Ο θεσμός του Πανεπιστημίου και η Ελλαδική χρεωκοπία

χρήστος γιανναράς

Ηχογραφημένη ομιλία του Χρήστου Γιανναρά στις 29 Νοεμβρίου 2010 κατά τον εορτασμό ιδρύσεως του Πανεπιστημίου Πατρών.

Γιανναράς - Ο θεσμός του Πανεπιστημίου και η Ελλαδική χρεωκοπία

5 σκέψεις σχετικά με το “Ο θεσμός του Πανεπιστημίου και η Ελλαδική χρεωκοπία

  • Δεκέμβριος 1, 2010, 12:22 μμ
    Permalink

    Το περιμέναμε. Ευχαριστούμε.

    Σχολιάστε
  • Δεκέμβριος 2, 2010, 3:12 μμ
    Permalink

    όλα χρεωκόπησαν. τα πανεπιστημια θα την γλυτωναν?
    και το παρανοικο ασυλο που υποθαλπτει εγκληματιες
    ειναι το μονο που δεν αλλαξε φυσικα.
    για ευνόητους λογους φυσικα,
    και ο Νοων νοειτω.

    Σχολιάστε
  • Δεκέμβριος 5, 2010, 1:08 πμ
    Permalink

    Θεωρώ ότι τα λεγόμενά του κ. Γιανναρά με ‘θρησκευτική συνέπεια’ πάσχουν από συλλογιστική ανεπάρκεια.

    Αναφέρει λοιπόν, ο κ. Γιανναράς:
    “Η λογική είναι ένα εργαλείο για να κοινωνούμε την εμπειρία.”

    Μόνο που αυτό το εργαλείο μας το έχει απαξιώσει η ίδια η θρησκεία, κ. Γιανναρά.
    Γνωρίζετε κι εσείς πολύ καλά, ότι η λογική είναι κατασυκοφαντημένη από τη θεολογία (το έχετε κάνει κι εσείς πολλές φορές στα βιβλία σας) οπότε όταν αναφερθήκατε στο εργαλείο της λογικής, νιώσατε την ανάγκη να απολογηθείτε στο τι εννοείτε.
    Ο “δυτικός ορθολογισμός” ως έννοια μιαρή, είναι μάλλον μια από τις ελάχιστες ιδέες σας που έχουν βρει τέτοια αποδοχή από όλο το φάσμα των ορθόδοξων. Είναι η πιο ισχυρή ιδέα που κληρονομούμε από εσάς. Το πιο λειτουργικό μιμίδιο.
    Τώρα, ή πρέπει να αποδεχτείτε τη συνυπευθυνότητά σας σε αυτό τον ανατολίτικο (καθ’ ημάς..πάντα) χορό παραλογισμού που είμαστε συνηθισμένοι, ή να προχωρήσετε ξανά σε ακροβατικούς συλλογισμούς, σύμφωνα με τους οποίους άλλο πράγμα ο δυτικός ορθολογισμός, άλλο η δικιά μας κρυστάλλινη και κραταιά ανατολική λογική. Κι εννοείται να συμπληρώσετε ότι στα προβλήματά μας, μας οδήγησε ο κατάπτυστος ‘δυτικός ορθολογισμός’…
    Τι να πω…
    Ως δάσκαλος και θεολόγος, έχω εμπειρία για το πώς μετατρέπουμε την καθαρή και ευθεία λογική των παιδιών σε ένα ακροβατικού κι απολογητικού τύπου κατηχητικό ορθόδοξο κατασκεύασμα, μέσα από το μάθημα των θρησκευτικών.

    Παρακάτω αναγνωρίζετε ότι τελικά όσοι εμφανίζονται ως προστάτες, τελικά πάσχουν από:
    “Αυτονομία, ανεξαρτησία από το κοινωνικό σώμα, συντεχνίες…”

    Συμφωνώ απολύτως.
    Ποιος όμως έδειξε το παράδειγμα και διατηρεί αυτή τη νοοτροπία με απόλυτη συνέπεια κι αφοσίωση 1700 χρόνια τώρα;
    Ποιος πρώτος αυτονομήθηκε κι ανεξαρτητοποιήθηκε από το κοινωνικό σώμα συνεργαζόμενος με τη οποιαδήποτε ‘δεσποτική’ εξουσία κι επιβάλλοντας πελατειακές σχέσεις;
    Νομίζω γνωρίζουμε όλοι λίγο από εκκλησιαστική ιστορία.

    Παρατηρείτε παρακάτω, όταν αναλύετε την άκαρπη μέθοδο επίλυσης προβλημάτων που έχουν οι ταγοί μας:
    “Αυτό που λένε δεν τους ενδιαφέρει να λύσει το πρόβλημα αλλά να εκβιάσει την επιβολή των απόψεών τους.”

    Μα η επιβολή των απόψεών τους είναι γι’ αυτούς η πρόταση επίλυσης του προβλήματος. (Δε σημαίνει αυτό ότι πράγματι το πιστεύουν, απλά τους βολεύει να το πιστεύουμε εμείς.)
    Δεν έχουν άλλη πρόταση…
    Ποτέ δεν είχαν άλλη πρόταση.
    Μας πλασάρουν χρόνια αυτή την αναδιήγηση. Δεν βλέπουν τα προβλήματα πρακτικά, αλλά θεωρητικά,. Θεολογικά, θα έλεγα.
    Κατά τη γνώμη μου, ο πολιτικός λόγος που αρθρώνεται είναι αντιγραφή του θεολογικού λόγου στον οποίο είναι συνηθισμένος ένας λαός.
    Δεν θέλουν οι ταγοί μας (θρησκευτικοί και πολιτικοί) να εφαρμόσουν εργαλεία και μεθόδους ορθολογιστικές, δεν έχουν στόχους συναινετικούς κι εφαρμόσιμους.
    Τους ενδιαφέρει να επαναλαμβάνουν το παραμύθι που παραμυθιάζει και τους κρατά στην εξουσία.
    Θεολογικά αν το αναλύσουμε, δεν πιστεύουν καθόλου στο ότι είμαστε εδώ για να λύσουμε πρακτικά προβλήματα και να ζήσουμε όσο πιο ευτυχισμένα μπορούμε.
    Το θεωρητικό πλαίσιο έχει απαξιώσει το τώρα, χάριν ενός πολύ σημαντικότερου μεθαύριο.
    Κι αυτό είναι πολύ βολικό για κάθε εξουσιαστή.

    Παρά κάτω λέτε:
    “Αν κάτι πρέπει να συναγάγουμε από αυτή την κρίση είναι η απόλυτη προτεραιότητα κι αναγκαιότητα κριτηρίων”

    Κι εδώ επανέρχεστε στην ανάγκη χρήσης της λογικής.
    Δε θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο.
    Με την ανάλυσή σας που ακολούθησε, κατανόησα όμως ότι δεν έχετε εμπειρία για το πως κατασκευάζονται τα κριτήρια, τι είναι κριτήριο και πώς το χρησιμοποιούμε.
    Η οργή σίγουρα δεν είναι κριτήριο.
    Τα κριτήρια είναι εργαλεία πρακτικά, όχι θεωρητικά. Βγαίνουν από συναίνεση, με ορθολογιστικές διαδικασίες στις οποίες συμμετέχει πρώτα απ’ όλα αυτός που θα κάνει το έργο. Πρέπει να είναι εις γνώσιν αυτού που θα αναλάβει δράση, πριν την αναλάβει, ώστε να ξέρει τι κάνει, ποια πρέπει να είναι τα συγκεκριμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά του έργου του. Κι εννοείται ότι το βασικότερο είναι να έχει ξεκαθαριστεί το ποιος είναι ο κοινός στόχος. Κι αυτό με κοινωνική συναίνεση.
    Από τη δική σας ανάλυση, κρίνω ότι η εμπειρία σας από τα κριτήρια και τη διαδικασία αξιολόγησης σχετίζεται με κάτι απροσδιόριστο, θεωρητικό, υπερκόσμιο, με στοιχεία μεταφυσικού.


    Δε συνεχίζω την κριτική μου πάνω σε αυτά που είπε ο κ. Γιανναράς, θεωρώ ότι είναι προτιμότερο να γράψω σε επόμενο σχόλιο κάποιες άλλες σκέψεις σχετικότατες με το θέμα της κρίσης.

    Σχολιάστε
  • Δεκέμβριος 5, 2010, 1:11 πμ
    Permalink

    Παίρνοντας αφορμή, λοιπόν, από αυτή την παρουσίαση του κ. Γιανναρά, έχω να επισημάνω δυο πράγματα για τη θρησκευτική κακοδαιμονία που μας κατατρέχει και τη σχέση της με την κρίση του νεοελληνικού κράτους.
    Η παρέμβασή μου αυτή, έχει να κάνει με το θέμα ‘συνέπεια’ στη σύγχρονη νεοελληνική πολλαπλή κρίση.
    Τόσο τη συλλογιστική συνέπεια, όσο και στη συνέπεια λόγων -πράξεων.

    Τα βασικά ερωτήματα που έχω στο μυαλό μου γράφοντας τα παρακάτω, είναι τα εξής:
    Γιατί η εκκλησία και η πολιτεία με ιστορική συνέπεια ζητούν διαρκώς αλλαγή νοοτροπίας από το λαό, ενώ αρνούνται πεισματικά να αλλάξουν αυτές νοοτροπία και σύστημα, όσο κι αν το ζητάει ο λαός;
    Ποιος διδάσκει με το παράδειγμά του τόσες εκατονταετίες ότι η αλλαγή νοοτροπίας είναι θεωρητικό μπλα μπλα κι όχι πρακτική εφαρμογή μέσα από εξορθολογισμένα κριτήρια;
    Γιατί πάντα όταν είναι να πληρωθούν τα σπασμένα, καλείται ο άμοιρος λαός, ειδικά οι μη έχοντες, ενώ οι πολιτικοί και οι εκκλησιαστικοί ταγοί την βγάζουν καθαρή; (Ειδικά οι εκκλησιαστικοί σε απόλυτο βαθμό, ποτέ δεν έχουν απολέσει τίποτα ως σύστημα εξουσίας, σε όλη την εκκλησιαστική ιστορία)

    Θεωρώ ότι σε ένα κράτος, ο σημαντικότερος θεσμός που νομιμοποιεί στάσεις και συμπεριφορές είναι η εκκλησία. Είτε ο λαός θρησκεύει σε μεγάλο ποσοστό, είτε απλά ακολουθεί από παράδοση.
    Σε κάθε κράτος, με κάθε θρησκεία.
    Ειδικά όμως σε ένα κράτος όπως το δικό μας, που η αίσθηση της ταυτότητάς μας έχει υποστεί εγκλεισμό στην ανάδελφη ‘έννοια’ της ελληνορθοδοξίας.

    Η θρησκεία εκφράζει σε κάθε λαό τα μιμίδια που κληρονομούνται, τα ασυνείδητα νοητικά μοντέλα, όλες αυτές τις συμπεριφορές που ‘αυτονόητα’, ασυναίσθητα, χωρίς σκέψη, επαναλαμβάνουμε.
    Ακόμα, ίσως πιο σημαντικό, είναι ότι ορίζει τις υποσυνείδητες προοπτικές, ανοίγει ή περιορίζει τα συλλογιστικά όρια, τη σκέψη.
    Έχει δύναμη γιατί από τη στιγμή που θα επιβληθεί, αναπαράγεται.
    Ειδικά στους απλούς ανθρώπους.
    Προσέξτε όμως το εξής: η μεταφορά ενός μοντέλου συμπεριφοράς, μιας νοοτροπίας, δε σημαίνει ότι είναι μεταφορά του ίδιου του θέματος στο οποίο εφαρμόζεται. Μπορεί η σημερινή μας ζωή να είναι εν πολλοίς μια ζωή χωρίς θεό, μοντέρνα και καλά, τα μοντέλα που εφαρμόζουμε όμως είναι τα πεπελαιωμένα μοντέλα.

    Ο λαός μας λοιπόν, έχει αποκτήσει μια νοοτροπία συγκεκριμένη.
    Αυτή η νοοτροπία δεν έχει να κάνει με τις αγαπητικές θεωρητικολογίες που θα ακούσει, αλλά με τις πράξεις που θα βιώσει, τα παραδείγματα που θα δει.
    Δεν έχει να κάνει με το πόσο ωραία τα λέει η ορθοδοξία, αλλά με το τι έχει ζήσει ο λαός ως ιστορική εμπειρία από αυτή.
    Έχει μάθει να ακούει ή να λέει ωραία λόγια, αλλά να μην έχει απαίτηση για συνέπεια στις πράξεις.
    Η εκκλησία μας, πραγματώνει με ιστορική ακρίβεια, όλα όσα βλέπουμε να γίνονται και στον πολιτικό ή οικονομικό μας βίο.
    Αυτή είναι που έχει νομιμοποιήσει την ασυνέπεια.
    Το ‘και τι έγινε’, το ‘βλέπουμε μωρέ’.
    Την έλλειψη σοβαρότητας, την μπαγαποντιά.
    Βλέπουμε αυτή τη νοοτροπία να παράγει σήμερα καταστροφικά αποτελέσματα, γιατί οι διεθνείς συνθήκες είναι απαιτητικές και έφεραν το μαχαίρι στο κόκκαλο. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι η νοοτροπία που μας έφερε εδώ δημιουργήθηκε σήμερα.

    Θα φέρω παραδείγματα από την πρόσφατη ιστορία.
    Αν και είναι εξόχως χαρακτηριστικό εκκλησιαστικής νοοτροπίας, το παρακάτω παράδειγμα, δεν έχει προβληματίσει καθόλου, έχει περάσει αόρατο. Εμένα όμως μου αρέσει να εστιάζω σε αυτά που περνούν αόρατα, που δεν ενοχλούν, γιατί σε αυτά ακριβώς φαίνεται το εσωτερικό αόρατο σύνορο που έχει εγκατασταθεί στο μυαλό μας, ο προγραμματισμός που έχουμε υποστεί και καθορίζει το τι θα βλέπουμε και το τι θα αγνοούμε.

    Ας παρατηρήσουμε, λοιπόν, τη στάση της εκκλησίας στο θέμα των ταυτοτήτων πριν δέκα χρόνια, κι ας τη συσχετίσουμε με το σημερινό θέμα της κάρτας του πολίτη.
    Τότε η εκκλησία ήθελε το προσωπικό δεδομένο του θρησκεύματος να αναγράφεται, γιατί ήταν προς το συμφέρον της.
    Δεν την απασχολούσε η προστασία των προσωπικών δεδομένων ούτε η συλλογιστική συνέπεια. Ανέπτυξε ένα θεωρητικό μπλα μπλα, έπαιξε το πολιτικό της παιχνίδι. Κατέβασε τον κόσμο σε συλλογή υπογραφών. Αν θυμάμαι καλά, αυτό οδήγησε τη χώρα και σε εκλογές,.
    Τώρα που προέκυψε άλλο θέμα, η εκκλησία χτυπιέται για τα προσωπικά δεδομένα, στην ουσία όμως ξέρουμε ότι δεν την απασχολούν καθόλου αυτά.
    Ποτέ δεν την απασχολούσαν και μας το έδειξε στο θέμα της ταυτότητας. (Μας το είχε δείξει και πολλές φορές ακόμα στην παλαιότερη και στην πρόσφατη ιστορία.) Παίζει πάλι πολιτικό παιχνίδι, όπως έκανε και τότε.
    Και ο λαός το ξέρει.
    Αυτό είναι το μάθημα που παίρνει ο λαός. Ότι μπορείς να λες τα θεωρητικά μπλα μπλα σου, να αλλάζεις στάση ανάλογα με το συμφέρον σου.
    Δεν απαιτείται συνέπεια.

    Θα μπορούσα επίσης να αναφέρω πιο τρανταχτά παραδείγματα, όπως το θέμα του άβατου του Αγίου Όρους, ή το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας. Και στα δύο θέματα υπάρχει μια τόσο έντονη και προφανής ασυνέπεια από τις ίδιες τις χριστιανικές αρχές (όχι μόνο δηλαδή από την απλή λογική) που σε οποιονδήποτε υγιώς σκεπτόμενο θα προκαλούσε εγκεφαλικό αν κάτσει να ασχοληθεί σοβαρά.

    Υπάρχουν πάρα πολλά παραδείγματα εκκλησιαστικής και θεολογικής ασυνέπειας τα οποία μας διδάσκουν να αγνοούμε την αυθαιρεσία, να μην σκεφτόμαστε ορθολογικά, να μην είμαστε απαιτητικοί στους συλλογισμούς μας.

    Αυτό που θέλω να πω είναι ότι έχουμε διδαχθεί πως όσο πιο παράλογη μας φαίνεται μια κατάσταση, τόσο λιγότερο πρέπει να την αμφισβητούμε.
    Ακόμα χειρότερα, έχουμε μάθει πως όταν είμαστε μπροστά σε μια παράλογη κατάσταση, πρέπει να αμφισβητούμε τον εαυτό μας.
    Να μην αναλύουμε κάτι που μας φαίνεται παράλογο. Να μην απαιτούμε λογική, απλά να προσπαθούμε να δεχόμαστε την κατάσταση.
    Να σκεφτόμαστε φοβισμένοι, “Κάποια όμως εξήγηση θα υπάρχει.” και να προσπαθούμε να δεχτούμε το παράλογο.
    Και στην τελική, να προσπαθούμε με πλάγιους τρόπους να βολευόμαστε, γιατί η ζωή είναι μικρή και οφείλουμε στον εαυτό μας και στην οικογένειά μας να την βγάλουμε καθαρή…

    Το χειρότερο είναι ότι η νοοτροπία μας αυτή δεν είναι γνώση εκλογικευμένη. Τη θεωρούμε αυτονόητα συνηθισμένη. Δεν μπορούμε να αντιδράσουμε γιατί δεν έχουμε τα εργαλεία, δεν έχουμε το αντίστοιχο παράδειγμα.
    Οπότε κι εμείς στην καθημερινότητά μας ακολουθούμε αντίστοιχες συμπεριφορές.

    Είναι κοινό μας βίωμα η εξής δραματοποίηση που επαναλαμβάνουμε ως λαός με τα εξής βήματα, πάνω κάτω:
    Έχουμε ανάγκη να ακούσουμε μια ωραιοποιημένη θεωρητικολογία.
    Την ακούμε.
    Δεν απαιτούμε συνέπεια στη συλλογιστική. Αρκεί να ακούγεται προβλεπόμενα.
    Υποσυνείδητα ξέρουμε ότι είναι χαζομάρες, μια επίφαση.
    Κρατάμε καχυποψία μη παραγωγική, δεν εμπιστευόμαστε δημιουργικά.
    Δεν απαιτούμε συνέπεια λόγων – πράξεων.
    Δεχόμαστε τη διάψευση των προσδοκιών μας χωρίς αντιδράσεις.
    Στην ουσία δε βιώνουμε ματαίωση αλλά επιβεβαίωση. “Το ήξερα ότι έτσι θα γίνει!”.
    Ζητάμε την επόμενη θεωρητικολογία.
    Και η δραματοποίηση αυτή θα επαναλαμβάνει τους κύκλους της γιατί δεν έχει δει ποτέ άλλο παράδειγμα, ούτε ελπίζει κιόλας ότι υπάρχει ή ότι θα μπορούσε να υπάρξει.

    Αυτή είναι η διαφθορά που έχουμε υποστεί.
    Δεν ελπίζουμε, δεν εμπιστευόμαστε, δε στοιχηματίζουμε στη λογική πράξη αλλά στην οικεία θεωρητικολογία.
    Αυτό σχετίζεται και με τη ‘θεωρεία παιγνίων’ που εφαρμόζουμε. Η καχυποψία είναι το πιο ισχυρό συναίσθημά μας, όσον αφορά στις σχέσεις και τις συνεργασίες μας.

    Μου έκανε εντύπωση όταν διάβασα έρευνα που έδειχνε ότι οι Έλληνες (μαζί με Τούρκους, Βούλγαρους, Αλβανούς και Άραβες) εμπιστεύονται τους συνανθρώπους τους σε ποσοστό μόνο 7 με 14%. Συμμετέχουν σε εθελοντικές οργανώσεις και συλλογικότητες μόνο σε ποσοστό 1 με 5 τοις εκατό.
    Να αναφέρω απλά, ότι τα αντίστοιχα ποσοστά είναι τουλάχιστον τριπλάσια ανάμεσα σε πολίτες των δυτικών (αλλοτριωμένων κι αποξενωμένων και καλά) κρατών: γύρω στο 35% η εμπιστοσύνη στους άλλους, πάνω από 15% η συμμετοχή σε συλλογικότητες και εθελοντισμό.
    Για να χαρούμε και λιγάκι, να αναφέρω ότι τα ίδια ποσοστά με εμάς (κατά τι καλύτερα) έχει και η Ιταλία (go πάπα, go!).

    Αυτή είναι η χειρότερη αλλοτρίωση, η πολιτειακή μας απαξίωση.
    Την αναπαραγωγή της ταυτότητας του υπηκόου που βολεύεται όπως μπορεί, κάτω από ένα βαρύ και δογματικό μηχανισμό.
    Ένα μηχανισμό της θρησκείας ή του κράτους.
    Της κρατικής θρησκείας και του θρησκευτικού κράτους.

    Με κάθε τρόπο επιβεβαιώνουμε διαρκώς το ότι δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι καλύτερο, δεν αξίζουμε για κάτι καλύτερο, ο κόσμος είναι μάταιος, ότι αρπάξεις, λοιπόν κι έχει ο θεός.
    Αυτή η απαξίωση του πολιτειακού βιώματος και η αλλοτρίωση μας από μια συνεπή κοινωνική ηθική, θεωρώ ότι είναι κυρίως παρενέργεια του ορθόδοξου βιώματός μας.
    Μπορεί να έχει και τις αρχαιοελληνικές και τις ρωμαϊκές και τις οθωμανικές επιρροές, όμως ως οργανωμένο μοντέλο κι ως μηχανισμός αναπαραγωγής είναι ορθόδοξη πατέντα. Για εμάς, τουλάχιστον.

    Μπορώ να αναφέρω κι άλλες αντιστοιχίες για το πώς το συγκεκριμένο θρήσκευμα επηρεάζει, νομιμοποιεί κι αναπαράγει την κοινωνική πράξη.
    Π.χ. Το πολιτικό μέσο – η μεσιτείες στο θεό. Εδώ το κοινό νοητικό μοντέλο είναι ότι δε διεκδικώ αυτό που δικαιωματικά μου αντιστοιχεί με την αξία μου (και ή το κερδίζω ή το χάνω με αξιοπρέπεια), δεν έχω δυνατότητα προσωπικής άμεσης πρόσβασης στην εξουσία, δεν θεωρώ δεδομένο ότι δικαιούμαι τον προσωπικό σεβασμό. Χρειάζομαι τον ενδιάμεσο. Θα τα καταφέρω δια της πλαγίου. Με το μέσο, τον ‘άγιο’ που θα μεσιτεύσει. Θα πετύχω τις μικρές ή μεγάλες μου επιδιώξεις ως υπήκοος, όχι ως πολίτης. Χρησιμοποιώντας μια ιεραρχία, όχι ένα αξιοκρατικό σύστημα.

    Άλλη αντιστοιχία είναι το πώς επιλύουμε προβλήματα.
    Δεν αναλύουμε, δεν αμφισβητούμε την αντίληψή μας, αλλά επαναλαμβάνουμε τα ίδια, χρησιμοποιώντας το ίδιο σύστημα αναφοράς, με τον ίδιο παλιό αλγόριθμο, ελπίζοντας ότι με μαγικό τρόπο το πρόβλημα θα ξεπεραστεί.
    Αυτός κι αν είναι ένας κλασικός θρησκευτικός τρόπος σκέψης που έχει περάσει στο κοινωνικό μας βίωμα.

    Το θέμα είναι ότι η ανυποληψία στη οποία βρίσκεται η εκκλησία, θεωρούταν πάντα φυσικό πράγμα.
    Κι αυτό μέσα μας νομιμοποιεί όλα τα είδη ασυνέπειας.

    Η εκκλησία δε δέχεται σε καμία περίπτωση μια αναθεώρηση, μια αναδόμηση. Ούτε θεωρίας, ούτε πράξης.
    Διδάσκει για άλλη μια φορά ότι δε χρειάζεται να αμφισβητήσεις τον εαυτό σου για να ξεπεράσεις το πρόβλημα.
    Αρκεί να πεις τα μαγικά σου και να επαναλαμβάνεις ότι έκανες.
    Με τρόπο μαγικό, το πρόβλημα θα ξεπεραστεί.

    Αυτό αντιγράφουμε κι εμείς οι άμοιροι Ρωμιοί.

    Σχολιάστε

Απάντηση

Subscribe without commenting

  • Κέρασμα

    Τό κριτήριο, ὁ καθρέπτης τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι πόσο προσεύχεσαι καί πως προσεύχεσαι.
    - Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος
  • Αρέσει σε %d bloggers: