Ὤρα νὰ πλέξουμε διπλὰ καλάθια
ΕΙΠΕ ΦΙΛΟΣ: «Γνωρίζεις πως μένω σε μονοκατοικία σε κάπως εξοχικό μέρος. Τον τελευταίο καιρό, όλο και πιο συχνά, σταματούν Πακιστανοί και ζητούν δουλειά. Όταν τους απαντάω αρνητικά, άλλοι βάζουν τα κλάματα και ζητούν μια βοήθεια, άλλοι φεύγουν με σκυμμένο κεφάλι – βουρκώνοντας κι αυτοί. Πρώτη φορά είδα τόση απόγνωση σε βλέμμα μετανάστη! Στην αρχή ήθελα να τους πω -κάπως ειρωνικά, κάπως επιθετικά- ότι κι εγώ και η γυναίκα μου (έχουμε και δυο μικρά παιδιά) είμαστε άνεργοι τον τελευταίο καιρό. Δεν τους τo ‘πα – πίστευα πως δεν θα καταλάβαιναν, γιατί το σπίτι μου είναι μεγάλο κι όμορφο! Όμως, μέρα τη μέρα, κλάμα στο κλάμα, κάτι ράγισε μέσα μου. Η δική μας αγωνία για το αύριο φάνηκε στα μάτια μου μικρότερης σημασίας από τη δική τους απόγνωση για το σήμερα. Προχθές, έδωσα λίγα τρόφιμα, λίγο λάδι και δέκα ευρώ σ’ έναν απ’ αυτούς – κρυφά από τη γυναίκα μου, γιατί αυτή φοβάται το αύριο πιο πολύ από μένα. Δυο μέρες μετά, δεν ξέρω πού με θυμήθηκε, πέρασε από το σπίτι ένας μοναχός που είχα να δω χρόνια. Φεύγοντας μου άφησε ένα μεγάλο τενεκέ λάδι που του είχαν δώσει ν’ ανάβει τα καντήλια στο μοναστήρι»!
[] Πάντως, στις μέρες που ζούμε, υπάρχει ο κίνδυνος τα επουράνια να σκοτίσουν περισσότερο τα γήινα και, το χειρότερο, να αποτελέσουν άλλοθι για την παραμέληση του βασικού αλφαβήτου της Πίστεώς μας, τουτέστιν ΤΗΝ ΠΑΡΑΜΕΛΗΣΗ ΤΟΥ ΠΛΗΣΙΟΝ.
Και αφού πλέον καταχράστηκα τόσο πολύ τον φιλόξενο χώρο σου, φαντάζομαι θα μου επιτρέψεις να καταγράψω, από μνήμης, μια ιστορία από το Γεροντικό.
ΕΙΠΕ ΓΕΡΩΝ: «Ένας γέροντας ασκητής, κατέβαινε μια φορά τον χρόνο στην πόλη να πουλήσει τα καλάθια που είχε πλέξει στη διάρκεια της χρονιάς στην έρημο. Τον σέβονταν και τον αγαπούσαν όλοι, γιατί ήταν πολύ ασκητικός και προσηνής. Σε μια από τις ετήσιες επισκέψεις του, βρήκε την πόλη ανάστατη και άκρως εχθρική προς το πρόσωπό του. Μια γυναίκα ανύπαντρη είχε γεννήσει, και για να γλιτώσει το λιθοβολισμό –άλλες εποχές εκείνες- κατηγόρησε τον ασκητή ως υπεύθυνο της εγκυμοσύνης της. Ο ασκητής, βουβάθηκε! Μια μονάχα στιγμή βάστηξε η βουβαμάρα και η θύελλα της ψυχής του. Και μετά, με κατεβασμένο κεφάλι είπε: συγχωρήστε με αδελφοί, τώρα πρέπει να πλέκω διπλά και τριπλά καλάθια ΓΙΑΤΙ ΕΧΩ ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙ ΝΑ ΘΡΕΨΩ!
Επί τρία χρόνια έπλεκε ασταμάτητα κι όλα τα έσοδα τα έδινε για να τρέφονται η γυναίκα και το παιδί, και ανεχόταν όλες τις λοιδορίες και τις εξυπνάδες των κατοίκων της πόλης, και όλα τα γεμάτα υπονοούμενα βλέμματα και τα μισόλογα των άλλων ασκητών. Όλα αυτά μέχρι που η γυναίκα βρέθηκε στο κατώφλι του θανάτου, και πικρά μετανοημένη είπε την αλήθεια. ΤΟΤΕ ΟΛΟΙ ΠΡΟΣΚΥΝΟΥΣΑΝ τον ασκητή και τον παρακαλούσαν να τους συγχωρήσει και να μείνει μαζί τους ως πνευματικός τους οδηγός. Αυτός τους είπε πως τους συγχωρεί, αλλά να μείνει μαζί τους δεν μπορεί, γιατί τρία χρόνια ΟΥΤΕ ΕΝΑΣ ΤΟΥΣ ΔΕΝ ΕΔΕΙΞΕ ΛΙΓΟ ΕΛΕΟΣ γι’ αυτόν».
ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΟΛΗ Η ΧΩΡΑ ΕΧΕΙ ΒΟΥΒΑΘΕΙ και κανείς δεν ξέρει τι μας ξημερώνει, νομίζω πως είναι καιρός:
ΝΑ ΔΕΙΞΟΥΜΕ ΕΛΕΟΣ ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΜΑΣ ΣΚΑΝΔΑΛΙΖΟΥΝ.
ΝΑ ΠΛΕΚΟΥΜΕ ΔΙΠΛΑ ΚΑΛΑΘΙΑ, για μας και ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ, γιατί τώρα ΕΧΟΥΜΕ ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙ ΝΑ ΘΡΕΨΟΥΜΕ – «γυναίκα και παιδί» οποιουδήποτε χρώματος: Πακιστανό, Ελληνοευρωπαίο, καθαρόαιμο Ελληναρά ή φουκαρά συμπολίτη, ΠΝΙΓΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΜΑΣ ΑΓΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΓΑΠΗ. ΜΗΝ ΞΕΧΝΩΝΤΑΣ ΟΤΙ ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΩΝ ΠΕΝΤΕ ΑΡΤΩΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΥΜΒΕΙ ΣΤΟΝ ΚΑΘΕΝΑ ΜΑΣ. ΑΜΗΝ!
Νίκος Ἀγνάντος
Πηγή: Σαλογραία – Σχόλιο στήν ἀνάρτηση Πίστη εξ ακοής και πίστη εξ εμπειρίας συνέχεια έκτη