Διδακτορικό στην Χριστιανική Επιστήμη

Πριν από λίγα χρόνια, μια επιστημονική συνάντηση βιολόγων στο Ηράκλειο της Κρήτης έδωσε αφορμή ν’ ακουστούν κραυγές, πρωτοφανείς για μέλη επιστημονικής κοινότητας, κατά της «εμμονής της Εκκλησίας» να έχει άποψη στο θέμα της δημιουργίας του σύμπαντος. Εξάλλου, ο μαχητικός αθεϊστής Richard Dawkins γράφει ότι ο Francis Crick, ένας από τους θεμελιωτές της επανάστασης στη μοριακή γενετική, «παραιτήθηκε από τη θέση του ως εταίρου του Κολεγίου Churchill στο Cambridge λόγω της απόφασης του Κολεγίου να χτίσει παρεκκλήσι, κατ’ εντολήν ενός από τους ευεργέτες»1.
Τέλος, μια μορφωμένη κυρία, που πιστεύει ότι με τη φιλοσοφία μπορεί να φτάσει στην τέλεια αυτογνωσία, μου απάντησε με φρίκη –όταν της είπα πως μια αγράμματη γιαγιά μπορεί να γίνει αγία μόνο και μόνο επειδή πηγαίνει με απλότητα στην εκκλησία κάθε Κυριακή– πως μια τέτοια αγία μόνο κατασκευασμένη από την Εκκλησία μπορεί να είναι και η ίδια «ποτέ δεν πρόκειται να την προσκυνήσει». Η απάντησή της προκάλεσε φρίκη σε μένα, γι’ αυτό, με τις ευχές μου, της αφιερώνω και το παρόν άρθρο.

Όμως, παρά το γύρισμα της πλάτης του σύγχρονου μορφωμένου ανθρώπου στο χριστιανικό παρελθόν της Ευρώπης, αλλά και της Ελλάδας, δεν έχω δει μέχρι τώρα ούτε μία σοβαρή κριτική κατά του χριστιανισμού. Όσοι ασκούν κριτική, πλάθουν ένα φανταστικό ομοίωμα του χριστιανισμού και στη συνέχεια ασκούν κριτική σ’ αυτό –στον καθολικισμό, στον προτεσταντισμό, στον ηθικισμό, στους μεσαιωνικούς θεολόγους που δημιουργούσαν αυθαίρετα «δόγματα» και προσπαθούσαν να τα επιβάλουν στους ανθρώπους, στους διεφθαρμένους κληρικούς, σε διάφορες απλοϊκές λαϊκές θρησκευτικές ιδέες κ.τ.λ.
Τα τελευταία χρόνια αυξάνεται η βιβλιογραφία που δίνει πληροφορίες για την αυθεντικότητα του χριστιανισμού. Η βιβλιογραφία αυτή βέβαια είναι σχεδόν αποκλεισμένη από τα γενικά βιβλιοπωλεία (παρόλο που φιλοξενούν ολόκληρα ράφια με βιβλία για το μυστικισμό της Άπω Ανατολής και τα δυτικά υποπροϊόντα του) και βρίσκεται μόνο σε εξειδικευμένα «χριστιανικά βιβλιοπωλεία», εκεί όπου δε μπαίνει ποτέ ο ανυποψίαστος αναγνώστης, αλλά εκεί ακριβώς όπου πρέπει να την αναζητήσει ο συστηματικός και αντικειμενικός ερευνητής. Σε αυτό το χριστιανισμό θα ήθελα κριτική. Σημειωτέον όμως, ότι η απλή απιστία δεν είναι κριτική. Κριτική σε μια επιστήμη (επιτρέψτε μου να χαρακτηρίσω το χριστιανισμό επιστήμη, γιατί δεν είναι αλήθεια ότι βασίζεται στην τυφλή πίστη) γίνεται μόνο με τη χρήση των δικών της μεθόδων και επαλήθευση ή διάψευση των υποτιθέμενων αποτελεσμάτων τους. Και η «μέθοδος» του χριστιανισμού για την «ανακάλυψη» του Θεού, δηλαδή για τη συνάντηση μαζί Του, δεν είναι η έκσταση ούτε η μηχανική επανάληψη κάποιων λατρευτικών τύπων, αλλά η κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη και το άνοιγμά της στην ταπεινή αγάπη που ενώνει όλα τα πλάσματα του σύμπαντος.

Η προσπάθεια αυτή βέβαια μπορεί να είναι επίπονη και μακροχρόνια, όπως κάθε επιστημονική σπουδή. Και, όπως κάθε σοβαρή έρευνα που αποσκοπεί στην ανακάλυψη νέας γνώσης, δε γίνεται από έναν άνθρωπο μόνο, αλλά με τη συνεργασία περισσότερων, έμπειρων στην ίδια επιστήμη, που κατευθύνουν στην αρχή τον αρχάριο ερευνητή, αλλά δεν τον ποδηγετούν ούτε τον καταπνίγουν, ούτε φυσικά και του υποβάλλουν κάποια συμπεράσματα. Συνεργάζονται μαζί του και στη συνέχεια τον αφήνουν να προχωρήσει ο ίδιος στο δρόμο των ανακαλύψεων.

Οι έμπειροι αυτοί συνεργάτες –η «επιστημονική επιτροπή» του «διδακτορικού» μας– είναι οι άγιοι. Ακόμη και οι «μικροί άγιοι», οι ταπεινοί αλλά σοφοί χριστιανοί που μπορεί να συναντήσεις στο δρόμο σου, που δεν κάνουν «θαύματα», αλλά έχουν ανοίξει την καρδιά τους και έχουν εγκαταστήσει την αγάπη μέσα τους. Φυσικά ένας «μορφωμένος», που κατέχει τις επιστήμες ή τη φιλοσοφία, δύσκολα θα καταδεχόταν να γίνει μαθητής τους.

Έτσι σας έστησα, φαινομενικά, μια παγίδα. Σας προκαλώ να βρείτε έναν άσημο, άγνωστο, ταπεινό, πιθανόν ολιγογράμματο και ηλικιωμένο, αλλά ευσεβή άνθρωπο, άντρα ή γυναίκα, και να του ζητήσετε να σας βοηθήσει να «ανακαλύψετε το Θεό» ή, τέλος πάντων, να ανακαλύψετε αν υπάρχει Θεός. Θα πρέπει όμως να κάνετε ό,τι σας λέει. Στην αρχή η καρδιά σας μπορεί να πονέσει, γιατί θα σπάνε κομμάτια από μέσα της –περιττά κομμάτια, που θα πέφτουν σ’ ένα νοερό κάδο.

Μην ξεχνάτε πως ο Χριστός γεννήθηκε σ’ ένα στάβλο και μεγαλώνοντας δεν είχε «πού την κεφαλήν κλίνει». Μπορεί ο δικός μου δάσκαλος νά ’ναι τυλιγμένος σε κουρέλια, να τον σιχαίνομαι, και να χρειάζεται να του πηγαίνω κάθε μέρα ένα πιάτο φαγητό για να ζήσει –τα μάτια του όμως μάλλον θα με αποζημιώνουν για την προσπάθεια που θα καταβάλλω στην «υπηρεσία» του.
Συνεχίζεται η παγίδα: αν, με τον καιρό, η καρδιά σας δεν ειρηνεύει, ίσως να μην έχετε βρει τον κατάλληλο άνθρωπο, όπως δε βρίσκουμε πάντα από την αρχή τον κατάλληλο γιατρό, διατροφολόγο ή γυμναστή, και να χρειαστεί να τον αλλάξετε. Δώστε πάντως στο Θεό το περιθώριο που θα δίνατε στον εαυτό σας, για να σπουδάσετε μια επιστήμη, με την οποία είστε εντελώς άσχετος: ας πούμε, τέσσερα χρόνια βασικό πτυχίο, δύο χρόνια μάστερ και τρία χρόνια διδακτορικό. Νομίζω πως εννιά χρόνια μαθητείας σ’ έναν ορθόδοξο «γέροντα» ή «γερόντισσα» (έτσι λέμε τον πνευματικό δάσκαλο, αλλά μπορεί και να μην είναι γέρος –αν και μάλλον θα έχει κάποια ηλικία, αν έχει προχωρήσει στο δρόμο που σας ενδιαφέρει) είναι υπεραρκετά για να επιτρέψουν στο Θεό να βρει ανοιχτή την καρδιά σας και να σας αποκαλύψει την απέραντη αγάπη Του, έτσι απλά, σαν «αύρα λεπτή» (Γ΄ Βασιλειών, 29, 122), χωρίς να χρειαστεί να μασήσετε φύλλα δάφνης, να χορέψετε ιερούς χορούς ή ν’ ανεβείτε σε μαντικό τρίποδα. Για να μη σας απογοητεύω, ίσως να χρειαστεί πολύ μικρότερο διάστημα από εννιά χρόνια –ίσως είστε έτοιμος, αλλά δεν το ξέρετε. Ο καιρός θα δείξει.
Μπορεί το δάσκαλό σας να τον αναζητήσετε σε μοναστήρια, αλλά μπορεί και σε γηροκομεία, ΚΑΠΗ ή φτωχογειτονιές [«Νεκρός»: ή και τρελάδικα (κλικ εδώ)]3. Μπορεί και να είναι η μητέρα σας, η γιαγιά σας ή μια γριά θεία που έχετε παραμελήσει… Ξέχασα να σας πω πάντως ότι θα πρέπει να είναι χριστιανός ορθόδοξος, επί της ουσίας (χωρίς να αποκλίνει ούτε «ανατολικά» ούτε «δυτικά»), γιατί… τέλος πάντων η ορθοδοξία είναι η επιστήμη ανακάλυψης του Θεού που θεωρώ έγκυρη. Οι μέθοδοι των διαφόρων θρησκειών μπορεί να σας οδηγήσουν ν’ ανακαλύψετε τον «εσώτερο εαυτό σας», αλλά τώρα ερευνούμε το αν υπάρχει Θεός, έτσι δεν είναι;
Φυσικά υπάρχουν και εξαιρετικά μορφωμένοι χριστιανοί δάσκαλοι. Ο μητροπολίτης Μεσογαίας Νικόλαος π.χ. είναι αστροφυσικός, πρώην εργαζόμενος στη ΝΑSΑ, και σήμερα κατέχει διάφορες θέσεις στο ελληνικό επιστημονικό στερέωμα. Όμως η ανάληψη μαθητείας σ’ έναν κατά κόσμον αγράμματο, αλλά κατά Θεόν σοφό, μπορεί να γκρεμίσει τις βεβαιότητές σας για την επάρκεια της δικής σας μόρφωσης.
Τέλος –η ειρωνεία συνεχίζεται, μόνο που, πιστέψτε με, δεν είναι καθόλου ειρωνεία– μη με ρωτήσετε αν έχω ανακαλύψει εγώ αυτό που εσείς ζητάτε ν’ ανακαλύψετε. Αν απαντήσω όχι, ίσως σας σκανδαλίσω – κι αν απαντήσω ναι, ίσως πω ψέματα ή, κι αν έχω φτάσει κάπου, ίσως το χάσω. Έτσι κι αλλιώς δεν είμαι εγώ ο δάσκαλος που αναζητάτε, είμαι απλά ένας μέτριος έως κακός συμμαθητής.
Πώς είπατε; Δεν πιστεύετε στο Θεό; Σας το είπαν οι φιλόσοφοι, οι επιστήμονες και οι καλλιτέχνες του αιώνος τούτου; Πιστεύετε μόνο στη «θετική ενέργεια» και στις κρυμμένες δυνάμεις του ίδιου του ανθρώπου; Σας το είπαν οι σοφοί της ανατολής, που επεδήμησαν στο δυτικό κόσμο, για να απορρίψουν τα παραδοσιακά δόγματα και να σας βοηθήσουν να διαμορφώσετε τα δικά σας;
Μάλλον χωρίς μια εννιάχρονη μαθητεία σε κάποιον που δύσκολα θα καταδεχτείτε να θεωρήσετε δάσκαλο, δε δικαιούστε να είστε και τόσο βέβαιοι.

Σημειώσεις

1 Richard Dawkins, Η περί Θεού αυταπάτη, Κάτοπτρο, Αθήνα 2007, σελ. 124.

2 Κατά την Παλαιά Διαθήκη, όταν ο προφήτης Ηλίας κρυβόταν στα βουνά, κυνηγημένος από το βασιλιά και τη βασίλισσα, του μίλησε ο Θεός. Ήρθε σφοδρός άνεμος, συντρίβοντας τα βράχια, σεισμός και φωτιά, αλλά ο Θεός δεν ήταν σ’ αυτά. Κατόπιν ήρθε «φωνή αύρας λεπτής» και ο Κύριος ήταν εκεί: Και ιδού πνεύμα μέγα κραταιόν διαλύον όρη και συντρίβον πέτρας ενώπιον Κυρίου, ουκ εν τω πνεύματι Κύριος. και μετά το πνεύμα συσσεισμός, ουκ εν τω συσσεισμώ Κύριος. και μετά τον συσσεισμόν πυρ, ουκ εν τω πυρί Κύριος. και μετά το πυρ φωνή αύρας λεπτής, κακεί Κύριος.
3 Μερικές εκπληκτικές περιπτώσεις σύγχρονων απλών ανθρώπων που έφτασαν σε υψηλό επίπεδο αγιότητας δημοσιεύονται στο βιβλίο Ασκητές μέσα στον κόσμο, έκδ. Ησυχαστηρίου «Άγ. Ιωάννης ο Πρόδρομος» στη Μεταμόρφωση Χαλκιδικής.

Πηγή: Νεκρός για τον κόσμο – αυθεντικός τίτλος: Η επιστημονική έρευνα για το Θεό

19 σκέψεις σχετικά με το “Διδακτορικό στην Χριστιανική Επιστήμη

  • Νοέμβριος 18, 2010, 11:45 πμ
    Permalink

    Εξαιρετική ανάρτηση.
    Ευχαριστούμε

    Σχολιάστε
  • Νοέμβριος 19, 2010, 1:15 μμ
    Permalink

    Den rotate tous Indianous tis Latinikis Amerikis na kanoun kritiki ston Xristianismo??

    Dolofonoi pou thelete na mas kanete na pistevoume se aorata anthropakia.

    Siga min anartithi to paron…

    Σχολιάστε
  • Pingback:Διδακτορικό στην Χριστιανική Επιστήμη « ΘΕΩΡΕΙΟ

  • Νοέμβριος 25, 2010, 9:18 πμ
    Permalink

    @ Ιστολογιούχους

    Καλημέρα σας!
    Βλέπω ότι έχετε διαρκή ανάγκη την κατάθεση απόψεων σε πλαίσια λογικού διαλόγου , με όσους δεν δέχονται το θρησκευτικό παραλογισμό.
    Χρειάζεται δηλαδή να διατηρηθεί η επίφαση ‘γνήσιου προβληματισμού’ κι ‘ελεύθερης σκέψης’.
    Στήνετε από τη μεριά σας σκηνικά λογικοφανών συλλογισμών, γιατί είναι κομματάκι ασφυκτικός τελικά ο διάλογος χριστιανών με χριστιανούς.
    Τα σχόλια μειώνονται στο ελάχιστο, κι απλά ο ένας λέει στον άλλο τα προβλεπόμενα, επαναλαμβάνει τις κατηχητικές ρουτίνες συλλογισμών που του έμαθαν, αυτά που του είπε ο πνευματικός του.

    Γράφετε:
    «δεν έχω δει μέχρι τώρα ούτε μία σοβαρή κριτική κατά του χριστιανισμού»
    Εγώ νομίζω ότι έχετε δει.
    Είναι κοινή εμπειρία όλων όσων έχουν συμμετάσχει σε τέτοιο διάλογο ότι πάντα καταλήγει στη δαιμονοποίηση του ‘άπιστου’ κι ακυρώνεται από την πλευρά των χριστιανών.

    Οπότε τι είδους σοβαρή κριτική περιμένετε;
    Τι να την κάνετε;
    Αφού δεν μπορείτε να συζητήσετε.

    Υ.Γ.
    Πιστεύετε πραγματικά ότι οποιοσδήποτε πιστός οποιασδήποτε θρησκείας έχει τη δυνατότητα να αναγνωρίσει ότι η αμφισβήτηση των δογμάτων του μπορεί να είναι σοβαρή συζήτηση;
    Πότε έγινε ιστορικά ένας τέτοιος σοβαρός επιστημονικός (όπως έχετε ανάγκη να ονομάσετε) πραγματικός διάλογος με πιστούς και να μην κατέληξε σε δαίμονες, κολάσεις ή θαύματα;

    Σχολιάστε
  • Νοέμβριος 29, 2010, 9:36 πμ
    Permalink

    @ Πέτρος

    Αγαπητέ αδελφέ,

    Εάν ξεκινάς με τέτοια διάθεση για «διάλογο», προφανώς όλα θα σου φανούν δαιμονοποιημένα και παράλογα.

    Λογικό…

    Κρίνε μόνο πόσοι (ειδικά νέοι) άνθρωποι έχουν ασκητική διάθεση για κάτι πραγματικά νέο και ανακαινιστικό (πνευματικά).

    Είναι εύκολη η απαξίωση και ο μηδενισμός. Το δύσκολο είναι να συνειδητοποιήσει κανείς τις αφετηρίες του και να αξιολογήσει την διάθεσή του.

    Βλέπε, για παράδειγμα, το θέμα των μεταναστών. Όλοι κόπτονται για τα δικαιώματά τους και την αξιοπρέπειά τους, μόνο όμως η Εκκλησία (ΜΚΟ «Αποστολή» επί παραδείγματι) δείχνει εμπράκτως την Αγάπη της σε αυτούς τους ταλαιπωρημένους ανθρώπους.

    Καλά τα «ευχολόγια» και οι συνεντεύξεις τύπου, αλλά οι πράξεις πολλές φορές μιλούν από μόνες τους.

    Και για να μην πεις ότι «Χριστιανός είσαι, τι θα μας έλεγες», ο ίδιος ο Πρωθυπουργός δήλωσε ευθαρσώς ότι «… αυτό, βέβαια, κανονικά θα έπρεπε να το κάνει το Κράτος. Όμως, το κάνει η Εκκλησία…» (ενν. την πρόνοια των μεταναστών)

    Με αγάπη Χριστού

    Σχολιάστε
  • Δεκέμβριος 1, 2010, 3:31 μμ
    Permalink

    Φίλε Παναγιώτη,
    δεν απάντησες στα ερωτήματα που έθεσα.
    Ξαναγράφω λοιπόν τα ερωτήματα (τα συμπληρώνω μάλιστα για να διαβαθμίζονται πιο ολοκληρωμένα) και περιμένω από κάποιον άλλο να απαντήσει.

    1. Οι θρησκευτικές δοξασίες είναι αντικείμενα διαλόγου;

    2. Έχει γίνει ποτέ στην ιστορία διάλογος πάνω στα θρησκευτικά δόγματα;

    3. Έχει γίνει (ή επιτρέπεται να γίνεται) διαθρησκειακός διάλογος;

    4. Τι είδους σοβαρή κριτική περιμένει κάποιος πιστός να κάνουν στα δόγματα της θρησκείας του;
    Τι σκοπεύει να την κάνει μετά αυτή την κριτική;

    5. Αν η σοβαρότητα (εγκυρότητα επιχειρημάτων), η διάθεση διαλόγου και η κριτική ικανότητα ήταν χαρακτηριστικά της θρησκευτικής πίστης και βιώματος τότε γιατί οι αιρέσεις είναι χαρακτηριστικό της θρησκείας;
    Γιατί δεν παρουσιάζονται αιρέσεις στην επιστήμη;

    6. Σύμφωνα με ποια πανανθρώπινα κριτήρια ονομάζεται η ορθόδοξη δογματολογία ως επιστήμη;

    7. Η επιστημονική εγκυρότητα ως χαρακτηρισμός, αποδίδεται από τον ίδιο που αξιολογείται για τον εαυτό του;
    Είναι κάποιο είδος αυτοαξιολόγησης; Μπορεί να το κάνει ο καθένας για τον εαυτό του;
    Είμαστε δηλαδή ότι δηλώσουμε;

    Εγώ επαναλαμβάνω, ότι θεωρώ πως εκ των πραγμάτων αυτό το αίτημα για ‘σοβαρή κριτική’ είναι ένα παραπειστικό επιχείρημα για εσωτερική κατανάλωση-κατήχηση.
    Δεν εννοεί τίποτα πραγματικό, δεν απευθύνεται σε καμία περίπτωση, επίσημα, στους ‘θύραθεν’.
    Από τους ‘θύραθεν’ (όπως χαρακτηρίζεται όποιος δεν υπακούει στο σύνολο του δογματικού πακέτου), έχουν γίνει πολλές και πολύ σοβαρές κριτικές, επαναλαμβάνω.

    Όπως βλέπεις, η ενασχόλησή μου μπορεί να είναι ενοχλητική, δεν είναι υβριστική.
    Αυτά που γράφω έχουν συνοχή.
    Επίσης αν πρόσεξες τη διατύπωσή μου, το πρόβλημα που οδηγεί στη λήξη κάθε σοβαρού διαλόγου-κριτικής σχετικής με θρησκευτικά ζητήματα, είναι η δαιμονοποίηση, η χρησιμοποίηση δηλαδή από τη μεριά της θρησκείας αφοριστικών επιχειρημάτων (άσχετων με πανανθρώπινα νοητικά μοντέλα) για δαίμονες, και κολάσεις, οπότε ακυρώνεται οποιαδήποτε λογική και ο διάλογος ο ίδιος.

    Αυτό δεν είναι η φαντασία μου, ούτε ένα συναίσθημά μου. Είναι το άλφα και το ωμέγα, η αρχή και το τέλος κάθε θρησκευτικής συλλογιστικής.

    Η θρησκευτική συλλογιστική μπορεί μόνο να παράγει διαρκώς νέες αιρέσεις (μέσω της δαιμονοποίησης κάθε διαφορετικής άποψης, της αποκοπής, του αναθέματος) που δεν μπορούν να συζητούν ούτε καν μεταξύ τους, πόσο μάλλον με κάποιον ‘θύραθεν’.

    Κατανοείς τώρα ίσως περισσότερο γιατί ρώτησα:
    «Οπότε τι είδους σοβαρή κριτική περιμένετε;
    Τι να την κάνετε;
    Αφού δεν μπορείτε να συζητήσετε. »

    Μην το παίρνεις αυτό σαν απαξίωση και μηδενισμό.
    Απαξίωση και μηδενισμός είναι όταν κάποιος δεν απαντάει επί του θέματος αλλά απλά αγνοεί και δε δίνει σημασία στα ερωτήματα του άλλου και προβαίνει σε αστήρικτους χαρακτηρισμούς.

    Τα λογικά σφάλματα και οι ψευδείς δηλώσεις που έχει η ανάπτυξη της καταχώρισης «Διδακτορικό στην Χριστιανική Επιστήμη» είναι πολλά.
    Για να τα κάνω πιο συγκεκριμένα, αναφέρω ως παράδειγμα:

    Όσοι κρίνουν την περιπέτεια των ανθρώπινων ιδεών στις θρησκείες, δεν κρίνουν ένα φανταστικό ομοίωμα, αλλά ακριβώς κρίνουν την ιστορική παρουσία, τον πραγματικό χριστιανισμό π.χ.
    Το φανταστικό ομοίωμα του χριστιανισμού είναι αυτό που σχηματίζουν ως επιθυμία, ελπίδα ή θεωρία οι πιστοί στις καρδιές τους, χρησιμοποιώντας επιλεγμένα κι αποσπασματικά ότι ταιριάζει και αρέσει και αγνοώντας ότι δεν αρέσει.
    Εντελώς ανάποδα πάει, δηλαδή.
    Θεωρώ ότι είναι συλλογιστικό σφάλμα το ότι δεν πρέπει να κρίνουμε το ιστορικό αλλά το θεωρητικό.
    Με την ίδια λογική δεν πρέπει να κρίνουμε το σύστημα που παράχθηκε την κομμουνιστική περίοδο αλλά να ρίξουμε το φταίξιμο σε πρόσωπα.

    Επίσης, τεράστια σημασία στο χτίσιμο των συλλογισμών των ορθόδοξων, έχει το μιμίδιο (κληρονομούμενη ιδέα κι εθνικός δομικός μύθος) που θέλει να ωραιοποιούμε και να αγιοποιούμε την ορθοδοξία ως κάτι τέλειο, ωραίο και φιλάνθρωπο, ως τη μόνη αληθινή δόξα περί χριστιανικής πίστης, που δεν έχει καμία σχέση με το τι συνέβη και τι έκαναν οι άλλες χριστιανικές ομολογίες.
    Δε θα επεκταθώ, αλλά για έναν αντικειμενικό μελετητή τα κοινά είναι συντριπτικά και οι διαφορές περιφερειακές.

    Να απαντήσω και σε αυτά που έγραψες για τους μετανάστες, αν και θεωρώ ότι δε συνδέονται συλλογιστικά με την κριτική και τη δυνατότητα διαλόγου πάνω σε θρησκευτικά ζητήματα.

    Το παράδειγμα που έφερες με τα εκκλησιαστικά συσσίτια είναι πολύ ενδιαφέρον και μας δείχνει ακριβώς τη ‘συλλογιστική’ του πιστού.
    Διαλέγουμε τη θετική ψηφίδα και την αποθησαυρίζουμε ώστε να ‘αγιογραφίσουμε’ την θεϊκή προέλευση της πίστης μας, αγνοούμε την αρνητική ψηφίδα που δε μας ταιριάζει κι ας είναι προϊόν και παράγωγο ακριβώς του ίδιου χώρου.

    Κι όμως, υπάρχουν πολλές οργανώσεις παγκοσμίως (όλες οι θρησκείες αλλά και καθαρά κοσμικές οργανώσεις από τους ροδόσταυρους μέχρι τον Μπιλ Γκέιτς και τον Σόρος) που προσφέρουν φιλανθρωπικό έργο (το οποίο συμφωνώ μαζί σου ότι κανονικά είναι απόλυτη ευθύνη της πρόνοιας μιας ευνομούμενης πολιτείας).
    Όπως κατανοείς, λοιπόν, η φιλανθρωπία δεν είναι κριτήριο για να κρίνουμε ποια είναι την ‘αλήθεια’ μιας θρησκείας.
    Είναι μόνο ένα απλό κριτήριο για να αξιολογήσουμε πόσο ανθρωπιστικές είναι οι αξίες της.

    Μπορείς όμως (αφού ασχοληθείς και με τα πρωταρχικά ερωτήματα που έθεσα) να μου εξηγήσεις γιατί φέρνεις το θέμα αυτό.
    Αποδεικνύει κάτι για το θέμα μας (δυνατότητα κριτικής και διάλογου);

    (Αν προχωρήσουμε σε ιστορική και κοινωνιολογική ανάλυση μπορούμε να πούμε πολλά για το φιλανθρωπικό εκκλησιαστικό έργο. Άσχετα με το θέμα μας όμως.)

    Σχολιάστε
  • Δεκέμβριος 2, 2010, 9:00 πμ
    Permalink

    @ Πέτρος

    Αδελφέ μου, χωρίς να έχω διάθεση διδακτική, θα σου καταθέσω την άποψή μου (δεν είμαι θεολόγος) πάνω στα θέματα που έθεσες με πολύ αγάπη και σεβασμό.

    1. Οι θρησκευτικές δοξασίες είναι αντικείμενα διαλόγου;

    Κατ’ αρχάς τα δόγματα της Εκκλησίας μας δεν είναι δοξασίες. Δοξασίες είναι για παράδειγμα οι καλικάτζαροι τα Χριστούγεννα. Παρόλα αυτά, όμως, και για λόγους οικονομίας χώρου και χρόνου σου λέω απλά ότι τα δόγματα της Εκκλησίας μας έχουν διατυπωθεί εδώ και αιώνες με καθημερινή – βιωματική επιβεβαίωσή τους (και στη ζωή μου). Γι’ αυτό το θέμα σε παραπέμπω στο κείμενο του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου περί της Αναστάσεως του Κυρίου μας.

    2. Έχει γίνει ποτέ στην ιστορία διάλογος πάνω στα θρησκευτικά δόγματα;

    Βεβαίως, βλέπε τις επτά Οικουμενικές Συνόδους. Τα δόγματα αμφισβητήθηκαν (π.χ. Άρειος, Μακεδόνειος, Βαρλαάμ κ.λπ.) και κατόπιν με διάλογο στις επτά Οικουμενικές Συνόδους διετυπώθησαν τα δόγματα της Πίστεώς μας (και εν συντομία τα βασικά περιλαμβάνονται στο Σύμβολον της Πίστεως ή άλλως «Πιστεύω…»)

    3. Έχει γίνει (ή επιτρέπεται να γίνεται) διαθρησκειακός διάλογος;

    Αλλοίμονο, εάν δεν επιτρεπόταν! Και τις περισσότερες φορές με πρωτοβουλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Τώρα πρόσφατα έγινε διαθρησκειακός διάλογος με πρωτοβουλία της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αμερικής.

    4. Τι είδους σοβαρή κριτική περιμένει κάποιος πιστός να κάνουν στα δόγματα της θρησκείας του; Τι σκοπεύει να την κάνει μετά αυτή την κριτική;

    Τα δόγματα της Πίστεώς μας έχουν ΤΟΟΟΟΣΟ εξονυχιστικά ελεγχθεί και κριθεί ανά τους αιώνες, που έχω την αίσθηση ότι επιβεβαιώθηκαν περίτρανα και με τις επτά οικουμενικές συνόδους (βλ. ερώτηση 2) αλλά και καθημερινά με όλες αυτές τις αιρέσεις και παραθρησκείες επιβεβαιώνονται καθημερινά. Τώρα εάν έχεις κάποια συγκεκριμένη απορία πάνω σε κάτι συγκεκριμένο το συζητάμε. Εγώ θα πρότεινα η ερώτησή σου να διατυπωθεί διαφορετικά. Εάν, δηλαδή, εμείς οι Χριστιανοί πρέπει να αναθεωρήσουμε τη στάση μας και να ακούσουμε την κριτική. Μήπως δηλαδή «φαρισαΐζουμε» πολλές φορές όντες μακριά από την διδασκαλία των δογμάτων της Εκκλησίας μας.

    5. Αν η σοβαρότητα (εγκυρότητα επιχειρημάτων), η διάθεση διαλόγου και η κριτική ικανότητα ήταν χαρακτηριστικά της θρησκευτικής πίστης και βιώματος τότε γιατί οι αιρέσεις είναι χαρακτηριστικό της θρησκείας;
    Γιατί δεν παρουσιάζονται αιρέσεις στην επιστήμη;

    Νομίζω ότι αυτό που λες δεν είναι απόλυτα σωστό. Και στην επιστήμη παρουσιάστηκαν (κατά καιρούς) διάφορες θεωρίες που όχι μόνο δεν ίσχυαν, αλλά έκαναν και κακό. Σου θυμίζω μόνο το παράδειγμα της γρίπης πρόσφατα με όλα αυτά τα εμβόλια «θανάτου». Ο εγωϊσμός και η οίηση είναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα όλων των ανθρώπων. Τώρα σε σχέση με τις αιρέσεις ισχύουν πάνω-κάτω τα ίδια. Δεν με βολεύει αυτό που λες, κάνω δική μου θρησκεία. Όλα για την υλική απόλαυση και δόξα. Τόσο απλά!

    6. Σύμφωνα με ποια πανανθρώπινα κριτήρια ονομάζεται η ορθόδοξη δογματολογία ως επιστήμη;

    Θα σου προτείνω να μελετήσεις το βιβλίο του πατρός Θεοκλήτου Διονυσιάτου πάνω στο έργο του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού » Τα 400 Κεφάλαια περί Αγάπης και Ερμηνεία εις το Πάτερ ημών.» ή την «Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών» (επί παραδείγματι). Αυτά.

    7. Η επιστημονική εγκυρότητα ως χαρακτηρισμός, αποδίδεται από τον ίδιο που αξιολογείται για τον εαυτό του; Είναι κάποιο είδος αυτοαξιολόγησης; Μπορεί να το κάνει ο καθένας για τον εαυτό του; Είμαστε δηλαδή ότι δηλώσουμε;

    Δεν πολυκαταλαβαίνω τι εννοείς. Δεν νομίζω (σαν επιστήμονας μιλώ. Είμαι πολ. μηχανικός) ότι μπορεί κάποιος να «βαπτίσει» τον ευατό του επιστήμονα ετσιθελικά. Δεν ξέρω εάν υποννοείς κάτι για κάποιον. Πάντως γενικά έχω την αίσθηση ότι στη ζωή μας κρινόμαστε και από αυτά που λέμε και από αυτά που κάνουμε. Συγγνώμη πάντως εάν οι απαντήσεις μου δεν σε κάλυψαν.

    Με αγάπη Χριστού.

    Σχολιάστε
  • Δεκέμβριος 2, 2010, 9:24 πμ
    Permalink

    @ Πέτρος

    Σχετικά, τώρα, με το θέμα των μεταναστών που έθιξα, έγινε διότι πιστεύω ότι για να κάνεις διάλογο με κάποιον σημαίνει ότι ενδιαφέρεσαι γι’ αυτόν. Επομένως το πρώτο βήμα για να το δείξεις αυτό είναι και η φιλανθρωπία (στους ταλαιπωρημένους αδελφούς μας).

    Δεν ανέφερα ΠΟΥΘΕΝΑ στα κείμενά μου ότι είσαι α) ενοχλητικός και β) υβριστικός. Τουναντίον. Όμως, μην κλείνεσαι στην «περιοχή» σου αμυνόμενος. Δεν είμαστε εχθροί!

    Και τέλος, εάν δεν μας άρεσε (ενν. στους Ορθόδοξους Χριστιανούς) ο διάλογος δεν θα έγραφες επί μακρόν σε τούτο το ταπεινό ιστολόγιο…

    Σχολιάστε
  • Δεκέμβριος 2, 2010, 11:59 μμ
    Permalink

    Ένα πολύ ωραίο παράδειγμα για το πώς η θρησκεία αναδιηγείται τον εαυτό της είναι το παράδειγμα του κατηχητικού λόγου του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, που μου είπες να διαβάσω.
    Πολύ ποιητικό κι ανθρωπιστικό.
    Διάβασέ τον κατ’ αντιπαραβολή με το Λουκά 19:27.
    Αναφέρονται στο ίδιο θέμα, τη μετά θάνατον ζωή, εκφράζουν όμως εκ διαμέτρου αντίθετες ιδέες.

    Επίσης μπορείς να διαβάσεις, σχετικά με αυτήν τη δοξασία, τους συλλογιστικούς ακροβατισμούς που αναγκάζονται να αναπτύξουν όσοι τα παίρνουν αυτά στα σοβαρά: http://www.oodegr.com/neopaganismos/ag.grafi/sfagi1.htm

    Δεν έχω ιδέα αν είναι η επίσημη ορθόδοξη εξήγηση αυτή της ΟΟΔΕ.
    Ο Χρυσόστομος, πάντως, εξηγεί το “τους εχθρούς μου εκείνους, τους μη θελήσαντάς με βασιλεύσαι επ’ αυτούς, αγάγετε ώδε και κατασφάξατε αυτούς έμπροσθέν μου.” χωρίς πολλές δικαιολογίες, όπως πραγματικά το κατανοούμε.
    Επίσης δεν ξέρω γιατί οι απολογητές της ΟΟΔΕ γράφουν σα να απολογούνται σε παγανιστές.
    Σε κάθε σημερινό άνθρωπο η παραπάνω φράση του Χριστού ακούγεται τελείως βάρβαρη.

    Ας σοβαρευτούμε λοιπόν.
    Οι παραδόσεις μας είναι γεμάτες με ωραίες και με άσχημες δοξασίες.
    Ας τις αντιμετωπίσουμε ως μύθους κι ας σεβαστούμε όσους από αυτούς μιλούν στην καρδιά μας.
    Σέβομαι ο,τι στη δική σου καρδιά έχει νόημα.
    Πολλές από τις χριστιανικές δοξασίες έχουν νόημα και για εμένα.
    Μιλούν και στη δική μου καρδιά. Με βοηθούν να αισθάνομαι περισσότερο πλήρης, περισσότερο άνθρωπος.
    Επίσης και ο Λέο Μπουσκάλια μου άρεσε.
    Αυτό όμως δε σημαίνει ότι θα λύσουμε τα σημερινά μας προβλήματα ονομάζοντας της θρησκευτικές δοξασίες επιστήμη και κάνοντας διδακτορικό σε αυτές…
    Γιατί τότε αναγκαστικά, πρέπει να το κάνουμε το διδακτορικό μας και στις άλλες θρησκείες ή ομολογίες.
    Να δεις τι βιβλιογραφία έχει ο καθολικισμός!
    Εκεί κι αν είναι επιστήμη!

    Ελπίζω αύριο να καταφέρω να σου απαντήσω και στα υπόλοιπα, γιατί φίλε μου Παναγιώτη, από αυτά που μου έγραψες δε βγαίνει καθόλου ότι πράγματι μπορεί να γίνει διάλογος σε θρησκευτικές δοξασίες.
    Επίφαση διαλόγου γίνεται.

    Π.χ.
    Οι φιλοσοφικές σχολές και τα αρχαία πανεπιστήμια ήταν πραγματικοί χώροι διαλόγου και κριτικής των ιδεών.
    Ο χριστιανισμός τα έκλεισε.
    Οι Εκκλησιαστικές Σύνοδοι δεν είναι παραδείγματα διαλόγου και κριτικής ιδεών, πόσο μάλλον ανταλλαγής απόψεων με τους ‘θύραθεν’..
    Ήταν απλά μια αναγκαστική (και υπό κυβερνητική εποπτεία) διατύπωση εσωτερικού κανονισμού της εκκλησίας.
    Εσωτερική της υπόθεση, δηλαδή.
    Να μην αναφερθούμε στο τι έπαθαν όσοι είχαν διαφορετική άποψη.

    Επίσης:
    δοξασία=δόγμα

    Περισσότερα αύριο.

    Σχολιάστε
  • Δεκέμβριος 4, 2010, 12:21 μμ
    Permalink

    Συνεχίζοντας το σχολιασμό μου για την ‘επιστημονικότητα’ της ορθοδοξίας (ή οποιασδήποτε άλλης θρησκείας, να είμαστε δίκαιοι) και τη δυνατότητα κριτικής σκέψης και διαλόγου σε θρησκευτικά πλαίσια, θέλω πρώτα να πω τα εξής:

    Ποιο είναι το κίνητρό μου; Θέλω να χτυπήσω την ορθοδοξία; Θέλω να καταρρίψω τα δόγματα που μιλούν στις καρδιές και στηρίζουν τους πιστούς;
    Δεν μπορώ να αναγνωρίσω την ανάγκη που έχουμε εμείς οι άνθρωποι για πνευματικότητα, τις αναζητήσεις μας που καλύπτονται από τη θρησκεία, τη λειτουργία της θρησκευτικότητας στις καρδιές μας, την ανάγκη για ένα σημείο αναφοράς που θα μας στηρίζει στις δυσκολίες, την ελπίδα ότι θα υπερβούμε τις αντιξοότητες, θα αποκατασταθεί η ανθρώπινη αδικία;

    Σε όλη την ανθρώπινη ιστορία η πνευματικότητα ήταν ο μετασχηματισμός της συνείδησης του ανθρώπου.
    Η ανάγκη μας να ζήσουμε ένα ‘όλον’, μια πληρότητα βιώματος, μια νοηματοδότηση πέρα από το υποκειμενικό.

    Μέσα από την εκπαίδευση, αν το μάθημα των θρησκευτικών ήταν θρησκειολογικό γενικά κι όχι απλά κατηχητικό για να κατασκευάσει ορθόδοξους, θα μπορούσαμε με πολύ καθαρότερο τρόπο να παρακολουθούμε την πορεία των ιδεών και τις πνευματικότητας του ανθρώπου.
    Δεν θα παλεύαμε σε ένα πολωμένο πολεμικό κλήμα που έχει συλήσει αυτές τις αναζητήσεις, αυτές τις ιδέες, αλλά θα μπορούσαμε να εστιάσουμε χωρίς προκαταλήψεις, να βιώσουμε χωρίς θρησκευτικούς αποκλεισμούς, να φέρουμε κοντά και να ενοποιήσουμε αυτές τις ιδέες χωρίς δαιμονοποιήσεις.

    Ενώ από το ιστορικό παράδειγμα έχουμε δει ότι τελικά αυτές οι αναζητήσεις για ενοποίηση στα χέρια των θρησκειών οδηγούν ακριβώς στο αντίθετο, στο διαχωρισμό, στην αποξένωση, στην ασυνέπεια, δεν έχουμε ακόμα βρει το κουράγιο να σταθούμε με θάρρος και καθαρότητα νοός απέναντι στο φαινόμενο ως κοινωνία. Στα δυτικά κράτη επιτρέπεται να το κάνουμε ως πρόσωπα, αποκομμένοι όμως πλέον από το σώμα. Και προϊόντος του χρόνου, όσο περισσότεροι άνθρωποι βρίσκουν αυτό το θάρρος, το εκκλησιαστικό σώμα όλο κι αποκόβεται από το κοινωνικό σώμα.
    Το εκκλησιαστικό σώμα, δυστυχώς, έχει αυτή την εγγενή αδυναμία να πλατυνθεί, να ανοίξει στην ελεύθερη κριτική σκέψη, στην διαπραγμάτευση μιας πνευματικότητας που αναγνωρίζει το κοινωνικό της πλαίσιο.

    Όμως αυτό που είναι πολύ τραγικότερο, είναι ότι μέσα από την απόδοση αυτών των αναζητήσεων στο υπερβατικό, στα διαχειριστικά χέρια των ιερατείων, στα θρησκευτικά συστήματα, η υπόλοιπη κοινωνία μένει ακόμα αμήχανη ως προς την ‘παραγωγή ηθικής’ και πνευματικών αξιών.

    Ακόμα η θρησκευτικότητα είναι κάτι ‘ιερό’, μη προσβάσιμο, ανάγεται σε μια αυθεντία πέρα από τα κοινωνικά πλαίσια, πρέπει να σεβόμαστε τις δοξασίες του και αν προχωρήσουμε σε κριτική, σε ανάλυση και παρατήρηση, τοποθετούμαστε αναγκαστικά από το πολεμικό θρησκευτικό κλήμα στους εκτός, τους θύραθεν.

    Η άποψη που καθορίζει το πολεμικό κλήμα στη διαλεκτική γύρω από αυτά τα θέματα, είναι η δοξασία περί ‘πνευματικού πολέμου’. Οι ‘θύραθεν’ δεν έχουν καμία πολεμική διάθεση από μόνοι τους. Απλά αμφισβητούν και διατυπώνουν σκέψεις, όπως είναι φυσικό και λογικό να κάνουν.

    Δεν ξέρω αν κατανοείς το πολύ βασικό τρικ, το πολύ ουσιαστικό σημείο μόχλευσης που ως αυτόματος μηχανισμός προστατεύει τη θρησκεία:
    Μπορείς να κρίνεσαι ως αποδεκτός συνομιλητής και διαχειριστής θεμάτων μέσα σε ένα θρησκευτικό σύστημα, μόνο αν δεν το αμφισβητείς. Αν αμφισβητήσεις έστω και μια από τις δοξασίες του φανερά και ξεκάθαρα, τίθεσαι εκτός πλαισίου διαλόγου, ονομάζεσαι αιρετικός, οπότε η συλλογιστική σου ακυρώνεται, δε χρειάζεται να ακουστεί.

    Αυτό είναι ένα σημείο τόσο καίριο και συνάμα τόσο παράλογο, που έχουμε διδαχθεί να το αγνοούμε, να το θεωρούμε δεδομένο, αναγκαστική συνθήκη, να μη μας προβληματίζει.
    Παράδειγμα, όλες αυτές οι χριστιανικές εκδόσεις που αναφέρονται στο άρθρο “Διδακτορικό στη Χριστιανική Επιστήμη”, είναι διατυπώσεις συλλογιστικών και προβληματισμοί που δεν μπορούν να σταθούν ως πανανθρώπινα συλλογιστικά μοντέλα σε ένα πλαίσιο ελεύθερης κριτικής σκέψης.
    Αν διαβάσεις ένα ιστορικό βιβλίο που έχει γράψει ένας απολογητής χριστιανός, μπορείς να κατανοήσεις περισσότερο αυτό που περιγράφω εδώ. Μπορεί να θεωρείται αναμενόμενο κάθε μελετητής να εκφράζει και να προβάλλει μέσα από το έργο του την προσωπική του θέαση, ο χριστιανός απολογητής, όμως, όπως και κάθε απολογητής (κομουνιστής π.χ.), έχει τον επιπλέον φόβο της στράτευσης. Το να είναι όλα όσα θα εκφράσει σύμφωνα με το δόγμα, ώστε να μην κινδυνεύσει από το Ανάθεμα. Σιγεί τους προσωπικούς του προβληματισμούς, καμουφλάρει την έκφρασή του.

    Το Ανάθεμα θα τον αποκόψει από το σώμα, από κάθε δυνατότητα διαλόγου.
    Δε χρειάζεται να είναι επίσημος αφορισμός.
    Πολλές φορές θα έχεις ακούσει για κάποιον χριστιανό συγγραφέα:
    “Α! Γι’ αυτόν/ήν μου μιλάς; Μα αυτός είχε πει μπλα… μπλα… μπλα… (αναφορά κάποιας διαφορετικής άποψης που είχε εκφράσει, μη αποδεκτής από το πακέτο των θρησκευτικών δοξασιών).”
    Κι αμέσως κάθε άλλη άποψη και το σύνολο των συλλογιστικών του συγκεκριμένου προσώπου απαξιώνεται πλήρως, δε χρειάζεται καθόλου να τα διαβάσουν οι πιστοί, να τους δώσουν σημασία, να τους προβληματίσουν. Κρίνεται μάλιστα κι επικίνδυνος/η.
    Το άτομο αυτό έχει πλέον αποκοπεί, η δυνατότητα διαλόγου έχει εκμηδενιστεί.

    Το Ανάθεμα είναι κυρίαρχος φόβος πίσω από κάθε διατύπωση σκέψης από κάποιον στρατευμένο. Θα διαπιστώσεις πόσο ακροβατικά προσπαθεί να πλησιάσει θέματα ‘επικίνδυνα’, ένας στρατευμένος. Πόσο προσπαθεί να παντρέψει και να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, αντί να πει ξεκάθαρα με συνεκτική συλλογιστική την άποψή του.
    Αυτή η αγονία του, μπορεί να γίνεται αποδεκτή από το χριστιανικό κοινό (γιατί την έχει εσωτερικευμένη κι αυτό) είναι όμως απόλυτα ορατή και προσβλητική για κάποιον ελεύθερα σκεπτόμενο.

    Για να δούμε όμως πώς γεννάται η κυριαρχία του φόβου του Αναθέματος, και πόσο διαλεκτική μπορεί να είναι, τελικά.

    Αν πάμε ένα βήμα πιο βαθιά, θα δούμε ότι αυτή η μόχλευση που αποκλείει τον πραγματικό διάλογο, την πραγματική επικοινωνία σε πνευματικά θέματα, εγκαθίσταται πρώτα απ’ όλα μέσα στην καρδιά και το μυαλό κάθε πιστού.
    Σε πρώτη φάση, δηλαδή, μέσα από την εκπαίδευση και την κατήχηση, κάθε θρησκεία διδάσκει στους πιστούς από την τρυφερή παιδική τους ηλικία ότι δεν μπορούν να κάνουν ελεύθερο κι ουσιαστικό εσωτερικό διάλογο για τις θρησκευτικές δοξασίες.
    Κάθε εσωτερική αμφισβήτηση ονομάζεται ‘λογισμός΄’, είναι επιρροή δαιμονική, πρέπει το ίδιο το πρόσωπο να μάθει να απαγορεύει τον εσωτερικό διάλογο, να αλλωτριώνεται από την ελεύθερη σκέψη του, τη συλλογιστική του.
    Μέσα στο κάθε άτομο, εγκαθίσταται από τα παιδικά χρόνια η σύγκρουση ανάμεσα στη λογική σκέψη και στην πνευματική αναζήτηση. Επιπλέον, μαθαίνουμε να μην το αναγνωρίζουμε αυτό ως πρόβλημα, γιατί η εγκατάσταση αυτής της σύγκρουσης πατάει κι αντικαθιστά μιαν άλλη φυσική κι εγγενή σύγκρουση που ούτως ή άλλως έχουμε.

    Πρόσεξε πιο είναι το σημαντικό σε αυτό το σημείο:
    Κάθε άνθρωπος στη ζωή του, βιώνει την εσωτερική σύγκρουση, ανεξαρτήτως θρησκευτικότητας. Π.χ. Από μωρά βιώνουμε τη σύγκρουση των επιθυμιών μας με την πραγματικότητα.
    Των ενστίκτων μας με την κοινωνικοποίηση. Δεν μπορούμε σε κανένα κοινωνικό πλαίσιο να αγνοήσουμε αυτή τη σύγκρουση. Είναι φυσική και αναμενόμενη, μέσα από αυτή τη σύγκρουση κοινωνικοποιούμαστε, ορίζουμε την ηθική μας, χτίζουμε τις διαπροσωπικές μας σχέσεις μας, την προσωπική μας ταυτότητα, την αίσθησή μας ως μέλους ομάδας, πολίτη.
    Οι ποιότητες που θα καλλιεργήσουμε, οι νοοτροπίες που θα εγκατασταθούν μέσα μας, ορίζουν πλέον τις δυνατότητες που θα έχουμε ως ‘κοινωνά’ μέλη, αλλά και τις δυνατότητες διαλόγου και διαπραγμάτευσης που θα έχει η κοινωνία μας.
    Η αντικατάσταση αυτής της φυσικής σύγκρουσης όμως, από μια σύγκρουση που φέρνει σε εχθρότητα το λογικό μας με την πνευματική αναζήτηση, είναι θρησκευτικό επιφαινόμενο. Είναι η αρχή της αλλοτρίωσης, πρώτα προσωπικής και στη συνέχεια κοινωνικής.

    Η αυθαιρεσία οδηγεί στη συλλογιστική ασυνέπεια και την εσωτερική αλλοτρίωση.
    Η συλλογιστική ασυνέπεια οδηγεί επίσης στην επίφαση προθέσεων και συναισθημάτων και στην ασυνέπεια λόγων – πράξεων.
    Αυτή με τη μεριά της οδηγεί στη φαυλότητα, στην κοινωνική υποκρισία.

    Σε ένα σχόλιο που θα αναρτήσω στην καταχώρηση ‘Ο θεσμός του Πανεπιστημίου και η Ελλαδική χρεωκοπία’, γράφω περισσότερα πάνω σε αυτό το θέμα.

    Βρίσκω μεγάλη ομορφιά στις περιπέτειες των ιδεών μας.
    Ιστορικά, παρατηρούμε ότι δημιουργούνται ανθρώπινα συστήματα που αντιμάχονται τις αλλαγές των ιδεών, τη διαλεκτική, το νέο, υπάρχουν και συστήματα που αναζητούν αυτή την περιπέτεια.

    Θεωρώ ότι ειδικά σήμερα, έχουμε μεγάλη ανάγκη να αμφισβητήσουμε τις αυθεντίες, τις δοξασίες και τα μιμίδια που έχουμε κληρονομήσει.
    Να παρατηρήσουμε τις αναπαραγόμενες συμπεριφορές, να αναλύσουμε τις ‘αυτονόητες’ ιδέες μας, τα στερεότυπά μας.
    Να ξεφύγουμε από αυτό που αναπαράγουμε, όπως έχουμε κάνει πολλές φορές στο παρελθόν.

    Δεν έχουμε πλέον την πολυτέλεια να εξυπηρετούμε δοξασίες, ούτε θρησκευτικές, ούτε πολιτικές, ούτε οικονομικές.
    Να βάλουμε τα πράγματα κάτω για να διατυπώσουμε συναινετικά συνεπείς ηθικές θεωρίες,
    Χρειαζόμαστε σεβασμό στην ηθική συναίνεση, πλέον, όχι σεβασμό στις δοξασίες.

    Υ.Γ. Μετά από αυτή την εισαγωγή, μπορώ να αναρτήσω και την απάντηση στα σημεία που είχαμε συζητήσει παραπάνω για το διάλογο επί θρησκευτικών θεμάτων.

    Ευχαριστώ για την υπομονή και… καλή υπομονή για τα επόμενα.

    Σχολιάστε
  • Δεκέμβριος 4, 2010, 2:36 μμ
    Permalink

    Γράφω πρώτα συνοπτικά τις απαντήσεις μου, και ακολούθως, στο επόμενο μήνυμα τις αναλύω.

    Συνοψίζοντας:
    1. Δόγμα=δοξασία
    2. Οι οικουμενικές Σύνοδοι δεν ήταν σε καμία διάσταση ανοιχτή κριτική και διεπιστημονικός διάλογος, ήταν απλά μια εσωτερική υπόθεση διατύπωσης κανονισμού της Εκκλησίας που γινόταν υπό κυβερνητική εποπτεία. Πλέον ούτε καν αυτό δεν μπορεί να γίνει, τα τελευταία χίλια και κάτι χρόνια.
    3. Ο διαθρησκειακός διάλογος που αναφέρεις είναι απόδειξη επίφασης, όχι πραγματικού διαλόγου. Είναι απόδειξη για το ότι ΔΕΝ μπορεί να γίνει διάλογος. Δεν είναι επίσημη και δεσμευτική κίνηση στο ορθόδοξο σώμα. Ως στάση έχει ήδη προκαλέσει πολλά προβλήματα και οδηγεί σε νέες αιρέσεις στο σώμα της Εκκλησίας. Αυτούς που δέχονται κι αυτούς που δεν δέχονται το διαθρησκειακό διάλογο. Αυτό ακριβώς αναφέρω όταν λέω ότι οποιαδήποτε διαφοροποίηση οδηγεί σε νέα αίρεση κι όχι σε νέα προσέγγιση. Δες το θέμα παλαιοημερολογήτες vs νεοημερολογήτες, Σιίτες – Σουνίτες, Προτεστάντες – Καθολικοί. Ούτε καν μέσα στα στενά εθνικά σύνορα δεν λειτουργεί αποτελεσματικά ο θρησκευτικός διάλογος. Ακριβώς το αντίθετο γίνεται.
    4. Οι αιρέσεις και οι παραθρησκείες δεν αποδεικνύουν το ότι τα ορθόδοξα δόγματα έχουν επιβεβαιωθεί περίτρανα. Ακριβώς το αντίθετο αποδεικνύεται. Οι εναλλακτικές προσεγγίσεις αναπτύσσονται όταν δεν υπάρχει επαρκής κι αποτελεσματική αποδεδειγμένη πρόταση. Όταν κάποια θεωρία επιβεβαώνεται περίτρανα, όπως το ότι η γη κινείται γύρω από τον ήλιο, πλέον κανείς δεν την αμφισβητεί. Και η προβληματική μας προχωράει παρακάτω σε άλλα θέματα.
    5. Δεν μπορεί να γίνει καμία σύγκριση μεταξύ διαφορετικών θρησκευτικών συστημάτων και διαφορετικών επιστημονικών προτάσεων. Οι διαφορετικές θρησκευτικές ιδέες οδηγούν σε μόνιμα σχίσματα, απομακρύνουν όλο και περισσότερο. Οι διαφορετικές επιστημονικές ιδέες, από την άλλη, προκαλούν το επιστημονικό ενδιαφέρον, οδηγούν σε γόνιμο διεπιστημονικό διάλογο και σύντομα γεννούν νέα επιστημονικά δεδομένα γενικής αποδοχής.
    6. Ο πατήρ Θεοκλήτος Διονυσιάτης, μπορεί να λειτουργεί αποτελεσματικά για εσωτερικούς προβληματισμούς του ορθόδοξου βιώματος, ως μέλος του σώματος της εκκλησίας, (όπως στο θέμα με τα ιδιόρρυθμα και τα κοινόβια), δεν χρησιμοποιεί όμως πανανθρώπινα κριτήρια, ούτε αποτελεί μέλος κάποιου επιστημονικού παγκόσμιου φόρουμ. Το ίδιο κι ο Tariq Ramadan για την ισλαμική θεολογία ή ο Ε. Levinas για την εβραϊκή θεολογία. Έχει νόημα για εσένα να σου πει κάποιος ότι σύμφωνα με τα ‘δικά τους πανανθρώπινα κριτήρια’ (κατανοείς το λογικό άτοπον της έκφρασης αυτής), οι θεολογίες τους είναι πανανθρώπινες επιστήμες; Δεν είναι αστεία μια τέτοια τοποθέτηση που επιτρέπει στον καθένα να καπηλεύεται παγκόσμιες έννοιες κι αξίες για δικό του όφελος;
    7. Νομίζω ότι κατάλαβες ακριβώς τι εννοώ και συμφωνείς μαζί μου ως επιστήμονας. Εννοώ ακριβώς αυτό που έγραψες, ότι ο χαρακτηρισμός ‘επιστήμονας’ κι ‘επιστημονικός’ δεν δίνεται ετσιθελικά, μονόπλευρα, αλλά δίνεται από την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα. Κάποιος πιστός όμως που δεν είναι επιστήμονας, μπορεί να δέχεται τους ισχυρισμούς του καθενός κομπογιαννίτη, ότι είναι επιστήμονας.

    Κλείνοντας, να πω ότι αυτή η ιστορική αναγκαιότητα που για λόγους οικονομίας κι οργάνωσης των κοινωνιών μας οδήγησε στην στήριξη θρησκευτικών συστημάτων, σήμερα λειτουργεί αντικοινωνικά.
    Ως απάντηση στα κοινωνικά προβλήματα είναι όλο και περισσότερο ανεπαρκής, όσο δεν καταφέρνει να ανοίξει το πνευματικό βίωμα σε όλο το κοινωνικό βίωμα.

    Στην τελική, η κοσμική υποκρισία είναι πολύ ρηχή, πολύ ευανάγνωστη, πολύ ανθρώπινη..
    Η εκκλησιαστική όμως είναι βαθιά.
    Είναι επίφαση συναισθημάτων, επίφαση προθέσεων, επίφαση στόχων.
    Εγκαθιστά στις κοινωνίες την αυθαιρεσία και τη συλλογιστική ασυνέχεια.
    Εκεί που διατρανώνονται τα ανώτερα, εκεί πραγματώνονται τα χειρότερα: η πραγματική ανθρώπινη απαξίωση, το πραγματικό ανθρώπινο μίσος, η πραγματική αποξένωση.
    Κάτω από τα υψηλότερα λόγια, κρύβεται η μεγαλύτερη κενότητα.
    Επιλέγεται ο εξορκισμός, αντί η γνησιότητα, το κέλυφος αντί του περιεχομένου.

    Για εμένα η θρησκευτική σκέψη είναι ο πυρήνας της αλλοτρίωσης μας.
    Νομιμοποιεί το κατ’ επίφαση.

    Σχολιάστε
  • Δεκέμβριος 4, 2010, 2:52 μμ
    Permalink

    Προχωρώ στην ανάλυση (και… καλή αντοχή…)

    Υπάρχουν επιστημονικοί κλάδοι που μελετούν τις θρησκείες και τη θρησκευτικότητα.
    Η θρησκειολογία, η κοινωνιολογία, η επιστήμη του εγκεφάλου, η ιστορία των θρησκειών κλπ.
    Οι ίδιες οι θρησκείες όμως δεν είναι επιστήμες (με τη σημερινή έννοια).
    Θα ήθελαν να είναι.
    Σε πρωτόγονους πολιτισμούς ήταν.
    Οι θρησκείες είναι επιστήμες μόνο με την έννοια την παλιά, ότι φροντίζουν, εποπτεύουν, τον κόσμο των ιδεών τους, το σύστημά τους.

    Οπότε κρίνονται ως επιστήμες από τον ίδιο τον εαυτό τους και μόνο για τον εαυτό τους. Καμία πανανθρώπινη διάσταση δεν λαμβάνει η επιστημονικότητά τους, πέρα από την φαντασιακή τους επιθυμία να αντιπροσωπεύουν τον κόσμο όλο, την αλήθεια όλη, το θείο.

    Όπως έγραψα και παραπάνω, δόγματα και δοξασίες είναι έννοιες ταυτόσημες.
    Το μόνο που θα μπορούσε ίσως να διαφοροποιήσει το πότε χρησιμοποιούμε τη μια λέξη και πότε την άλλη είναι το εξής:
    Τα δόγματα είναι οι δόξες της θρησκείας στην οποία έχουμε γεννηθεί, οι δοξασίες είναι οι δόξες των άλλων, των ξένων θρησκειών. Αυτό ισχύει για κάθε θρησκεία.
    Στην ουσία όμως, δόγματα και δοξασίες, είναι το ίδιο πράγμα, θεωρούμενο από άλλη πλευρά.
    Δεν έχουν δηλαδή κάποια άλλη ποιότητα οι δοξασίες από τα δόγματα.
    Δεν υπάρχει κάποιο πανανθρώπινο κριτήριο που να μπορούμε να θέσουμε ώστε να τα διαχωρίσουμε και να πούμε ότι πχ οι δόξες των χριστιανών δεν είναι δοξασίες, αλλά οι δόξες των μουσουλμάνων είναι.

    Είναι το ίδιο πράγμα, απλά δε μας αρέσει να το λέμε, γιατί έτσι έχουμε μάθει, δε μας αρέσει το ξένο.
    Εννοείται ότι άλλες δοξασίες κρίνονται πιο σύγχρονα ωραίες, άλλες πιο βάρβαρες, αλλά ο κριτής πάντα είναι η σύγχρονη κοινωνική ηθική.

    Οι θρησκευτικές δοξασίες, λοιπόν, έλκουν την ποιότητά τους από την κοινωνική ηθική της εποχής και του χώρου που τις παράγει, όχι από κάποια θεότητα.
    Εμείς θεωρώ ότι είμαστε τυχεροί που οι θρησκευτικές μας δοξασίες δεν ήρθαν αφιλτράριστες από τον προελληνικό εβραϊσμό, αλλά πέρασαν κι από τον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Αλλιώς θα κόβαμε κι εμείς μύτες και θα λιθοβολούσαμε, όπως κληρονόμησαν από τον ίδιο προπάτορα οι ακραιφνείς ισλαμιστές.
    (Μην ξεχνάμε ότι το “Ο αναμάρτητος πρώτος το λίθο βαλέτω”, δεν ειπώθηκε κατηγορηματικά ως “Μην λιθοβολείτε, είναι απάνθρωπο”, αλλά ως διπλωματικός συμβιβασμός σε μια κοινωνία που άλλαζε.)

    Για να ονομάσουμε όμως οποιοδήποτε πεδίο μελέτης κι έρευνας ως επιστημονικό, πρέπει τα κριτήρια που θα χρησιμοποιήσουμε να είναι πανανθρώπινα και μάλιστα διεπιστημονικά.

    Τα δύο κριτήρια που προσπαθείς να εφαρμόσεις, το πόσο, δηλαδή, πολλοί αιώνες έχουν περάσει από τη διατύπωση αυτών των δοξασιών, ή το πόσο έντονα βιώνονται αυτές οι δοξασίες από τους πιστούς κάθε θρησκείας, δεν είναι κριτήρια επαλήθευσης της δεδομένης θρησκείας. Είναι απλά ένα κατηχητικό τέχνασμα που απευθύνεται κι έχει δύναμη μόνο στους ήδη πιστούς.

    Είναι γνωστό ότι όλοι οι πιστοί όλων των θρησκειών έχουν βιωματική σχέση με τη θρησκεία τους.
    Αισθάνονται και ζουν τις αλήθειες της θρησκείας τους.
    Βιώνουν τη θρησκεία τους σαν την Αλήθεια.
    Πιστεύεις ότι υπάρχουν θρησκείες τις οποίες οι πιστοί τους δεν τις βιώνουν προσωπικά; Τι είδους θρησκείες θα ήταν τότε;

    Η ανθρώπινη αντίληψη όταν λειτουργεί μέσα σε κλειστό ερμηνευτικό σύστημα όπως είναι η θρησκεία, μπορεί να παράγει και να αναπαράγει το προβλεπόμενο αποτέλεσμα, να σε κάνει να βιώσεις αυτό που περιμένεις.
    Μάλιστα αυτό γίνεται με αυτόματο και ανύποπτο τρόπο, χωρίς να αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος ότι αυτό που βίωσε ήταν αυτό το οποίο είχε ‘προγραμματιστεί’ να βιώσει.

    Αυτός είναι και ένας βασικός λόγος για τον οποίο οι πραγματικές επιστήμες επιζητούν το νέο, αναζητούν αυτό που διαλάθει, διαρκώς διατυπώνουν νέες πιο συνεπείς θεωρίες, δεν αρκούνται στο παλιό, το ‘αυτονόητο’, το παραδεδομένο, δε δογματίζουν.
    Γνωρίζουν ότι ο κίνδυνος είναι οι ψευδείς ‘θρησκευτικές’ εντυπώσεις: το να βλέπεις αυτό που επιζητείς να δεις και να αγνοείς αυτό που δεν θέλεις.

    Δεν μπορεί να γίνει καμία σύγκριση ανάμεσα στις διαφορετικές προτεινόμενες θεωρίες μιας επιστήμης και στις διαφορετικές θρησκευτικές δοξασίες των θρησκειών.
    Οι διαφορετικές επιστημονικές θεωρίες, ενδιαφέρονται η μια να πάρει από τα πορίσματα της άλλης, συνδιαλέγονται και πολύ γρήγορα έρχονται κοντά.
    Οι διαφορετικές θρησκευτικές απόψεις, από την άλλη πλευρά, χωρίζουν όλο και πιο πολύ, αιρετικοποιούν και τελικά δαιμονοποιούν η μία την άλλη.
    Λειτουργούν αντίθετα δηλαδή και αυτό είναι ιστορικά ξεκάθαρο.
    Γιατί, όμως, επιλέγεις να τα συγκρίνεις ως αντίστοιχα ενώ είναι ολοκληρωτικά αναντίστοιχα;.
    Ποια σκέψη σε οδήγησε σε αυτή την παραλληλία;

    Όποιος συζητά με τον εαυτό του (εντός του ίδιου συστήματος δοξασιών, δηλαδή, π.χ. Οικουμενικές Σύνοδοι) δεν κάνει συζήτηση, κάνει αναδιήγηση.
    Οι θρησκείες, δηλαδή, όντως αλλάζουν στο χρόνο, αναδιηγούνται στον εαυτό τους στον ίδιο τον εαυτό τους, χρησιμοποιώντας όμως τις νέες ιδέες, τις νέες κατακτήσεις του ανθρώπινου πνεύματος, καταναγκαζόμενες από τη νέα πραγματικότητα, όχι επιθυμώντας την αλλαγή. (Όπως το παράδειγμα που σου ανέφερα στο προηγούμενο κείμενό μου).
    Ειδικά στην περίπτωση των εκκλησιαστικών Συνόδων, η ανάγκη ήταν κυβερνητική. Αν δεν υπήρχε αυτή η κυβερνητική ανάγκη δε θα γινόντουσαν.
    Επιπλέον, στις συνόδους δε γινόταν διάλογος με τους ‘Θύραθεν’, ούτε με άλλα θρησκευτικά συστήματα.
    Δεν είναι, λοιπόν, παράδειγμα κριτικής ή διαλόγου οι σύνοδοι.
    Ήταν μια διατύπωση ή αναδιατύπωση του εσωτερικού κανονισμού της εκκλησίας από τον εαυτό της και για τον εαυτό της.
    Νομίζω ότι η ποιοτική διαφορά είναι παραπάνω από εμφανής.

    Εκ των πραγμάτων, οι θρησκείες δεν επιτρέπεται να αναζητούν το νέο ή να ενδιαφέρονται για το διαφορετικό.
    Η αλλαγή των ιδεών, των αντιλήψεων για τον κόσμο και τα πράγματα, είναι ο εχθρός των θρησκειών.
    Η ισχύς τους είναι ακριβώς το ότι προβάλλονται ως η απόλυτη αλήθεια, η ίδια η αποκάλυψη του ανώτερου, της αυθεντίας, του θεϊκού.
    Η διαφορετική ιδέα δαιμονοποιείται, είναι ο ίδιος ο διάβολος.

    Η επιθυμία διαλόγου που παρατηρείται σήμερα στους θρησκευτικούς χώρους είναι μια αναγκαστική συνθήκη για τους πιστούς, όχι μια επιλογή.
    Γίνεται αναγκαστικά, ως αμυντική κίνηση αυτοσυντήρησης, όχι ως κίνηση αναζήτησης.
    Είναι απολογητική και κατηχητική, όχι γνήσια ‘αναζητητική’.
    Τι να αναζητήσει άλλωστε ο πιστός σε έναν ξένο, σε ένα ‘θύραθεν’ αφού κατέχει την Απόλυτη Αλήθεια;
    Αυτός ο κατ’ επίφαση διάλογος εντάσσεται σε αυτό που ονομάζουν οι θρησκείες ‘πνευματικό πόλεμο’.
    Βιώνεται ως πόλεμος από τους πιστούς.
    Ο άλλος είναι αναγκαστικά ο εχθρός.
    Προβάλλονται από πίσω δαιμονικές προθέσεις και συνωμοσίες.

    Δεν είναι επίφαση μόνο ο διάλογος, αλλά και η ίδια η φιλότητα, η δυνατότητα συναίνεσης, ‘συγχώρεσης’.
    Δεν υπάρχει τόπος ‘παραδίπλα’ στον οποίο ο πιστός θα μπορούσε να ‘συγχωρέσει’ με τον άλλο, τον ξένο, τον ‘θύραθεν’, τον άπιστο.
    Ο μόνος τόπος είναι ο τόπος ο δικός του.
    Η μόνη δυνατότητα που υπάρχει είναι να αλλάξει ο άλλος.
    Δεν επιτρέπεται να αναζητήσουν μαζί μια νέα συναίνεση, ένα νέο τόπο, μια νέα θεωρία..

    Όποτε, λοιπόν, εμφανίζεται ότι πραγματοποιείται διάλογος σε θρησκευτικά ζητήματα, στην πραγματικότητα είναι μια επίφαση διαλόγου και κριτικής.
    Αν υπήρχε η δυνατότητα να αποκλειστεί κάθε διάλογος από τη μεριά του θρησκευτικού συστήματος, αυτό θα γινόταν αυτόματα.

    Για να σε πάω και στο πραγματικό, που συνέβη ιστορικά, η ορθοδοξία δεν μπορούσε και δεν ανέχτηκε φιλοσοφικές σχολές.
    Κατάργησε, όταν είχε τη δυνατότητα, το μεγαλύτερο ανθρώπινο επίτευγμα πάνω στο θέμα της διαλεκτικής και της κριτικής των ιδεών της αρχαιότητας, τις φιλοσοφικές σχολές.

    Αυτή η επίφαση, είναι απαραίτητη σε ένα κόσμο που αλλάζει, ως επίφαση επικοινωνίας και διαλόγου,όμως, δεν μπορεί παρά να οδηγεί ιστορικά διαρκώς σε αποσχίσεις κι αιρέσεις που όλο και βαθαίνουν την απόσταση.
    Δεν οδηγεί στη συναίνεση, στο πλησίασμα.
    Η συναίνεση και το πλησίασμα όταν επιτυγχάνεται κοινωνικά, παράγεται μόνο από την επιστημονική σκέψη και τις αλλαγές στις κοινωνικές συνθήκες που αυτή επιφέρει.

    Το πρόβλημα είναι ότι η επιστημονική σκέψη δε θέλει μόνο υπομονή.
    Θέλει κι ελευθερία και συνέπεια.
    Και προπάντων χρειάζεται ένα ώριμο κοινωνικό χώρο, που να μπορεί να λειτουργεί με συναίνεση και ψυχραιμία και να διαχειρίζεται τα επιστημονικά πορίσματα με ενεργή κοινωνική ηθική.
    Η πραγματική μη ετεροκαθοριζόμενη κοινωνική ηθική, όμως, είναι δύσκολο πράγμα.
    Οπότε εγώ θεωρώ δεδομένο ότι για πολλά χρόνια ακόμα, οι θρησκείες θα παίζουν ενεργό παιχνίδι στις ζωές των κοινωνιών.

    Ευχαριστώ για το ευήκοον.

    Σχολιάστε
  • Δεκέμβριος 12, 2010, 11:37 μμ
    Permalink

    Πέτρο,
    Εγώ πιστεύω οτι: Άνθρωποι είναι οι χριστιανοί, άνθρωποι, όχι υπεράνθρωποι σούπερμαν. Κάνουν κι αυτοί τα λάθη τους.
    Αν ενδιαφέρεσαι ανιδιοτελώς για αυτούς, και θέλεις με αγάπη να μοιραστείς μαζί τους τις σκέψεις σου, επειδή πραγματικά πιστεύεις οτι θα τους οφελήσει, τότε, κατά τη γνώμη μου, οκ.
    Αν θέλεις να έχεις πνεύμα αυτοδικαίωσης, και να γράφεις για να δικαιωθείς, τότε, κατά τη γνώμη μου, οκ.
    Ό.τι και να θέλεις, είναι, κατά τη γνώμη μου, οκ…. διότι……
    πιστεύω… είσαι ελεύθερος, όπως κάθε άνθρωπος, να διαλέξεις τους στόχους σου και τους σκοπούς σου.
    Όμως,
    κατά πόσο είσαι συνειδητοποιημένος για το ποιοί είναι οι στόχοι σου, τα βαθύτερα κίνητρά σου, κλπ;

    Δε προβλέπω να μπω πάλι στο Ζωντανό Ιστολόγιο σε αυτή την ανάρτηση να δω την απάντησή σου. Απλά έγραψα τις σκέψεις μου. Γεια χαρά.

    Σχολιάστε
  • Δεκέμβριος 13, 2010, 10:13 μμ
    Permalink

    Ναι, αυτό ακριβώς εννοώ.
    Τις ανθρώπινες ιδέες πρέπει να κρίνουμε, όχι τους ανθρώπους.

    Στα σχόλιά μου παραπάνω αναλύω ιδέες (όχι πρόσωπα) και μάλιστα αυτές που είναι φτιαγμένες έτσι ώστε να αποφεύγουν την κριτική και να αναπαράγονται (μιμίδια).
    Αυτές οι ιδέες, διαχρονικά και σε όλες τις κοινωνίες, είναι οι θρησκευτικές ιδέες.
    Επιβιώνουν αναπαραγόμενες γιατί στηρίζονται στο εξελικτικό πλεονέκτημα μιας άλλης ιδέας, της ‘θεϊκής αυθεντίας’, οπότε βγαίνουν στο απυρόβλητο.
    (Από όσα έγραψα τι σε έκανε να νομίσεις ότι κρίνω ανθρώπους;)

    Κάποιες από αυτές τις ιδέες είναι ιδιαίτερα προβληματικές γιατί μας αποξενώνουν (=αλλοτριώνουν), πρώτα από τον ίδιο μας τον εαυτό κι έπειτα από το κοινωνικό βίωμα.
    Δε μας επιτρέπουν να έχουμε ελεύθερη προσωπική σκέψη, μας αποκλείουν τον πραγματικό διάλογο και την κοινωνική συναίνεση.

    Αναφέρω ξανά μερικές από τις κυριότερες θρησκευτικές ιδέες που αντιμάχονται τη δυνατότητα πραγματικού διαλόγου και χωρίζουν τους ανθρώπους:
    Η ιδέα για τον ‘πνευματικό πόλεμο’,
    η ιδέα για τις δαιμονικές επιρροές,
    η ιδέα για τους λογισμούς,
    τα αφοριστικά επιχειρήματα (χρήση αυθεντίας),
    η ιδέα της πτώσης (δαιμονοποίηση στόχων, απαξίωση κινήτρων),
    η ιδέα του αναθέματος,
    η ιδέα του ‘αιρετικού’
    η έννοια ‘θύραθεν’
    η ιδέα για την εσωτερική σύγκρουση,
    κλπ.

    Αυτές οι ιδέες ως μοντέλα σκέψης γεννιόνται μέσα στα θρησκευτικά συστήματα, μεταφέρονται όμως σε όλο το κοινωνικό μας βίωμα.

    Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, θεωρώ ότι τα μοντέλα σκέψης περί ‘θεού’ που έχει ένας πολιτισμός, επηρεάζουν άμεσα και τη σχέση του με την εξουσία και το κράτος. Νομιμοποιούν νοοτροπίες και συμπεριφορές πολιτικής σκέψης, κοινωνικής οργάνωσης κι επίλυσης προβλημάτων.
    Ειδικότερα, αναφέρω κάποια από αυτά σε ένα σχόλιό μου στην ανάρτηση «Ο θεσμός του Πανεπιστημίου και η Ελλαδική χρεωκοπία».

    Όπως βλέπεις, θεωρώ ότι η σύγχρονη νεοελληνική κρίση σχετίζεται με τον ανορθολογισμό μας και τις νοοτροπίες που κληρονομούμε από την θρησκευτική πράξη.

    Το πρόβλημα σ’ εμάς έχει να κάνει με την ορθοδοξία, στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα έχει να κάνει με τον προτεσταντισμό, στην Ινδία έχει να κάνει με τον ινδουισμό, στις χώρες τις μέσης ανατολής με το ισλάμ κ.ο.κ.
    Ο κάθε χώρος πρέπει να αμφισβητήσει τις δικές του δοξασίες, να αναγνωρίσει τα δικά του μιμίδια.

    Τα κοινωνικά προβλήματα λύνονται με συναίνεση, όταν αμφισβητούμε το δογματικό τρόπο σκέψης, χρησιμοποιούμε την κριτική μας σκέψη (με εγκυρότητα επιχειρημάτων και η συνέπεια στο συλλογισμό), ενδιαφερόμαστε να υπάρχει ουσιαστική (κι όχι κατ’ επίφαση) δυνατότητα διαλόγου και χρησιμοποιούμε πανανθρώπινα κριτήρια.

    Κατά τ’ άλλα, ας κρατήσουμε όποιες από τις θρησκευτικές εντυπώσεις μας στηρίζουν, ας συνεχίσουμε να ‘αγιογραφούμε’ όποιες ιδέες της θρησκείας μας έχουν νόημα, μέσα στην καρδιά μας.
    Η περιπέτεια των ιδεών δεν τελειώνει!

    «… Αυτό όμως δε σημαίνει ότι θα λύσουμε τα σημερινά μας προβλήματα ονομάζοντας της θρησκευτικές δοξασίες επιστήμη και κάνοντας διδακτορικό σε αυτές…»

    Σχολιάστε
  • Δεκέμβριος 14, 2010, 1:03 μμ
    Permalink

    @ Πέτρος

    Αγαπητέ μου,

    Σου εύχομαι καλά και ευλογημένα Χριστούγεννα και ειρηνικό το νέο έτος 2011.

    Εύχομαι ο γλυκύς Ιησούς να γεννηθεί φέτος στην καρδιά σου και να γευθείς την γλυκύτητά Του.

    Με πολύ αγάπη Χριστού,

    Παναγιώτης

    Σχολιάστε
  • Δεκέμβριος 17, 2010, 6:26 μμ
    Permalink

    ΜΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ=Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΑΣ.-

    Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΟΝΟ ΜΕΛΛΟΝ ΜΑΣ.-

    Η ΚΕΦΑΛΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΑΣ.-
    Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΙΔΙΟΣ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΣ…
    Ο ΘΕΟΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΟΣ.
    ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΩΡ=ΚΟΣΜΟΚΡΑΤΩΡ.
    ΟΠΟΙΟΣ/ὌΠΟΙΟΙ ΠΟΛΕΜΑΝΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΜΑΣ
    -ΑΝ ΔΕΝ ΜΕΤΑΝΟΗΣΟΥΝ-ΧΑΝΟΝΤΑΙ…
    ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ->ΔΙΑΛΥΕΙ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟΥΣ῎….
    Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ +ΔΙΑΛΥΕΙ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥΣ.
    Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΝΙΚΑΕΙ ΤΟ ΜΙΣΟΣ ΤΟΥΣ.
    Η ΖΩΗ ΤΟΥ-ΑΝΑΣΤΑΙΝΕΙ -ΖΩΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΘΑΜΕΝΟ=ΠΕΠΤΟΚΩΤΑ……..
    Η ΟΔΟΣ ΤΟΥ-> Η ΜΟΝΗ ΛΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ.
    Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΟΥ-Η ΜΙΑ ΚΑΙ Η ΜΟΝΗ
    ΠΟΥ ΚΑΤΑΙΣΧΥΝΕΙ ΤΟ ΚΑΘΕ ΨΕΜΜΑ ΤΟΥΣ.
    Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ…ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΟΝΟ ΜΕΛΛΟΝ ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ.

    +ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ ΑΛΗΘΩΣ+

    Σχολιάστε
  • Δεκέμβριος 17, 2010, 7:39 μμ
    Permalink

    Παναγιώτη, η ευχή σου μου είναι ευχάριστη, γιατί ξέρω ότι είναι το πολυτιμότερο δώρο που θα μπορούσες να κάνεις.
    Να είσαι καλά!

    Εγώ σκέφτομαι να σου μεταφέρω μια ευχή που άκουσα και μου άρεσε:
    «να έρθει η στιγμή ν’ αγκαλιαστούμε και να κλάψουμε μαζί λυτρωτικά , να μην υπάρχει τίποτα να μας τρομάζει και να μας χωρίζει.»
    Δύσκολο…
    Πολύ.
    Γιατί αυτά για τα οποία θα κλαίγαμε αγκαλιασμένοι, είναι αυτά που μας χωρίζουν.


    Τώρα, για να πω ξανά τα δικά μου (γιατί βεβαίως δεν κρατιέμαι), οι θρησκευτικές ευχές όταν απευθύνονται σε άνθρωπο που δεν ανήκει στο δόγμα είναι λίγο δυσλειτουργικές, ως ευχές.
    Εδώ και μεταξύ χριστιανών, αν πει ο ένας στον άλλο «εύχομαι να σε φωτίσει ο θεός κάποια στιγμή», ο άλλος αρπάζεται κι επικρατεί ο αγαπητικός ψιλοπανικός. Κατανοείς υποθέτω…
    Είναι αυτό που έγραφα παραπάνω για επίφαση συναισθημάτων κι επίφαση φιλότητας, είναι αρνητική χρήση της συναισθηματικής νοημοσύνης και το χειρότερο είναι άσχημη χρήση της έννοιας του θεού… επί ματαίω.

    Εγώ βεβαίως δεν παρεξηγώ γιατί καταλαβαίνω ακριβώς τη σημασία που έχει για εσένα μια τέτοια ευχή.
    Θα ήθελες να ήταν το δικό σου δώρο, το δώρο που περιμένεις κι εσύ.
    Υπήρξα για πολλά χρόνια κι εγώ ενεργός θρησκευόμενος, και δεν ξεχνώ. (Άπαξ και μάθεις μια φορά, το θυμάσαι για πάντα!)

    Πάρε κι ένα λινγκάκι από μια ομιλία στο TED μιας κυρίας με ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις στο θέμα μας:

    http://www.ted.com/talks/lang/gre/karen_armstrong_makes_her_ted_prize_wish_the_charter_for_compassion.html

    Με πολλή αγάπη Πέτρου
    (Αυτήν έχουμε, αυτή διαθέτουμε…)

    Καλές γιορτές!

    Σχολιάστε
  • Δεκέμβριος 17, 2010, 11:16 μμ
    Permalink

    ΣΥΓΝΩΜΗ-ΑΝ ΕΧΕΤΕ ΤΗΝ ΚΑΛΩΣΥΝΗ ΝΑ ΜΑΣ ΕΞΗΓΗΣΕΤΕ
    ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΤΟ «ΕΠΙΦΑΣΗ»
    ΚΑΙ ΤΙ Η «ΦΙΛΟΤΗΤΑ»?

    ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ.

    {ΜΙΑ ΕΥΧΗ—>ΝΑ ΒΡΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ…ΔΙΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ!!!
    ΝΑ ΑΝΟΙΞΟΥΜΕ ΤΟ ΦΩΣ-ΓΙΑΤΙ ΜΟΝΟ ΜΕ ΑΥΤΟ ΔΙΑΛΥΕΤΕ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ..
    .Η ΑΓΑΠΗ ΕΝΩΝΕΙ….ΕΝΩ Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΤΗΣ …ΧΩΡΙΖΕΙ}

    Σχολιάστε
  • Δεκέμβριος 20, 2010, 3:21 πμ
    Permalink

    Μμμμ, νομίζω πως μπορεί και να μη σημαίνουν τίποτα.
    Οι λέξεις από μόνες τους δε σημαίνουν κάτι.
    Εδώ και σε προτάσεις με συγκεκριμένο συγκείμενο σε συγκεκριμένο νοηματικό πλαίσιο, μπορεί να μη σημαίνουν τίποτα αν δε θέλουμε να σημαίνουν.

    Για μένα η επίφαση είναι η πλαστογραφία στις ζωές μας. Είναι να μιλάω και να παρουσιάζω αυτό που δεν είμαι, αυτό που δεν κατέχω. Η επίφαση κυρίως βρίσκεται στα συναισθήματα, τις επιθυμίες, τους στόχους και τις σκέψεις που παρουσιάζω, το πώς διηγούμαι τον εαυτό μου στους άλλους.
    Μπορεί όμως κάλλιστα να πλαστογραφώ τον εαυτό μου απέναντι και στον ίδιο μου τον εαυτό, και μάλιστα ασυναίσθητα, γιατί έτσι έμαθα.
    Νομίζω ότι περισσότερο είναι θέμα ταυτότητας. Όσο πιο συμμορφωτικό είναι το πλαίσιο, τόσο πιο πλαστές προσωπικότητες παράγει.

    Η φιλότητα, για εμένα πάλι, είναι η δύναμη που μας φέρνει κοντά, η διάθεση να γνωριστούμε, να γίνουμε φίλοι, να νιώθουμε οικεία να παίξουμε.
    Το αντίθετο τις εχθρότητας, ένα πράμα.
    Θα έλεγα ότι είναι το πρώτο πρακτικό βήμα της αγάπης.
    Αν και είναι πολύ απλή κι εύκολη στη ζωή μας, δηλητηριάζεται επίσης εύκολα.

    Αυτά για το πώς προσλαμβάνω τις λέξεις αυτές εγώ. Εσείς μπορεί να αναγνωρίζετε άλλες διαστάσεις, να τις χρησιμοποιείτε αλλιώς.

    Για την επιστημονικότητα και τα διδακτορικά της ορθοδοξίας, που είναι το θέμα μας, εσείς τι θα λέγατε;

    Σχολιάστε

Απάντηση

Subscribe without commenting

  • Κέρασμα

    Αν θέλεις να φτάσεις κάπου θα πρέπει
    είτε να πας πίσω να σπρώξεις,
    είτε να πας μπρος και να τραβήξεις.
    Αν στέκεις στην άκρη δεν πρόκειται να πας πουθενά.
    - Κ. Κ.
  • Αρέσει σε %d bloggers: