Μια διαφορετική Άποψη για τη Σύγκρουση Πίστης και Αθεΐας (4/6)
Μέρος 40 « Το σημείο του θεού»
Τον Ιανουάριο του 1944 ο γάλλος ιατρός Alexis Carrel έγραψε ένα δοκίμιο περί προσευχής και τα θεραπευτικά αποτελέσματά της από ιατρικής απόψεως . Στο δοκίμιο αυτό αναφέρει ότι ο άνθρωπος εκτός από τις πέντε αισθήσεις του έχει και μία έκτη την «αίσθηση του Ιερού» ή το «θρησκευτικό αισθητήριο».
Με τον όρο αυτόν ο Carrel εννοεί «το σύνολο των συνειδητών ή μη αισθημάτων, με τα οποία ο άνθρωπος γνωρίζει ή απλώς αισθάνεται την ύπαρξη ενός κόσμου Iερού, πάνω από τον δικό του κόσμο». Εάν μία από τις αισθήσεις του δεν λειτουργεί καλά ή είναι ατροφική ο άνθρωπος δεν έχει την πλήρη αίσθηση του κόσμου και της ζωής όπως την έχει ένας άλλος που λειτουργούν όλες οι αισθήσεις του κανονικά. Μια τέτοια αναπηρία δεν του επιτρέπει να είναι ένα υγειές στοιχείο της κοινωνίας Αυτό ισχύει και για την έκτη αίσθηση του ιερού η οποία σαν βιολογική λειτουργία εξαρτάται από την ίδια την κατασκευή του ανθρωπίνου σώματος.
Προεκτείνοντας τη ιδέα αυτή του Carrel και θεωρώντας ότι οι άλλες πέντε αισθήσεις έχουν αντίστοιχα κέντρα στον εγκέφαλο θα πρέπει και το θρησκευτικό αισθητήριο να έχει και αυτό το κέντρο του. Πράγματι, σε ένα επιστημονικό συμπόσιο του 1997, της αμερικανικής εταιρίας Νευρολογίας ανακοινώθηκε για πρώτη φορά η εύρεση ενός σημείου στον εγκέφαλο που παράγει προφανώς τα θρησκευτικά συναισθήματα το οποίο και ονόμασαν «σημείο του Θεού». Η ανακάλυψη αυτή προφανώς δικαιώνει τον Carrel ο οποίος πριν 43 χρόνια είχε προβλέψει, με καθαρά ιατρικούς όρους την ύπαρξη του αισθητηρίου του Ιερού. Προφανώς το σημείο αυτό στο εγκέφαλο λειτούργει σαν κεραία για να επικοινωνεί το πλάσμα με τον Δημιουργό του και αποτελεί τον συνδετικό κρίκο των βιολογικών οργάνων του εγκεφάλου με τον πνευματικό κόσμο.
Ας δούμε όμως το θέμα από την υλιστική άποψη. Αν θεωρήσουμε τη δαρβίνεια λογική ότι, η φύση και μέσω της εξελικτικής διαδικασίας δημιουργεί και κρατά ότι είναι χρήσιμο, τότε η ύπαρξη του κέντρου του αισθητηρίου του ιερού είναι καθαρά επιλογή και δημιουργία της φύσεως. Αυτό σημαίνει ότι, η θρησκευτικότητα του ανθρώπου είναι μία θεμελιώδης βιολογική λειτουργία που επεκτείνεται όμως και πέρα από τη φυσική του υπόσταση στον πνευματικό κόσμο. Το σημαντικό είναι ότι το τελευταίο συμπέρασμα είναι απόρροια της υλιστικής άποψης και όχι της άποψης της Θρησκείας.
Η επιστημονική αυτή ανακάλυψη έγινε πρωτοσέλιδο σε πολλές εφημερίδες και προκάλεσε ευρύτατα σχόλια. Προκάλεσε όμως και ένα επικριτικό σχόλιο από μερικούς συντηρητικούς χριστιανούς με επικεφαλής τον αντιεξελικτικιστή ηγέτη Phillip Johnson οι οποίοι αμφισβήτησαν το επιστημονικό αυτό αποτέλεσμα με το αιτιολογικό ότι οι επιστήμονες που έκαναν αυτή την ανακοίνωση είναι υλιστές.
Π.Π