Παραμύθι γιά τήν ὑπερνίκηση τοῦ φόβου
Εκείνο το βράδυ έπεσε στην αγκαλιά μου κλαίγοντας με απόγνωση για ένα ψυχικό βάρος που δεν μπορούσε να σηκώσει. Αν και παιδί ακόμα, έβαλε με ακρίβεια σε λόγια τον αβάσταχτο πόνο της και τον φόβο της πως τελικά δεν θα τα καταφέρει… Ένιωσα πως χρειαζόταν πιο πολύ την πρόθυμη αγκαλιά μου και λιγότερο τα παρηγορητικά λόγια μου.
«Πιο παραμύθι θα μου πεις απόψε;» με ρώτησε με ανυπομονησία καθώς ξάπλωνε στο κρεβάτι της, κρατώντας την αγαπημένη της κούκλα στα χέρια της.
Δεν είχα κανένα παραμύθι μαζί μου να της διαβάσω. Ούτε μου ερχόταν κάποιο εκείνη την ώρα στο μυαλό.
Την είχε όμως πολύ ανάγκη εκείνη την στιγμή την παραμυθία κι έπρεπε κάτι να εφεύρω…
Οσμίστηκα τον αέρα στο παιδικό δωμάτιο, όπως τα άγρια ζώα, σε κρίσιμες στιγμές παραφύλαξης, εντείνουν τις αισθήσεις τους προσπαθώντας να ζυγίσουν την ετοιμότητά τους για κυνήγι, και ταυτόχρονα για να συγκεντρώσουν δυνάμεις.
Παρόλα αυτά, δεν είχα σκεφτεί ακόμα τίποτα. Άνοιξα όμως το στόμα μου και άρχισα να μιλάω:
«Εκείνο το βράδυ το κοριτσάκι είχε μια αποστολή να φέρει σε πέρας. Έπρεπε να διασχίσει το άγνωστο μεγάλο δάσος ως την άλλη του άκρη. Φοβόταν όμως πολύ.
Γονάτισε τότε μπρος σε ένα μεγάλο δέντρο και προσευχήθηκε κάμποση ώρα… Ζήτησε πληροφορία, δύναμη, ό,τι χρειαζόταν για να ξεκινήσει το ταξίδι της.
Εκείνη την ώρα ένα φιλικό αρκουδάκι την πλησίασε και της ψιθύρισε με αγάπη και τρυφερότητα κάτι στο αυτί της…
Σε λίγο το κοριτσάκι σηκώθηκε απότομα! Με λάμψη αισιοδοξίας στα μάτια, με απρόσμενο θάρρος και σιγουριά, και απίστευτη αποφασιστικότητα άρχισε να περπατά με γρήγορο και χαρούμενο διασκελισμό προς το κέντρο του δάσους!…
«Μπαμπά, τι της είπε το αρκουδάκι στο αυτί;», με ρώτησε η κόρη μου με ανυπομονησία.
«Δεν ξέρω. Ήταν μάλλον μυστικό!…», της απάντησα με ύφος συνωμοτικό.
«Δεν μπορώ να κοιμηθώ, αν πρώτα δεν μου πεις!», μου αντέτεινε με αγωνία.
«Κοίταξε, ήμουν κι εγώ τότε μες το παραμύθι και κρυφοκοιτούσα πίσω απ’ τον κορμό ενός δέντρου, για να δω τι θα γίνει. Την στιγμή που είδα το κοριτσάκι να ξεκινάει με ορμή προς το δάσος, της πλησίασα και την ρώτησα: Τι σου είπε κοριτσάκι το αρκουδάκι;
Μου απάντησε: «Α! αυτό δεν μπορείς να το μάθεις! Αυτό είναι το προσωπικό μου μυστικό. Εσύ τι θα κάνεις για να μάθεις το δικό σου μυστικό Γρηγόρη;!…».
«Μα πως ήξερε τ’ όνομά μου!», σκέφτηκα με έκπληξη. Αν και στην αρχή απογοητεύτηκα που δεν μου είπε το δικό της, παρηγορήθηκα με την σκέψη πως, απ’ ό,τι φαίνεται, έχω ένα δικό μου μυστικό να ανακαλύψω…».
Και γυρνώντας προς την κόρη μου: «Ο καθένας μας έχει έναν μεγάλο φόβο, ένα σκοτεινό δάσος να περπατήσει, κι ένα προσωπικό μυστικό να ανακαλύψει… Όλα αυτά, που για σένα τώρα μοιάζουν μυστήρια, θα έρθει κάποτε η στιγμή που θα σαι πιο πρόθυμη και πιο έτοιμη να κάνεις δικά σου…!».
Κοιμήθηκε με ένα «πονηρό» χαμόγελο στο πρόσωπό της, και ξύπνησε με απορίες…
Κι εγώ, εκείνο το βράδυ, πήγα για ύπνο με νέα ερωτήματα που περίμεναν απαντήσεις, που –ευτυχώς!- δεν τις είχα…
Εὐχαριστίες στήν Ἰωάννα Ι.