Πως μπορεί το Σχολείο να υπηρετήσει μια Παιδεία Ουσίας εμπνέοντας τους μαθητές;
Το Σχολείο ως τόπος Ελευθερίας
του Μάριου Μιχαηλίδη
Κουραστικά κοινότοπες είναι οι αναφορές ειδημόνων για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, όπως αυτές διατυπώνονται σε κάθε λογής παρεμβάσεις και προγράμματα σπουδών σήμερα. «Καινοτομίες», «δεξιότητες», «νέοι διδακτικοί πόροι» και τα συναφή βαρύγδουπα πλημμυρίζουν τις προσεγγίσεις αυτές. Ένας καταιγισμός εντυπωσιοθηρικής ορολογίας γύρω από ζητήματα που αφορούν το σημερινό σχολείο καταδεικνύει με τον πιο σαφή τρόπο την ανυπαρξία προοπτικής της σημερινής ελληνικής εκπαίδευσης. Πολλοί από εμάς τους εκπαιδευτικούς διαβάζουμε και ακούμε τα χιλιοειπωμένα στερεότυπα περί μαθητοκεντρικού σχολείου, το οποίο οφείλει να αντικαταστήσει το δασκαλοκεντρικό, λες και η σημερινή εκπαιδευτική πραγματικότητα είναι επί της ουσίας αυτού του προσανατολισμού.
Για να μπορέσει όμως κανείς να εκτιμήσει την ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα οφείλει να λάβει υπόψη του και το γενικότερο κλίμα, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο. Εύστοχα επισημαίνει σε άρθρο του ο Τ. Θεοδωρόπουλος, ότι «Η ελληνική κοινωνία είναι μια κοινωνία που μιλάει πολύ και έχει απόψεις περί παντός, ωστόσο διαβάζει ελάχιστα, αν όχι καθόλου. Και όσο λιγότερο διαβάζει τόσο περισσότερες απόψεις έχει»[1]. Σήμερα, που η «αντικειμενική αλήθεια» συνδέεται με τη Wikipedia και τους αλγορίθμους της Google, που η νέα γενιά γαλουχείται σε μεγάλο βαθμό από τα βίντεο του YouTube, που κάποιοι εισηγούνται αναθεωρητικές αντιλήψεις περί «σύγχρονου πατριωτισμού» και «ουδετερόθρησκου σχολείου», που η διανοητική ηγεμονία ενός υποτιθέμενα αντιρατσιστικού λόγου επιβάλλει στα μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας να μηρυκάζουν -κάποιες φορές σε εξοργιστικό βαθμό- μοτίβα χειραφέτησης όπως την αποδοχή της διαφορετικότητας (η οποία γίνεται αντιληπτή μόνο στα ορθοπολιτικά μέτρα) τι μπορεί κανείς να περιμένει;
Σκόπιμο, λοιπόν, είναι καταρχήν να τονίσουμε ότι το σχολείο οφείλει να μεταδίδει πρωτίστως την κληρονομημένη γνώση. Γι’ αυτό και είναι ένας φύσει συντηρητικός θεσμός που αναπτύσσει την κριτική σκέψη μέσα, κυρίως, από την παράδοση και όχι αγνοώντας την. Ο δάσκαλος γνωρίζει και μεταδίδει τη γνώση και ο μαθητής πηγαίνει στο σχολείο για να μάθει γράμματα, «για να μάθει δηλαδή συγκεκριμένα περιεχόμενα και όχι “για να μάθει να μαθαίνει”, όπως λέει ένα τρέχον ευφυολόγημα, το οποίο είναι μια πελώρια ανοησία, για τον απλούστατο λόγο ότι μόνο μαθαίνοντας συγκεκριμένα περιεχόμενα μαθαίνει κανείς τελικά να μαθαίνει»[2], όπως διαπιστώνει χαρακτηριστικά ο Στ. Ζουμπουλάκης. Σύμφωνα με τον ίδιο, «η εκπαίδευση οφείλει, επί ποινή αυτοακυρώσεώς της, να είναι συντηρητική, με την απλή και πρωταρχική σημασία της λέξης, να συντηρεί δηλαδή τον πολιτισμό που οι πρεσβύτεροι παρέλαβαν και να τον παραδίδει στους νεότερους»[3]. Η παράδοση, λοιπόν, όπως και η αυθεντία, αποτελούν τις προϋποθέσεις για να απαλλαχθούμε, επιτέλους, από τα κυρίαρχα διδακτικά και παιδαγωγικά στερεότυπα. Στα πλαίσια αυτά, απαραίτητη είναι και η μεταλαμπάδευση αξιών η οποία πραγματώνεται μέσα από συμβολικές τελετουργίες (όπως η πρωινή προσευχή, η έπαρση της σημαίας, οι σχολικές γιορτές κλπ). Ο μαθητής, έτσι, αποκτά συνείδηση της ταυτότητάς του και κατανοεί τη σχέση του με την ιστορία του, τον πολιτισμό και τον κόσμο.
Σωστά παρατήρησε κάποτε ο Αλέξης Δημαράς ότι «κάποτε οι Έλληνες έστελναν τα παιδιά τους στο σχολείο για να γίνουν άνθρωποι, ύστερα για να μάθουν γράμματα και τώρα για να πάρουν πτυχίο». Στα λόγια αυτά αποτυπώνεται και η σταδιακή αλλαγή της σκοποθεσίας του σημερινού σχολείου. Από χώρος μετάδοσης αξιών μετατράπηκε σε πεδίο απόκτησης δεξιοτήτων. Η εκπαιδευτική πολιτική στοχεύει στο σχολείο των βιογραφικών και όχι της ουσιαστικής γνώσης και της γενικής παιδείας. Επισημαίνει εύστοχα ο Δ. Αγγελής[4]: «Η επικέντρωση στις δεξιότητες και όχι στη γνώση προσφέρει στον νέο άνθρωπο μια σημαντική εργαλειοθήκη για τη σταδιοδρομία του, συγχρόνως όμως ενισχύει την κυρίαρχη κουλτούρα του ναρκισσισμού: μπορεί τελικά να καταλήξουμε να διαπλάθουμε ψευδεπίγραφους εαυτούς χωρίς νοηματικό υπόβαθρο, αλλά με ψευδαίσθηση αυθεντικότητας για καταναλωτικούς λόγους…. Ένα σχολείο αξιών δεν αποσκοπεί στο να γεμίσει το βιογραφικό του μαθητή […] Ένα σχολείο αξιών προϋποθέτει ότι η ίδια η κοινωνία έχει αξίες ως ανοιχτή ιδεολογική, μνημονική, αισθητική, ηθική και πολιτισμική κοινότητα, πιστεύει ομόθυμα ότι αυτές μπορούν να διασφαλίσουν την εμπειρία ενός ποιοτικού ιστορικού χρόνου και επιθυμεί να διαπλάθει πρωτίστως την ακεραιότητα και την αξιοπρέπεια της προσωπικότητάς του μαθητή, προσφέροντάς του ένα νόημα ζωής για το καλό του συνόλου»
Επιπλέον, η παιδαγωγική αποστολή του σχολείου παρακάμπτεται και δεν αποτελεί πρωτεύουσας σημασίας στόχευση. Ο εκπαιδευτικός, κυρίως του λυκείου, υπό τον φόβο των στενών χρονικών περιθωρίων για την κάλυψη της εξεταστέας ύλης, αλλά και εξαιτίας του εξετασιοκεντρικού χαρακτήρα της εκπαίδευσης, αδυνατεί να εκπληρώσει τον παιδαγωγικό του ρόλο. Ως εκ τούτου, οι μαθητές θεωρούν ότι το σχολείο είναι χώρος που καταπιέζει την προσωπικότητά τους, καταπνίγει τα ενδιαφέροντά τους και αγνοεί τις ανάγκες τους. Έτσι, δεν διαμορφώνονται οι αναγκαίες ευνοϊκές προϋποθέσεις, οι οποίες θα ενισχύσουν τη συνέπεια, την υπευθυνότητα, το συλλογικό φρόνημα, τη δημιουργικότητα του μαθητή και θα του διδάξουν τον αλληλοσεβασμό, την ανεξικακία, τη συγχωρητικότητα και την αλληλεγγύη.
Τέλος, αξίζει να τονιστεί και κάτι τελευταίο. Ποιες είναι, άραγε, οι συμβολικές προεκτάσεις που προσλαμβάνει η έννοια της επιτυχίας, όπως αυτή διαμορφώνεται στις σημερινές συνθήκες, στη μαθητική ψυχή; Ο μαθητής του λυκείου, κατά κύριο λόγο, την εισπράττει ως διαβατήριο επαγγελματικής εξέλιξης και μόνο. Η κοινωνία με την αναγνώριση επιβραβεύει τον «επιτυχημένο» με επαίνους και κολακείες. Και φυσικά, ως απότοκο η επιτυχία επιφέρει άνεση υλική. Αυτό ορίζει η κρατούσα αντίληψη ως επιτυχία. Θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι επιτυχία δεν μπορεί να υπάρξει αν ο άνθρωπος δεν εισπράξει το χειροκρότημα της κοινωνίας. Όμως, σύμφωνα με τον Κ. Τσιρόπουλο, «η επιτυχία αυτή δεν έχει ηθικές προϋποθέσεις. Το αντίκρισμά της είναι μονάχα κοινωνικό… Εντελώς διαφορετικά, όμως, τοποθετείται το θέμα από την ηθική συνείδηση. Εκείνη εξετάζει όχι τόσο τα αποτελέσματα όσο τα κίνητρα. Όχι τα φαινόμενα αλλά τα υπάρχοντα εντός του ανθρώπου. Και η ηθική συνείδηση γνωρίζει καλά πως η επιτυχία στη ζωή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, αν ο άνθρωπος δεν ανεβεί ο ίδιος μέσα του […] Γιατί η επιτυχία ξεκινά από την ήρεμη συνείδηση πως πραγματοποίησες το χρέος σου, όπου κι αν σου δόθηκε η ευκαιρία, πως δεν απίστησες στα ηθικά καλέσματα που τα πράγματα τα ίδια και τα γεγονότα σου απηύθυναν»[5]. Αν δεν γίνει σαφές στον μαθητή ότι η επιτυχία τού εξασφαλίζει αίσθηση πληρότητας, αν δεν τον κάνει κοινωνό των πιο ουσιαστικών νοημάτων του βίου, αν δεν του αναπτερώσει το ηθικό υποδεικνύοντάς του την αξία της δημιουργικής εργασίας και του ήθους, το όποιο αποτέλεσμα θα είναι πενιχρό. Σε αυτήν την προσπάθεια, «χρέος του δασκάλου είναι να του προβάλει τις αξίες της ζωής, να του ξυπνήσει τον πόθο του καλού και τέλος να τον βοηθήσει να τονωθούν μέσα του οι δυνάμεις της ψυχής, αυτές που θα τον στηρίξουν να θεμελιώσει ο ίδιος, με προσωπικό πόνο, την πίστη αξερίζωτη μέσα του σε κάθε μεγάλη αξία της ζωής»[6]. Να διδάξει στους μαθητές του το «και παρά δύναμιν τολμηταί και παρά γνώμην κινδυνευταί και εν τοις δεινοίς ευέλπιδες»[7] (δηλαδή να είναι τολμηροί πέρα από τις δυνάμεις τους, ριψοκίνδυνοι εν γνώσει τους και αισιόδοξοι στις δυσκολίες).
Το σχολείο επιβάλλεται να πυροδοτήσει την έμπνευση του μαθητή και να του αποκαλύψει την αλήθεια. Να συμβάλει στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του, να τον βοηθήσει να γίνει ένας υπεύθυνος πολίτης, μια πνευματική οντότητα. Με τη μόρφωση μέσα από αρχές και αξίες θα οδηγήσει τον μαθητή στη συνειδητοποίηση του εαυτού του και του κόσμου. Άλλωστε, η εκπαίδευση, κατά τον Γ. Μπαμπινιώτη, «ως ανάπτυξη της νοημοσύνης και των διανοητικών ικανοτήτων του ανθρώπου, η καλλιέργεια του νου δηλαδή, είναι η προϋπόθεση για την καλλιέργεια της ψυχής. Νους και ψυχή συνθέτουν το πνεύμα, αυτό που πρέπει να καλλιεργεί μια ολοκληρωμένη Παιδεία, μια Παιδεία ουσίας, αφού το πνεύμα διαφοροποιεί ποιοτικά τον άνθρωπο από τα λοιπά όντα, συνδέοντας τον με την άναρχη ουσία που τον εδημιούργησε “κατ’ εικόνα και ομοίωσιν”, με τον Θεό»[8].
[1] «Να καταργηθεί η διδασκαλία της λογοτεχνίας», «Καθημερινή».
[2] Σταύρος Ζουμπουλάκης, Πρόλογος στο βιβλίο «Τα χαμένα παιδιά μας» της Natacha Polony, σελ. 15.
[3] ό.π. σελ. 23.
[4] Δημήτρης Αγγελής , Η αδέξια γενιά των δεξιοτήτων, https://mag.frear.gr/.
[5] Κώστας Τσιρόπουλος, Δοκίμια Ευθύνης, σελ. 58-59.
[6] Λόγος που εκφωνήθηκε από τον I. Θ. Κακριδή στις 30 Ιανουαρίου 1949, ημέρα των Τριών Ιεραρχών, στην αίθουσα τελετών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
[7] Θουκυδίδης, 98. – Ἱστορίαι 1, 70.3.
[8] Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Για μια παιδεία ουσίας.
Πηγή: Αντίφωνο