Ακούμπησα το φαρμάκι του θανάτου του γιού μου στον Χριστό και αυτός το μέλωσε

“Η εκδημία ενός «Αγγέλου». Η γονεϊκή στάση”. Φορτισμένη και εξομολογητική ομιλία του (άρτι χειροτονηθέντος και νυν ιερέως) Δρ. Στυλιανού Τσιπούρα, τέως σχολικού συμβούλου, Δρ. Θεολογίας, τη Δευτέρα 5-2-2018, στη σειρά των εκδηλώσεων της Σχολής Γονέων – Ανοιχτού Πανεπιστημίου Κατερίνης, στο συνεδριακό κέντρο του Δήμου «Εκάβη» (youtube).

Βίντεο της ομιλίας – παρουσίασης:

Μερικά σημεία από την ομιλία:

Η εξιστόρηση του κ.Τσιπούρα για την εκδημία του γιου του Άγγελου, μαθητή 17 χρόνων, πριν από 5 χρόνια ήταν συγκινητική και βιωματική. Με τη γνώση ότι η ζωή αποτελείται από μνήμες του παρελθόντος αναφέρθηκε στα τρία στάδια λόγω της κοίμησης του γιου του. Πρώτο στάδιο ουσιαστική γνωριμία με το παιδί, δεύτερο η εκδημία, τρίτο η διαχείριση πένθους. Ο Άγγελος μεγάλωσε σε μία πιστή οικογένεια με ερεθίσματα πνευματικά, επισκέψεις σε μοναστήρια – είχε πνευματικό τον π.Μύρωνα Σιμωνοπετρίτη και αργότερα και ο αδερφός του έγινε ιερομόναχος – και καλλιέργησε σωστά τα διανοητικά και σωματικά του προσόντα. Υπήρξε άριστος μαθητής που διάβαζε τη Θεωρία της Σχετικότητας από τα 12 του χρόνια, πολύ καλός ποδοσφαιριστής στην εφηβική ομάδα του Άρη (κλήθηκε και στην Εθνική Νέων αλλά δεν πρόλαβε να συμμετάσχει), καλός φίλος με συμμαθητές και συμπαίκτες του. Πάνω απ’όλα όμως με σωστή πίστη, που τη θεωρούσε τον μοναδικό δρόμο της ζωής και πίστη στο Θεό που γι’αυτόν ήταν η μόνη λογική. Συνήθιζε να λέει ότι στο Θεό δίνουμε τα καλύτερα και στις αμφισβητήσεις των φίλων του αν υπάρχει ή δεν υπάρχει Θεός προτιμούσε να πιστεύει. Νέος με αισιοδοξία, χιούμορ, αφοβία θανάτου, ταπείνωση, εργατικότητα, χωρίς κριτική για τους άλλους. Όλα αυτά οι γονείς του τα βίωναν, αλλά τα πιο πολλά τα έμαθαν από τους φίλους του, από τις επιστολές τους και τις σημειώσεις του στο κινητό, διότι κανείς δεν μπορεί να πει ότι γνωρίζει καλά τους εφήβους.

Η εδώ ζωή του τελείωσε με ανακοπή, ήρεμα, την ίδια ώρα και ημέρα της χειροτονίας του αδερφού του Αιμιλιανό ώς μεγαλόσχημου μοναχού στη Σιμωνόπετρα. Η μέρα της κηδείας του με τους μοναχούς, τις μοναχές, την παρουσία του κλήρου, την ανάγνωση ψαλτηρίου ήταν παρηγορητική και παρά τον πόνο δοξολογητική με πίστη στην Ανάσταση του Χριστού. Η στάση του κόσμου άλλοτε βοηθητική και άλλοτε κουραστική. Σε τέτοιες περιπτώσεις αγκαλιάζεις τους πενθούντες (ιδιαίτερα τους γονείς) και δεν λες τίποτα.

Τον επόμενο καιρό για τους γονείς αυξάνεται ο πόνος, ιδιαίτερα στο μνημόσυνο των 40 ημερών, πληθαίνουν οι σκέψεις για το αν έπρεπε να είχαν προβλεφθεί κάποιες καταστάσεις αλλά βοηθά η Παναγία στην ανακούφιση, η πίστη στην ανάσταση των νεκρών και η ελεημοσύνη. Δεν μειώνεται το κλάμα και ο πόνος, αλλά δεν πρέπει να μετατρέπεται σε θρήνο και οι γονείς αναπαύονται ενθυμούμενοι τα καλά του παιδιού τους και με την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει πρόωρος θάνατος, αλλά ο Θεός αποφασίζει την ώρα και τον χρόνο. Άλλωστε ο θάνατος δεν είναι τερματισμός αλλά αφετηρία για την αιωνιότητα. Πεθαίνουμε όταν αμαρτάνουμε και πρέπει να πενθούμε όταν δεν μετανοούμε. Να μην υπάρχει ανακολουθία έργων και λόγων αλλά να τηρούμε αυτό που ακούμε στη Θεία Λειτουργία «εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα».

Η Παρακαταθήκη του Άγγελου

Ο θάνατος είναι ανέκκλητη προσωπική εμπειρία και ο Θεός είναι αυτός που αποφασίζει για τον χρόνο και τις συνθήκες του θανάτου.[1] Ο Κύριος μας φέρνει στη ζωή την κατάλληλη στιγμή και μας παίρνει τη πιο κατάλληλη στιγμή για μας. Με αυτό το σκεπτικό δεν υπάρχει πρόωρος θάνατος. «Δίκαιος εάν φθάση τελευτήσαι, εν αναπαύσει έσται˙ γήρας γαρ τίμιον, ου το πολυχρόνιον, ουδ’ αριθμώ ετών μεμέτρηται. Πολιά δε έστί φρόνησις ανθρώποις, και ηλικία γήρως, βίος ακηλίδωτος. Ευάρεστος Θεώ γενόμενος, ηγαπήθη˙ και ζων μεταξύ αμαρτωλών, μετετέθη. Ηρπάγη, μη κακία αλλάξη σύνεσιν αυτού, ή δόλος απατήση ψυχήν αυτού». Αν σκεπτόμαστε διαφορετικά τότε γινόμαστε νεκροί κατά τον Αθάνατον Νουν.[2]

Ο Θεός είναι παντοδύναμος. Ο άγιος Γρηγόριος ο αδελφός του Μ. Βασιλείου, γράφει: «Ως τω Κυρίω έδοξεν (έδοξε πάντως καλώς), ούτως και επόιησεν. Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον»[3]. Άλλωστε στη Θεία Λειτουργία δεν ευχόμεθα και δεν ομολογούμε: «… εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα». Επομένως, του δίνουμε δικαίωμα, αφού αναγνωρίζουμε ότι είναι ορθότερη η κρίση Του από τη δική μας, να κάνει ότι θέλει στη ζωή μας, τότε και η επιλογή της κοιμήσεως είναι μία εν δυνάμει επιλογή και μάλιστα εκ Θεού σωτήρια. Γιατί, λοιπόν, ορρωδούμε ενώπιον του θανάτου; Τα λόγια μας με τα έργα μας αντιφάσκουν, βρίσκονται σε ανακολουθία. Λησμονούμε τη διδασκαλία της Εκκλησίας όπου καταγράφεται η ρήση του Χριστού: «Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή. Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη ζήσεται· και πας ο ζων και πιστεύων εις εμέ ου μη αποθάνη εις τον αιώνα».[4] Πόνος ναι, κλάμα ναι, αλλά όχι θρήνος και κοπετός.

Ο μόνος λόγος για να πενθήσουμε είναι όταν ο συνάνθρωπός μας αμαρτάνει και δεν μετανοεί: «και πενθήσω πολλούς των προσημαρτηκότων και μη μετανοησάντων επί τη ακαθαρσία και πορνεία και ασελγεία ή έπραξαν (Β΄Κορινθ 12, 19). Τα οψώνια της αμαρτίας θάνατος (Ρωμ. 6, 23). Υπό το πρίσμα αυτό, θάνατος για την οικονομία της Εκκλησίας δεν είναι μια στιγμή μονάχα στην ιστορία της προσωπικής βιοτής του ανθρώπου… Η στιγμή του βιοτικού θανάτου καταλύεται με την παράδοση όλων των βιωτικών στιγμών του ανθρώπου στον Θεό κατά το «δικαίων ψυχαί εν χειρί Θεού..»[5]. Έτσι όλες οι στιγμές του βίου μεταμορφώνονται σε στιγμές προσωπικών συναντήσεων με τον Θεό.

Αυτή ήταν και η προσωπική ζωή του Αγγέλου. Η προσωπική ζωή του ζωή ήταν διαρκείς στιγμές συνάντησης και συνομιλίας με τον Θεό. Ένας καθημερινός εργώδης αγώνας ξενητείας από τον κόσμο και ξενοδοχείας του άλλου. Ήταν ταπεινός. (Μη το λες αυτό μπαμπά). Δεν έκρινε κανέναν. Πάντα το καλό και το προτέρημα έλεγε. Ήταν ομολογητής, όχι ευσεβιστής. Με φλογερή ορθόδοξη, γνήσια, πίστη «και ημείς εις Χριστόν Ιησούν επιστεύσαμεν, ίνα δικαιωθώμεν εκ πίστεως». Ήταν δίκαιος: Και οι δίκαιοι ευφρανθήτωσαν, αγαλλιάσθωσαν ενώπιον του Θεού, τερφθήτωσαν εν ευφροσύνη. Ήταν ελεήμων: (Περίπτωση ΟΠΑΠ 1 € κέρδισε 20 €, έβαλε τα δέκα ελεημοσύνη στο παγκάρι της Εκκλησίας). Ήταν εργατικός, αισιόδοξος, φρόντιζε για το γενικό καλό και δεν φοβόταν τον θάνατο.

Όλα αυτά εμένα με αναπαύουν. Ακούμπησα το φαρμάκι στον Χριστό και αυτό μελώθηκε. Η εν Θεώ τοποθέτηση σε γαληνεύει και σε ηρεμεί. Η ελπίδα στον Θεό είναι ο μοχλός που αναποδογυρίζει την απελπισιά, ελευθερώνει την ψυχή από τη λύπη. Ο Άδης επικράνθη. Η κακομοιριά φέρνει κακομοιριά. Η δική μας λύπη είναι η χαρά του διαβόλου. Αμέσως μετά την εκδημία του Αγγέλου δοξολόγησα στο κελάκι που συμπροσευχόμαστε, τον Θεό. Και αυτό μου βγήκε πηγαία. Ήταν η πρώτη σκέψη που έκανα. Και μάλιστα τρεις φορές. Δεν το ήξερα ότι αυτή είναι η ενδεδειγμένη στάση του ορθόδοξου χριστιανού κατά τον ιερό Χρυσόστομο. Η εκδημία έγινε πανηγύρι. Ο άγιος Παΐσιος λέει: «Η δοξολογία αγιάζει τα πάντα. Με τη δοξολογία διαλύεται ο άνθρωπος από ευγνωμοσύνη, παλαβώνει με την καλή έννοια, πανηγυρίζει τα πάντα».[6] Και όποιος σπέρνει δοξολογία δέχεται θεϊκή χαρά και την αιώνια ευλογία. Όσο γκρινιάζουμε και δεν αναγνωρίζουμε τις ευλογίες του Θεού τόσο απομακρύνεται η χάρις του Θεού και σε κυνηγάει ο πειρασμός και σου φέρνει όλο αναποδιές, ενώ τον ευγνώμονα τον κυνηγάει ο Θεός με τις ευλογίες του». Ο γέροντας Πορφύριος έλεγε: «Όποιος γκρινιάζει, ρημάζει ».

Απώλεια δεν είναι ο θάνατος, η αντίληψή μας για τον θάνατο είναι απώλεια. Ο θάνατος δε σημαίνει απέκδυση της πρόσκαιρης ζωής, άλλα ένδυση της αιωνιότητας. Δεν είναι τερματισμός ο θάνατος· είναι αφετηρία.[7]Είναι αρχή «θειοτέρου βίου». «Πηγήν ζωής κέκτημαι σέ (τον Χριστόν) του θανάτου τον καθαιρέτην, …».[8] Το γήινο μάτι του Αγγέλου δεν βλέπει πια το υλικό φως, το υλικοπνευματικό όμως βλέπει το άκτιστο φως.[9] Δεν συμμετέχει στην τράπεζα του σπιτιού μας, αλλά συμμετέχει στην τράπεζα των αγγέλων. Εγκατέλειψε τον επίγειο πατέρα και προσεκολλήθη στον Ουράνιο. Παύσαμε πια να είμαστε γονείς ενός θνητού παιδιού, γιατί θνητοί είμαστε και θνητούς γεννάμε, και γίναμε γονείς ενός αθανάτου παιδιού, σύμφωνα με τη ρήση του Κυρίου: «Ἀφετε τα παιδία και μη κωλύετε αυτά ελθείν προς με˙ των γαρ τοιούτων εστιν η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. ιθ΄ 14).

Μπορούμε να δακρύσουμε για μας, για την απώλεια και τη μοναξιά μας, αλλά την ίδια ώρα πρέπει να κυριαρχεί το «Κραταιά όπως ο θάνατος η αγάπη», [10] εκείνη που δεν αφήνει τη μνήμη του αγαπημένου να ξεθωριάσει. Μιλάμε για τον Άγγελο σε χρόνο παροντικό και όχι παρελθοντικό. Μου πρότεινα να αλλάξω σπίτι, να βγάλω τις φωτογραφίες του. Δεν το έκανα. Με ρωτάνε πόσα παιδιά έχεις; Τρία τους απαντώ, Ένα στον Ουρανό, στη δόξα του Θεού. Συνέβη ο ανθρώπινος αποχωρισμός, αλλά δεν πραγματοποιήθηκε όμως αποχωρισμός από τον Θεό. Μέσα από τον γήινο αποχωρισμό ξεπήδησε για μας μια απροσδόκητη, άλλου είδους, ορμή ζωής, η οποία τροχιοδρομείται από τα λόγια του Ιησού: «Όπου είναι ο θησαυρός σας εκεί θα είναι και η καρδιά σας». Και ο Άγγελος, όπως και όλα τα παιδιά μας είναι το πιο πολύτιμο κομμάτι του θησαυρού που μάς χάρισε ο Δημιουργός μας και Θεός μας. Επομένως, η μετάθεση που δωρίθηκε τη δεδομένη στιγμή στον Άγγελο, δώρισε και σε μας, στο βαθμό που είμαστε ικανοί να συμμετέχουμε, συν-ζωή, εν συνοχή, στην αιωνιότητα. Η αιωνιότητα είναι πια ο μόνος χωροχρόνος μέσα στον οποίο μπορούμε να βρισκόμαστε μαζί. Εγκολπώνεσαι θεληματικά τις αξίες εκείνου του κόσμου, γίνονται δικές σου. Συζείς στη δική του θεϊκή δόξα ενσωματώνοντας στο βίο σου τη δική του πίστη και αρετές. Την αγάπη δεν μπορεί να την παραβλάψει ο θάνατος. Ο θάνατος, διά του Ιησού, υπερκεράστηκε. Αγαπήσαμε και συνεχίζουμε να αγαπάμε τον Άγγελο μέσα από την κοσμική και εκκλησιαστική χαρά, συνεχίζουμε και θα συνεχίσουμε να τον αγαπάμε και μέσα από τον πόνο. Τον πόνο που εναποτέθηκε στον Κύριό μας και έγινε λυτρωτικός, μελωμένος πόνος, όπως ακριβώς περιγράφει ο άγιος Παΐσιος. Κοινή ζωή και πορεία γήινη, κοινή ζωή και πορεία ουράνια. Στην περίπτωση του Άγγελου, αν διαρραγόταν αυτή η σχέση, με συνέπεια θα με καθιστούσε ανακόλουθο με αυτά που συζητούσαμε και συμβιώναμε και πάραυτα άπιστο και άθεο. Ο αθόρυβος και ταπεινός τρόπος ζωής του Αγγέλου, η διεισδυτική του ματιά στα κοινωνικά δρώμενα, η φλογερή του πίστη στον Τριαδικό Θεό αφενός και η φυσική παρουσία του αδελφού του τότε μοναχού και τώρα ιερομονάχου Αιμιλιανού και του ιερομονάχου πνευματικού μας πατέρα Μύρωνα των Σιμωνοπετριτών αφετέρου, νομίζω ότι επέδρασαν σαν τη μάχαιρα εκείνη του Θεού που μάς έκανε να δούμε ΦΩΣ μέσα στο σκοτάδι. Και το στιγμιαίο, το τονίζω αυτό, στιγμιαίο για μάς σκοτάδι ήταν ο ξαφνικός και αναπάντεχος θάνατος, σαν τον κλέφτη μες στη νύκτα,[11] του Αγγέλου. Αλλά το φως εν τη σκοτία φαίνει.

Ο Άγγελος με τη ζωή του είχε καταργήσει τον θάνατο πριν από τον σωματικό του θάνατο Ο Άγγελος ήταν σπορέας. Ο Ιησούς ήταν η αγάπη του και αυτό τον έκανε να ποθεί να ενδυθεί την αιωνιότητα και να γνωρίσει τον Θεό με τον ίδιο τρόπο που γνωρίζεται από τον Θεό.[12] Επιθυμούσε διακαώς να κοινωνήσει άνευ εσόπτρου ή αινίγματος με το πρόσωπο της αγάπης του [13]: «Η μόνη λογική ο Θεός γράφει». Η εκδημία του Αγγέλου ήταν μία μονήρης εκδημία. Μόνες παρουσίες η του Θεού και η δική μου. Κανένας περισπασμός για αυτόν, κανένα άγχος, κανένας φόβος. Η ψυχή του ήρεμα, εν ησυχία, δυναμικά και ελεύθερα εισήλθε στην αιωνιότητα. Ο άγγελος στεκόταν στο «ύψος» του θανάτου [14] και για αυτό ο θάνατος τον συνάντησε στην κορύφωσή του την κοσμική και την πνευματική. Είχε καταστεί, κατά το δυνατόν, «μέτρο του τέλειου αναστήματος του Χριστού».

Περαίνοντας εύχομαι σε όλους μας χρόνια Ολόφωτα, Αιώνια και στον εαυτό μου να με αξιώσει ο Θεός, κατά την εκδημία μου να δύναμαι να πω στον Κύριο, εκείνο που προτρέπει ο Anthony Bloom: «Πάρε όλη αυτή τη σοδειά από μένα· ανήκει στο αγαπημένο μου πρόσωπο … ήταν ο σπορέας … Το παράδειγμά του, τα λόγια του, η προσωπικότητά του ήταν ο σπόρος … και τώρα η συγκομιδή τού ανήκει…» [15]

Πηγή: Σχολή Γονέων – Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κατερίνης

Απάντηση

Subscribe without commenting

  • Κέρασμα

    Παιδεία είναι αυτό που μένει αφού ξεχάσεις αυτά που έμαθες στο σχολείο
    - Αλβέρτος Αϊνστάιν
  • Αρέσει σε %d bloggers: