Λόγος περί Ποιήσεως
του Θεόδωρου Παντούλα
Έχει επικρατήσει η αντίληψη ότι οι ποιητές είναι οι τρελοί του χωριού ή τέλος πάντων ότι βρίσκονται στις παρυφές του χωρίου. Η ποίηση, ωστόσο, δεν είναι μια δραστηριότητα του περιθωρίου και οι λειτουργοί της δεν βρίσκονται εν κενώ. Εγκαταβιούν στις πόλεις και είναι, κατά τη γνώμη μου, οι κατεξοχήν πολίτες. Και γι’ αυτό η ποίηση ήταν ανέκαθεν μια εξόχως πολιτική δραστηριότητα. Δεν αναφέρομαι σε προθέσεις, αλλά σε πράξεις. Σκεφθείται ότι γενάρχες της νεολληνικής ποιήσεως ήταν ο Σολωμός και ο Κάλβος. Δυο κατ’ εξοχήν πολιτικοί ποιητές. Ο Μαβίλης πήγε εθελοντικά στο Μέτωπο. Κι ο Σαραντάρης έμεινε για πάντοτε εκεί.
Το ότι δεν στάθηκε η νεοελληνική ποίηση στο ύψος αυτής της ποιητικής έχει σημασία, αλλά όχι κεφαλαιώδη. Το υψόμετρο, άλλωστε, το μετράμε από τις κορυφές κι όχι από τους πρόποδες. Στους πρόποδες συνοστίζονται οι μετριότητες που δημιουργούν τον κανόνα. Κι ο κανόνας της νεοελληνικής ποιήσεως, εδώ και χρόνια, διακονεί μιαν εξόχως αντιποιητική αντίληψη. Εξηγούμαι: το ουσιαστικό ποίηση βγαίνει από το ρήμα ποιώ. Από εκεί και το εκποιώ. Και η σύγχυσή μας αυτό ακριβώς κάνει. Εκποιεί αλλά δεν ποιεί, μπερδεύοντας τα ψυχαναλυτικά σημειώματα της συμφοράς και τις εγωπαθείς ευφυολογίες της κακιάς ώρας με την ποίηση, που πριν γίνει μεταμοντέρνος χυλός δεν μονολογούσε αλλά ομιλούσε. Ομιλώ σημαίνει βρίσκομαι σε όμιλο. Απευθύνομαι δηλαδή σε πρόσωπα με τα οποία δεν ανταλλάσσουμε μονολόγους αλλά οικοδομούμε μια σχέση. Και αυτή τη σχέση υπηρέτησε η ποίηση, απευθυνόμενη στην κοινότητα και λογοδοτώντας σ’ αυτήν. Γι’ αυτό και όταν λειτουργούσε δεν χρειαζόταν η διαμεσολάβηση κανενός. Όταν έπαψε να λειτουργεί, έπιασαν δουλειά οι ενδιάμεσοι. Οι μεσάζοντες. Αυτοί που εξηγούν τι θέλει να πει ο ποιτής, τον οποίο θεωρούν άλλοτε δυσλεκτικό κι άλλοτε κρυψίνο. Οι μεσάζοντες θα γίνουν και πάλι περιττοί, όταν η ποίηση θα επιστρέψει στην κατάφαση της ζωής κι αφήσει τη βλαστήμια της.
Λένε ότι η διαδρομή είναι σπουδαιότερη από την Ιθάκη.
Επιτρέψτε μου να πιστεύω ότι το σπουδαιότερο είναι να έχεις Ιθάκη.
Εφ. Σφήνα, 22/01/10
Πηγή: Μανιφέστο