Ἀπό τήν Θλίψη στήν Βίωση τῆς Ἀνάστασης
«Όλα γύρω μου ήταν θάνατος και Μηδέν. Οι άνθρωποι νεκροί και όλα τα έργα τους χωρίς νόημα. Και ήταν οικτρό να τους βλέπεις, ακόμη και όταν διασκέδαζαν και γελούσαν, χωρίς να πω για το όταν ήταν άρρωστοι και έπασχαν… Η ψυχή έπασχε αφόρητα, αλλά δεν υπήρχε διέξοδος. Το σκοτάδι του θανάτου και η φρίκη του Μηδενός με σκότωναν. Αυτό συνεχιζόταν για μερικά χρόνια, κατά την διάρκεια των οποίων δεν κοινωνούσα.
Και νά που, ενώ ήμουν σε τέτοια κατάσταση, ήρθα ένα πρωί στην Εκκλησία, εξομολογήθηκα και κοινώνησα. Τότε, κατά κάποιον παράδοξο τρόπο όλα άλλαξαν και μέσα μου και γύρω μου. Εξαφανίστηκε το σκοτεινό και αδιαπέραστο τείχος, και με θετικό τρόπο όλος ο κόσμος πλατύνθηκε και καταυγάσθηκε από ένα παράδοξο, τρυφερό, εωθινό φώς, ήταν το φώς της ανέσπερης ημέρας, το φως της αναστάσεως από τους νεκρούς. Και οι άνθρωποι έπαυσαν να είναι νεκροί, αλλά όλοι ξαναέζησαν, όλοι έγιναν αιώνιοι μέσα μου, όπως νεκροί ήταν μέσα μου πρίν από την ώρα εκείνη. Με την αναστασή μου αυτή, όλα αναστήθηκαν για μένα. Είμαι αιώνιος, όπως αιώνιος είναι και κάθε άλλος άνθρωπος….. και διαφορετικά πλέον ηχούσαν στην ψυχή μου τα λόγια του Χριστού ότι «Θεός δε ουκ έστι νεκρών αλλά ζώντων»… Η όραση του εωθινού φωτός της αναστάσεως παρατάθηκε για τρείς ημέρες, και έπειτα με άφησε, αλλά ήδη άρχισε νέα ζωή μέσα μου. Στην ψυχή μου κυριαρχούσε ένα αίσθημα αγάπης προς κάθε άνθρωπο και ξεχυνόταν σε προσευχή για όλους…»
Πηγή: Οσίου Σωφρονίου, Το μυστήριο της Χριστιανικής ζωής, σελ. 114-115