Ἀμαρτωλῶν Ἐκκλησία: Ψεύτικη Αγιοσύνη και Λυτρωτική Αμαρτωλότητα
«Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ᾿ οἱ κακῶς ἔχοντες· οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν».
Αυτοί που νομίζουν ότι είναι καλά, δεν έχουν ανάγκη τον ιατρό. Τον ιατρό τον έχουν ανάγκη οι ασθενείς, όπως και οι αμαρτωλοί έχουν ανάγκη τον θεραπευτή, δηλαδή το Χριστό. Αυτό μας λέει ο ίδιος ο Κύριος μας στο ευαγγελικό ανάγνωσμα (Ματθ. θ’ 9-13). Δεν ήθελε να καλέσει δικαίους αλλά αμαρτωλούς. Δεν ήθελε να δικαιώσει και να ανταμείψει τους δικαίους, αλλά ήλθε για να καλέσει τους αμαρτωλούς σε μετάνοια.
Αυτό είναι το ήθος του Χριστού μας, αυτό είναι το ήθος της Εκκλησίας μας, αυτή είναι η ηθική τάξη στην εκκλησία μας και καμία άλλη. Στην Εκκλησία δεν έρχονται οι καθαροί και οι δίκαιοι, δεν είναι χώρος μόνο των καθαρών, αλλά είναι χώρος και των ξεπεσμένων, είναι ο χώρος των αμαρτωλών, αυτών που αναγνωρίζουν την ασθένεια τους και ζητούν την ίαση! Η συνύπαρξη αμφότερων δημιουργεί μια αντίφαση. Από τη μία λέγεται ότι η Εκκλησία, ο Χριστός είναι για τους αμαρτωλούς, αλλά ταυτόχρονα στον εκκλησιαστικό, στον ευαγγελικό λόγο βλέπουμε να γίνεται οριοθέτηση με νόμους και εντολές που αναδεικνύει τους δικαίους. Αυτούς επαινεί η Εκκλησία καθημερινά στη λατρεία της.
Αυτό φαίνεται στενόκαρδο και εκ πρώτης όψεως όπως είπαμε, αντιφατικό. Από τη μία ο λόγος να φαίνεται άνετος, ευρύχωρος και από τη άλλη να θέτει όρια, που μας περιορίζουν. Αυτό είναι μια πραγματικότητα, φαινομενική όμως. Ουσιαστικά τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά.
Αισθανόμαστε αντιφατικά, γιατί δεν προσβλέπουμε στην ουσία. Η ουσία δεν είναι η οικοδόμηση του εαυτού μας σε ένα ανώτερο ηθικό επίπεδο ξέχωρα από τη σχέση μας με το Χριστό αλλά η αποκατάσταση της σχέσης μας με το Χριστό. Η πορεία μας για τη σωτηρία και τη ίαση είναι να βρούμε τη θέση μας στο Σώμα του Χριστού. Να βρούμε τη σχέση μας με το Χριστό, δηλαδή να τρεφόμαστε από τη Χάρη Του, να τρεφόμαστε από την αγάπη Του.
Αυτό αν γίνει ο προσανατολισμός μας, τότε εκούσια θα επιδιώκουμε να διαφυλάξουμε τη θεοποθούμενη σχέση, που είναι η ίαση, η ισορροπία και η ανάπαυση μας. Θα αναζητούμε να βρούμε τους τρόπους, τους δρόμους, που μας οδηγούν σ΄ αυτήν, αλλά ταυτόχρονα και τις αιτίες που μας απομακρύνουν.
Επειδή όμως δεν έχουμε ωριμότητα, ο Χριστός μας φανερώνει αυτό το δρόμο. Οι εντολές Του δεν είναι το περιεχόμενο, αλλά ο τρόπος, ο δρόμος να παραμείνουμε στη σχέση, ο τρόπος να συναντήσουμε και να γευτούμε αυτή τη σχέση. Αν, συνεπώς, δεχθούμε τις εντολές Του έξω από αυτό το πνεύμα, έξω από την αναφορά μας στο Χριστό, εάν δεχθούμε τις εντολές έξω από την πατρική Του αγάπη, τότε η Εκκλησία υποβαθμίζεται σε ένα σύστημα, έστω το τελειότερο σύστημα.
Το πιο ηθικό σύστημα κι αν υιοθετήσουμε, αν δεν μας οδηγεί στην αγάπη του θεού και στη σχέση με το Χριστό, είναι φτωχό, είναι μάλιστα και ανώφελο και ίσως πιο ανώφελο από όλα τα αμαρτωλά συστήματα του κόσμου, γιατί ενώ υπόσχεται σχέση δεν την προσφέρει. Η μετάνοια και η συντριβή δεν είναι απλώς μια λύπη για την προσωπική μας κατάντια, που είναι το σύμπτωμα. Η ουσία, η αιτία –κι αυτή είναι η μετάνοια μας– ευρίσκεται στο ότι χωρισθήκαμε από τη Ζωή, χωρισθήκαμε από το Σώμα του Χριστού. Όσο ο άνθρωπος εγκλωβίζεται στην αμαρτία του, άλλο τόσο εγκλωβίζεται και στην αρετή του που είναι αποξενωμένη από τον Χριστό. Έτσι όμως αυτοκαταδικάζεται. Ταλαιπωρείται μάλιστα η συνείδησή του, γιατί δεν έχει προσανατολιστεί εκεί που είναι η αιτία της σωτηρίας του, που είναι ο Σταυρός του Χριστού.
Μπορούμε να βλαστημούμε το Χριστό, τόσο εκτός Εκκλησίας, αμαρτάνοντας φανερά, όσο και μέσα στη Εκκλησία αμαρτάνοντας με την αρετή μας, εφόσον δεν έχουμε κάνει αυτό το άνοιγμα στην Αγάπη του Χριστού. Έτσι αυτομαστιγωνόμαστε. Όμως δεν μας τιμωρεί ο Χριστός, αλλά η ίδια η κατάσταση μας, γι’ αυτό δεν έχουμε χαρά, δεν έχουμε ελευθερία. Όλη τελικά η πορεία της ζωής μας είναι αφορμές και ευκαιρίες, για να αποδειχτεί με την Αγάπη του Θεού η προσωπική μας κατάντια, η προσωπική μας έκπτωση, η εσωτερική μας τραγικότητα και δυστυχία. Όχι για να μείνουμε σ΄ αυτήν, αλλά για να στραφούμε στο Χριστό.
Μέσα στην πνευματική ζωή, σ΄ όλες τις εκφάνσεις της, υπάρχει μια φαινομενική αντίφαση. Από τη μία παρουσιάζεται αυστηρός ο Λόγος του Χριστού κι από την άλλη φιλάνθρωπος. Από τη μία φαίνεται ότι ζούμε στην αρετή, αλλά τελικά είμαστε μακριά από το Χριστό καθόσον με τον πνευματικό μας αγώνα αποβλέπουμε στην αποθέωση μας μακριά από το Χριστό- και από την άλλη μπορεί να αμαρτάνουμε, αλλά όντες συντετριμμένοι να είμαστε κοντά στο Χριστό, διότι αρχίζουμε να απομυθοποιούμε τον εαυτό μας, που θεοποιήσαμε. Ο Χριστός είναι Αυτός που μας κάνει θεούς κατά Χάρη.
Στην Εκκλησία λοιπόν υπάρχουν δύο χέρια: Ένα χέρι που μας δείχνει το δρόμο, που εξωτερικά φαίνεται επώδυνος, και ένα άλλο χέρι που μας παρηγορεί και μας αναπαύει σ΄ αυτήν την ανηφορική πορεία. Αναγνωρίζει την πτώση μας, αναγνωρίζει το ανθρώπινο, δείχνει επιείκεια χωρίς να παύει να είναι και αληθινό και να μας δείχνει την αλήθεια. Όσο επικίνδυνος είναι ο συντηρητισμός που μπορεί να εκφράζεται στην Εκκλησία με μια στενοκαρδία, το ίδιο επικίνδυνος μπορεί να είναι και ο φιλελευθερισμός, που δεν υποδεικνύει τη φανέρωση του δρόμου. Αυτό οφείλει να κάνει η Εκκλησία, αν είναι αληθινή. Να μας δείχνει την πορεία, να μας δείχνει τα δεδομένα μας, να μας απογοητεύει και ταυτόχρονα να μας ενισχύει δίνοντας την αγάπη.
Το ένα χέρι λοιπόν στην Εκκλησία δείχνει και το άλλο δίνει. Μας δείχνει την πορεία, αλλά ταυτόχρονα μας δίνει και την παρηγοριά. Η αληθινή παρηγοριά δεν είναι ναρκωτικό που ναρκώνει τη συνείδησή μας σε μια ψευδαίσθηση ζωής. Αληθινή παρηγορία δίνει αυτός που μας δείχνει ποιοι αληθινά είμαστε, πόσο έχουμε εκτραπεί, αλλά ταυτόχρονα μας παρηγορεί ότι υπάρχει ελπίδα, διότι ο Θεός μας αγαπά. Αυτό συμβαίνει σε όλες τις σχέσεις μας. Δεν μπορεί να είσαι αγαπητικός, αν δεν είσαι αληθινός και αντίστροφα.
Όταν κομματιάζουμε, συστηματοποιούμε και τεμαχίζουμε την αγάπη και την αλήθεια, τότε όλα είναι ένα ψέμα, διότι όλα τα θεία συναποτελούν μια ενότητα. Η ενότητα είναι αληθινή, αν η ενότητα του Σώματος του Χριστού και αν η αναφορά μας δεν είναι η δική μας φιλοσοφία ή θεωρία, αλλά ο Χριστός.
Ο Χριστός μας κάνει αγίους, δηλαδή μας κάνει ανθρώπινους. Διότι αν δεν είσαι ανθρώπινος, δεν γίνεσαι και άγιος. Είναι ψεύτικη η αγιοσύνη σου. Αν καταθέτεις και καταδεικνύεις την πραγματική κατάστασή σου, την αμαρτωλότητά σου, αλλά ταυτόχρονα και την αλήθεια μέσα σου, τον πόθο δηλαδή για την αλήθεια και το Θεό, αυτή η αντίφαση είναι λυτρωτική. Σε ταπεινώνει, αλλά σου δίνει και παρηγορία, γιατί εμπιστεύεσαι στην αγάπη του Θεού που σε ελευθερώνει.
Αυτό το ήθος πλάθει τη συνείδησή μας κι αυτή η συνείδηση πλάθει το ήθος, ώστε να μπορούμε να ζούμε αναπαυαμένοι, είτε χαιρόμαστε είτε θλιβόμαστε, είτε επιτυγχάνουμε είτε αποτυγχάνουμε. Είτε ζούμε στην αμαρτία είτε μετανοούμε. Όλα αυτά φανερώνουν έναν άλλο τρόπο, μια άλλη δυνατότητα που εκφράζεται στα λόγια του Χριστού μας, «οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ᾿ οἱ κακῶς ἔχοντες» και «οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν». Η ανατροπή οποιουδήποτε συστήματος, συντηρητικού ή φιλελευθέρου, και η ανατροπή οποιουδήποτε μέτρου δικαιοκρισίας εδράζεται στη φανέρωση της αγάπης του Θεού!
Πηγή: Βιβλίο «Αμαρτωλών Εκκλησία», εκδ. Αρχονταρίκι, σελ. 21-28