονεμένο ακόμη το πόδι.
Το πόδι γιατρεύτηκε.

Και για να μη στα πολυλογώ, περιστεράκι μου, ο Αλέξανδρος  βρήκε όχι μόνο  δουλειά, αλλά   στο παραδίπλα γραφείο, βρήκε και μια άξια γυναίκα.

Μεταξύ μας: ξέρεις πώς γίνονται αυτά:
Ο έρωτας -λέει- ξεκινάει ή από θαυμασμό ή από οίκτο.

Ε! τον είδε η άλλη με την πατερίτσα, τής ξύπνησε μέσα της η αδερφή του ελέους….
( ήταν και πιστή στο Θεό,  κοπέλα φιλάνθρωπη εξάλλου)….

-Εντάξει!!!  Εντάξει!!!!μη βαράςςςς!!!   τής αφυπνίστηκε θέλω να πω το συναίσθημα  ενός ενδιαφέροντος και  μιας φροντίδας που έφτασε μέχρι σε γάμου απόφαση!(πήγα να το χαλάσω, χαχα, αλλά εγκαίρως το μπάλωσα.
Άντε και στα δικά σου, ξεφτέρι  μου!)

Και πολύ σύντομα  παντρεύτηκαν («Το γοργόν και χάριν έχει»)

Και έγινε ο Αντώνης κουμπάρος.

Και τώρα τα νιογάμπρια αναμένουν και τέκνο.

Και έζησαν αυτοί καλά -και ελπίζω και μεις, χάριτι θεία, να ζήσουμε καλύτεραααα!
(Μη γελάς! Θα ζήσουμε!)

[] Κράτα γερά,  ό,τι και να γίνει την ελπίδα, την πίστη και την αγάπη και την προσευχή σου ολοζώντανη.

Η Παναγία ακούει!
Η Παναγία ευλογεί!
Η Παναγία προστατεύει!


Η Παναγία,  μάς δίνει όλες τις Χάρες, όλα τα αληθινά αγαθά-  πάντα  να το θυμάσαι.

Και οι κουτσοί–  μέσα ακόμα  στου κυκλώνα το «μάτι»- βρίσκουν δουλειά
-και όχι μόνον-

άμα το θέλει η Παναγιά!

Πηγή: Σαλογραία

 

2 σκέψεις σχετικά με το “Ὁ Ἀπολυμένος καί ἡ βοήθεια τῆς Παναγίας τῆς Τήνου

  • Ιανουάριος 6, 2016, 3:01 μμ
    Permalink

    Ευγενικέ φίλε Στέλιο, ευχαριστώ για την τιμή της αναδημοσίευσης!

    Συμπτωματικά, αυτές τις μέρες, κάτω στην Πάτρα, συνάντησα και τον πρώην μαθητή μου, τον Αντώνη Καμπάκο που μου αφηγήθηκε τότε την θαυμαστή ιστορία με την περίπτωση του φίλου του.

    Δεν ξέρεις πόσο χάρηκα που τον είδα!

    Η Κυρία Θεοτόκος ας φωτίζει όλους εμάς σε τούτες τις σκοτεινές μέρες του επίγειου βίου μας.
    Ας δώσει ενί εκάστω, κατά την ιδίαν χρείαν, κατά το αιώνιο πνευματικό συμφέρον…

    Με υγεία και κάθε ευλογία το νέον οικονομικόν έτος 2016…
    😉

    Σχολιάστε
  • Pingback:Η Παναγία ακούει! Η Παναγία ευλογεί! Η Παναγία προστατεύει! |

Απάντηση

Subscribe without commenting

  • Κέρασμα

    Εμείς έχουμε καθήκον να δείχνουμε συμπόνια και να βοηθούμε, ιδίως αυτούς που δεν έχουν το Θεό στην καρδιά τους. Χρέος μας είναι να καταλάβουμε, ότι υπάρχει μια μόνο διαδρομή για τη σωτηρία – κι αυτή είναι με το Θεό
    - π. Ιωάννης Ματωνάκης
  • Αρέσει σε %d bloggers: