Η μαρτυρία του π. Ν. Λουδοβίκου για τους Ορθοδόξους αγίους της εποχής μας

Εισαγωγή (Θ.Ρ. από το ιστολόγιο Νεκρός): Ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος δεν είναι κάποιος «ημιμαθής παπάς», ούτε κάποιο θρησκόληπτο παιδί του κατηχητικού, που χειραγωγήθηκε εξ απαλών ονύχων σε μια κοντόφθαλμη πίστη. Είναι ένας ανήσυχος πνευματικός αναζητητής, που έζησε σε μια ούτως ή άλλως ανήσυχη εποχή, στο πνεύμα της οποίας εντάχθηκε. Από την εφηβεία του ήδη απέρριψε την πλαστή Ορθοδοξία που του είχαν διδάξει, σπούδασε ψυχολογία και παρέμενε άθεος κατά τον καιρό των σπουδών του. Η ανακάλυψη της πνευματικής κληρονομιάς των πατέρων του δεν ήταν γι’ αυτόν επιπόλαιη και η μελέτη και εμβάθυνσή του σ’ αυτήν, μέχρι σήμερα, επίσης κάθε άλλο παρά επιφανειακή μπορεί να χαρακτηριστεί.

Έχει σπουδάσει ψυχολογία, παιδαγωγική, θεολογία και φιλοσοφία στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, το Παρίσι (στη Σορβόνη – Paris IV, και στο Καθολικό Ινστιτούτο του Παρισιού) και το Κέμπριτζ. Οι επιστημονικοί του τίτλοι είναι άφθονοι, όπως και οι σταθμοί της πανεπιστημιακής του σταδιοδρομίας, η δε παρουσία του στα ελληνικά γράμματα εμβληματική (λεπτομέρειες εδώ). Πρόκειται λοιπόν για έναν άνθρωπο που δεν γράφει όσα γράφει «επειδή είναι ιερέας», αλλά είναι ιερέας ως επιστέγασμα μακράς πνευματικής αναζήτησης και πολυετούς πείρας και μελέτης σε πολλά επιστημονικά πεδία, των ανθρωπιστικών επιστημών. Το συμπέρασμα όλων των παραπάνω είναι ότι δεν λέει ανοησίες και ψέματα, αλλά καταθέτει μια μαρτυρία αληθινή, η οποία μάλιστα συνέβαλε καθοριστικά στην αλλαγή της ζωής του και στη διαμόρφωση της ταυτότητάς του.

Το παρακάτω απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο του Η ανοικτή ιστορία και οι εχθροί της – Η άνοδος του Βελούδινου Ολοκληρωτισμού, Αρμός 2020, σελίδες 158 – 161 και 164 – 166.

Ας μου συγχωρηθεί, σ’ αυτό μόνον το κεφάλαιο, ένας προσωπικός τόνος. Σύρω αυτές τις γραμμές σήμερα, εικοστή δεύτερη μέρα του Νοεμβρίου, ημέρα της πρώτης μνήμης του νεοκαταταγέντος οσίου Ιακώβου, ηγουμένου της Μονής του Οσίου Δαυΐδ του εν Ευβοία. Θυμούμαι με συγκίνηση την πρώτη μας γνωριμία: μεταπτυχιακός φοιτητής, νιόπαντρος και άνεργος φτάνω προσκυνητής στη δυσπρόσιτη τότε Μονή, εισέρχομαι στον έρημο ναό και ρίχνω στο παγκάρι, απονενοημένως, το τελευταίο μου χαρτονόμισμα των χιλίων δραχμών. Ξαφνικά καταφθάνει, ελαφρύς και απρόσμενος, από τα βάθη του ιερού του ναού. «Μόλις κάνατε», μου λέγει χαμογελώντας με αγάπη, «αυτό που έκανε η φτωχή χήρα του Ευαγγελίου, καταθέτοντας όλη της την μικρή περιουσία στον ναό. Αλλά γιατί το κάνατε, όντας φτωχός και άνεργος;» και, χωρίς να περιμένει απάντηση από την βουβή μου κατάπληξη, προσθέτει, «με συγχωρείτε, αλλά αυτό με υποχρεώνει απέναντί σας». Και αμέσως αρχίζει, εκεί στην είσοδο της εκκλησίας, μιαν εκπληκτική ανάλυση, ψυχολογική και πνευματική, του χαρακτήρα μου, την οποία ακολούθησε μια παρόμοια της νεαρής μου συζύγου που στο μεταξύ κατέφθασε, μαζί με προρρήσεις για σημαντικά γεγονότα της προσωπικής μας ζωής, τις οποίες κρατώ σαν πολύτιμο θησαυρό μέχρι σήμερα.

Η περαιτέρω γνωριμία μας μου αποκάλυψε μιαν ακόμη πύλη του ουρανού, έναν μεθόριο άνθρωπο που διέσχιζε συνεχώς και αδιαλείπτως τα ανθρώπινα όρια, διαπορθμεύοντας τα η ζωντανή χάρη και τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος στον κόσμο – παραμένοντας ταυτόχρονα, βαθύτατα ταπεινός και ανθρώπινος.

Και δεν ήταν η πρώτη μου φορά που συναντούσα κάτι παρόμοιο· λίγα χρόνια πριν, κατάπληκτος και ενεός, ως νεαρός άθεος φοιτητής της ψυχολογίας, ήδη τεθραυσμένος από μεταφυσικά και ανθρωπολογικά ερωτήματα που με ξεπερνούσαν, άκουγα τον Γέροντα Πορφύριο (ήδη όσιο Πορφύριο του Ωρωπού) να με υποδέχεται απαγγέλλοντας αδημοσίευτους στίχους μου. «Πώς του γνωρίζετε τους στίχους αυτούς, πάτερ;», ψέλλισα. «Όχι εγώ, απάντησε, αλλά ο Θεός τους γνωρίζει και μου τους αποκαλύπτει την στιγμήν αυτή για χάρη σου, για να δεις πως παρακολουθούσε με αγάπη πάντοτε κάθε σου στιγμή, μέχρι σήμερα». Ακολούθησε στη συνέχεια κρουνηδόν η περιγραφή προσωπικών γεγονότων που μόνος εγώ γνώριζα, αλλά και η πρόρρηση πραγμάτων της ζωής μου, μερικά εκ των οποίων αρχίζουν να εκπληρώνονται μόλις τώρα. «Για να δεις πως ο Θεός είναι ο Κύριος του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, “ο ων και ο ην και ο ερχόμενος”», κατέληξε, συντρίβοντας μπροστά στα συγκλονισμένα και δακρυσμένα μάτια μου έναν ολόκληρο κόσμο παιδικών μεταφυσικών παιχνιδιών ενός ολόκληρου πολιτισμού που ήδη κείται ημιθανής από απορία και πενία πνευματική.

Κυρίως όμως συνέτριβε ό,τι στην μέχρι τότε ζωή μου είχα γνωρίσει και μισήσει ως «Θρησκευτικά» του σχολείου και την ηθικιστικο-νομικίστικη κατήχηση που με είχε απομακρύνει ήδη από την Εκκλησία οριστικά, όπως πίστευα, από τα πρώτα μου εφηβικά χρόνια. Και μου αποκάλυπτε την αναπάντεχη πιθανότητα – που είχα για χρόνια, για φιλοσοφικούς λόγους, λυσσαλέα αρνηθεί – της Ενσάρκωσης του Λόγου, της συγκλονιστικής πιθανότητας της αλλαγής του τρόπου της υπάρξεως της ανθρώπινης φύσης σε θεοειδή και θεωμένη, μέσα από την υποστατική επαφή, την αδιαίρετη και ασύγχυτη σύγκρασή της δηλαδή, με την θεία και άκτιστη φύση. Τίποτε λοιπόν εδώ δεν θυμίζει ηθικολογία ή νομική συναλλαγή: πρόκειται για την συγκλονιστική είσοδο της θείας ζωής μέσα στην φθαρτή φύση, μετά το ναι της ανθρώπινης συνεργίας της Θεοτόκου που μιμείται την κένωση αυτή της θείας αγάπης και δέεται να εισοδεύσει αυτή η τελευταία μέσα στην φθορά και τον θάνατό μας.

Με τους αγίους αυτούς, αυτές τις παρουσίες του Χριστού στον κόσμο, η Χριστολογία της Εκκλησίας καθίσταται – έτσι και μόνο! – πειστική. Και δεν θα παραλείψω φυσικά τον τρίτο Χριστό κατά χάρη που συνάντησα εκείνα τα χρόνια και με τον οποία ανέπτυξα τελικά την μακροβιότερη σχέση: τον όσιο Παΐσιο τον Αγιορείτη. Δεν έχω καταγράψει ακόμη συστηματικά όλα τα παραπάνω· το μεν διότι αρκετά βιβλία με τέτοιες μαρτυρίες ήδη κυκλοφορούν· το δε διότι θεωρώ πως είναι ακριβώς μια θεολογική επεξεργασία όλων αυτών των γεγονότων και εμπειριών που τους δίνει την αξία τους – διαφορετικά κινδυνεύουν να εκφυλισθούν σε θαυματολογίες που προκρίνουν τον εύκολο εντυπωσιασμό από την πραγματική, υπαρξιακή και θεωρητικά αλλαγή του νου, την μετά-νοια. Παρά ταύτα και για χάρη αυτής μας εδώ της αναφοράς, δεν θα παραλείψω να θυμηθώ πλάι στις αδιαμφισβήτητες προσωπικές διοράσεις και προοράσεις, το μεγάλο προφητικό χάρισμα του Γέροντα. Το χάρισμα που ξεδίπλωνε, ήδη τον Ιούνιο του 1981, μπροστά μου, όλα τα μελλοντικά κατορθώματα «ενός καινούργιου κόμματος που θα έλθει στην εξουσία», καταλεπτώς, από το μονοτονικό, τις ελεύθερες εκτρώσεις και το αυτόματο διαζύγιο ώς την τελική χρεωκοπία της χώρας και «το μεγάλο χρέος που έρχεται». Ακόμη περισσότερο: την πτώση του Κομμουνισμού, προφητευμένη καταλεπτώς ήδη από το 1985 – η CIA και η KGB δεν μπορούσαν να το δούνε ούτε το 1989! Και άλλα, τα οποία δεν θέλω να δημοσιοποιήσω…

Γιατί τα αναφέρω όλα αυτά και μάλιστα σε ένα βιβλίο που δουλειά του είναι, αντιθέτως, η θεωρία; Μα για την αλλαγή πλαισίου ακριβώς της θεωρίας αυτής: η χαρά της νίκης εναντίον όλης αυτής της παράλογης θανατικότητας που στοιχειώνει τα ανθρώπινα δρώμενα και ιδεολογήματα, που μερικεύει και τσακίζει την αγαθότητα των προθέσεων, η, σε θεολογικότερη γλώσσσα, αποκατάσταση του κατά φύσιν τρόπου του ανθρώπου, είναι αδύνατη, όχι παράδοξα πλέον σήμερα, που όλα έχουν εναλλακτικώς δοκιμασθεί, χωρίς την διείσδυση της θείας σοφίας και ενέργειας, εν Χριστώ, στον κτιστό και περιορισμένο κόσμο του ανθρώπου. Αυτό ακριβώς είναι και το «μυστικό του Ιησού» και όχι η, κατά Ράμφο, άνευ Θεού εγωτική και αυτοστοχαστική εξατομίκευση.

Ακόμη περισσότερο: όλα αυτά φιλοξενούν εντός τους μιαν ανθρωπολογία εκπλήσσουσας εμβέλειας και μιαν αντίληψη για την ιστορία διαλογική και συνεργητική, η οποία αποτελεί τον αντίποδα όλων των κλειστών ναρκισσιστικών καθηλώσεων τις οποίες παρακολουθήσαμε στα προηγούμενα κεφάλαια – και του υφέρποντος μηδενισμού τους. Είναι κρίμα, μεγάλο κρίμα, που την ανθρωπολογία αυτή, αντί να την περιγράψουν, αφού πρώτα την διακρίνουν, αρκετοί εκ των σημερινών Ορθόδοξων θεολόγων, συναγωνίζονται μεταξύ τους ποιος θα την απαξιώσει αποτελεσματικότερα για χάρη των «κεκτημένων της μετανεωτερικότητας» – που και αυτά ακόμη μόνον δι’ αυτής θα σώζονταν στις μέρες μας, και μάλιστα στην αυθεντικότητά τους, από τον αύτανδρο σημερινό καταποντισμό τους στον γενικευμένο πρακτικό μηδενισμό που καταπίνει ακόμη και τα προ ολίγου δικά του δημιουργήματα.

Και τι να πω για τον οσονούπω καταταγησόμενο στις αγιολογικές δέλτους της Ορθόδοξης Εκκλησίας Ιωσήφ τον Ησυχαστή; (……) Η επιπρόσθετη αναφορά μου λοιπόν στον Ιωσήφ τον Ησυχαστή, με αφορμή την πρόσφατη έκδοση των Επιστολών και Ποιημάτων του από την Μονή Βατοπαιδίου, έχει τον λόγο της. Ο ολιγογράμματος και ευαίσθητος αυτός άνθρωπος παρουσιάζει όλην αυτή την ανθρωπολογικήν ακεραιότητα και ψυχική υγεία που θαυμάζει κανείς (μόνον) εάν εγκύψει στο βάθος του Ησυχασμού. Ο πτωχός και ρακένδυτος ερημίτης αυτός, με την άκρα αυταπάρνηση, την απόλυτη νηστεία, αγρυπνία και κακοπάθεια, διά των οποίων εκφράζει όχι κάποιαν απέχθεια για την αγαπημένη του δημιουργία [σημ. δική μας: εννοεί τον υλικό κόσμο, όσα δημιούργησε ο Θεός], αλλά μιαν άμεση και απροσμέτρητη ερωτική διαθεσιμότητα προς τον Δημιουργό της, διαθέτει μια τρυφερότατη αρχοντική αγάπη για τα πνευματικά του τέκνα, τους φίλους και τους συγγενείς, η οποία εκφράζεται με φροντίδα ανύστακτη και διηνεκή, πνευματική αλλά και υλική, για τους πάντες – «για κάθε ψυχή δοκιμάζω τον πόλεμο του έχει» (σελ. 253), μας λέγει ο θεοειδής αυτός άνθρωπος που, σ’ αυτήν την εποχή της υπερ-ναρκισσικής, περίκλειστης αυτοδικαίωσης, «προτιμά μυρίους θανάτους», παρά να πει «λόγο ψυχρόν» για τον αδελφό (σελ. 300).

Εισέρχεται στον μοναχισμό βαριά πληρωμένος, ζητώντας την κατάργηση της ματαιότητας και του θανάτου που του πήρε την νεανική του αγαπημένη: «έφυγε το άνθος [η Μαρία] και με έκανε να καταλάβω την ματαιότητα» (σελ. 424). Ο θερισμένος νεανικός έρωτας μεταμορφώνεται σε απεγνωσμένη αναζήτηση του Θεού και έρωτα θείο και την ανένδοτη προσωπική πάλη κατά των παθών ακολουθούν θαυμαστές υπερφυσικές θεωρίες [=οπτασίες], πληροφορίες και ελλάμψεις. Ο  γλυκύς και βαθύτατα ανθρώπινος Ιωσήφ, ο ποιητής αυτός, δεν (έχει καμμιάν ανάγκη να) φθονεί καθόλου ούτε την επιστήμη, ούτε τα όντα, ούτε το σώμα, ούτε τον γάμο, ούτε την… μετανεωτερικότητα. Πονά σπαραχτικά και νοιάζεται για όλα τα όντα, γνωρίζοντάς τα στο θείο τους βάθος, στις χερουβικές θεωρίες του, όταν τους ασκητικούς αγώνες «διαδέχεται γνώσεως φωτισμός, διαύγεια του νοός, όπου [ο ασκητής] καθορά την αλήθειαν. Βλέπει τα πράγματα εις την φύσιν τους, χωρίς τέχνην και τρόπους και συλλογισμούς ανθρωπίνους. Το κάθε πράγμα στέκει φυσικώς εις την πραγματικήν του αλήθειαν […]. Τον δε φωτισμόν διαδέχεται διακοπή της ευχής [=της νοεράς προσευχής] και συχναί θεωρίαι, αρπαγή του νοός, κατάπαυσις των αισθήσεων, ακινησία και άκρα σιγή των μελών, ένωσις Θεού και ανθρώπου εις έν» (σελ. 172).

Παρέχεται έτσι, πλην του εξαίσιου οντολογικού ορίζοντα για την ανθρωπολογία, επιπλέον, όχι άρνηση, αλλά μέγα πνευματικό και θείο βάθος ακόμη και στην ίδια την επιστημονική θεωρία, εφόσον οι άκτιστοι λόγοι της φυσικής θεωρίας, όπως ονομάζονται στην ησυχαστική και φιλοκαλική ορολογία, εικονίζονται επίσης και στους επιστημονικούς τρόπους των όντων, καθοδηγώντας ποιητικά στην αναζήτηση των τελευταίων – το γνωσιολογικό συνδέεται εντέλει οργανικά και αξεδιάλυτα με το ηθικό, το αισθητικό και το οντολογικό, όπως υπήρξαν άλλωστε και η αρχαία γνωσιολογική επιδίωξη και όραμα, οδηγώντας μάλιστα φυσιολογικά, στο τέλος, στην έσχατη άκτιστη πηγή των πάντων. Αυτήν την κεφαλαιώδη ενοποίηση όμως δεν έχει χάσει, μεταξύ άλλων, από το οπτικό της πεδίο η μετανεωτερικότητα – και κάποτε αναζητά να ξαναβρεί;

Αναδημοσίευση από: Ο Νεκρός

Απάντηση

Subscribe without commenting

  • Κέρασμα

    Ο τρόπος της Εκκλησίας είναι η αγάπη· διαφέρει από τον τρόπο των νομικών. Η Εκκλησία βλέπει τα πάντα με μακροθυμία και κοιτάζει να βοηθήση τον καθέναν, ό,τι και αν έχη κάνει, όσο αμαρτωλός και αν είναι.
    - Γέροντας Παΐσιος
  • Αρέσει σε %d bloggers: