Γονέας Α’, Γονέας Β’ ή Πατέρας και Μητέρα;
του Αρχιμ. Θεόφιλου Λεμοντζή, Δρ. Θεολογίας
Το 2019 o πρόεδρος της Γαλλίας Εµανουέλ Μακρόν και η παράταξή του κατέθεσαν τροπολογία για την αλλαγή των οικογενειακών στοιχείων των παιδιών, προτείνοντας αντί “όνοµα πατρός” και “όνοµα µητρός” να αναγράφεται “γονέας Α΄” και “γονέας Β΄” αντίστοιχα[1].
Αν και στην Ελλάδα δεν υπήρξε παρόμοια τροπολογία όμως οι όροι “γονέας Α’” και “γονέας Β΄” εμφανίστηκαν σε παρόμοιες δηλώσεις που κλήθηκαν να υπογράψουν γονείς για θέματα που αφορούν τη λειτουργία των σχολείων και προκάλεσαν την έντονη αντίδρασή τους, όπως αναφέρεται στο διαδίκτυο[2].
Όμως, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και αλλού όπως λ.χ. στο Μπουργκάς της Βουλγαρίας, σύμφωνα με διαδικτυακή ενημέρωση, υπήρξε έντονη αντίδραση γονέων διότι οι αιτήσεις εγγραφής στην Α΄ τάξη του Σχολείου έγραφαν “γονέας Α΄” και γονέας Β΄” αντικαθιστώντας το “πατέρας” και “μητέρα”. Πολλοί γονείς δήλωσαν ότι δεν θέλουν να αντιμετωπίζονται ως πλάσματα χωρίς φύλο και μετά την έντονη αντίδραση τα πεδία “γονέας Α΄” και γονέας Β΄” άλλαξαν στα κλασικά “μητέρα” και “πατέρας”. Η αρμόδια διοίκηση το απέσυρε αποδίδοντάς το σε τεχνικό σφάλμα[3].
Οι θιασώτες και εισηγητές της πρακτικής της αλλαγής των όρων “πατέρας” και “μητέρα” σε “γονέας Α’” και “γονέας Β’” υποστηρίζουν ότι αυτό θα αποτελέσει το τέλος των έμφυλων διακρίσεων και του κοινωνικού ρατσισμού χωρίς βέβαια να εξηγούν για ποιο λόγο ο ένας γονέας να είναι ο “Ά΄” και ο άλλος να είναι ο “Β’. Έτσι, ο Μακρόν αιτιολόγησε αυτήν την τροπολογία λέγοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα υπάρξει ένα τέλος στις διακρίσεις και στον κοινωνικό ρατσισμό απέναντι στις μειονότητες και απέναντι σε εκείνους που δεν θα επιθυμούσαν να δηλώσουν το βιολογικό τους φύλο[4].
Υποστηρίζεται επίσης ότι οι όροι “πατέρας” και μητέρα” είναι αναχρονιστικοί χωρίς όμως να μπορούν να δικαιολογήσουν οι εισηγητές αυτής της αλλαγής, πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν διακριτοί οι όροι “πατέρας” και μητέρα” σε όλες τις ανθρώπινες γλώσσες παγκοσμίως από την αυγή της ανθρώπινης ιστορίας έως σήμερα. Μάλιστα, δεν αποτελούν τεχνητό κατασκεύασμα, όπως άλλες λέξεις, αλλά προέκυψαν φυσικά, καθώς οι λέξεις αυτές αποτελούν την αυθόρμητη ομιλία του βρέφους που έρχεται στη ζωή, όπως επισημαίνει η δημοσιογράφος Άντζελα Ζιούτη: “Μα, µα, µα, φώναζαν τα παιδιά τις µανούλες ανά τον κόσµο και έτσι προέκυψε η πιο γλυκιά λέξη του κόσµου. Μαµά…Η µητέρα ‘γεννιέται’ κι αυτή µε την έλευση του παιδιού της, αντιµετωπίζοντας µια εµπειρία που δεν µοιάζει µε καµία άλλη στη ζωή της”[5].
Εάν οι όροι “πατέρας” και “μητέρα” δημιουργούν διακρίσεις και ρατσισμό απέναντι σε μειονότητες όπως διατείνονται οι εισηγητές της πρακτικής αυτής, τότε και, γιατί όχι, οι έννοιες “Έλληνας”, “Τούρκος”, “Γερμανός”, κλπ, να μην αντικατασταθούν από τις έννοιες “πολίτης της Α΄ περιοχής”, “πολίτης της Β΄ περιοχής”, κ.ο.κ. Με το ίδιο σκεπτικό ίσως και τα ονόματα των ανθρώπων να προάγουν διακρίσεις μεταξύ των δύο φύλων, και το “Γιάννης”, “Ελένη”, κλπ, να πρέπει να αντικατασταθούν με τους όρους “άτομο Α΄”, “άτομο Β΄”, κ.ο.κ. Με αυτό τον τρόπο όμως οδηγούμαστε σε μια κοινωνία με άτομα άφυλα και ανώνυμα, χωρίς ταυτότητα, ποιότητες και χαρακτηριστικά, που στο τέλος αποβαίνουν ξεροί αριθμοί χάριν μιας πιθανολογούμενης ισότητας η οποία ναι μεν είναι μαθηματική, αλλά δεν είναι κοινωνική και οντολογική διότι οι θιασώτες αυτών των θεωριών δεν μπορούν ή δεν θέλουν να κατανοήσουν ότι οι διαφορές σε επίπεδο φύλου, εθνικότητας, εμφάνισης, κ.λ.π, δεν διαφοροποιούν τους ανθρώπους σε επίπεδο ουσίας αλλά σε επίπεδο επουσιωδών διαφορών ή αλλιώς σε επίπεδο συμβεβηκότων. Κατά συνέπεια, η χρήση αυτών των όρων δεν δημιουργεί διακρίσεις και ανισότητες επειδή οι άνθρωποι δεν είναι άφυλοι και άχρωμοι αριθμοί ή ρομπότ εργοστασίου με ετικέτες όπως “Α΄”, “Β΄”, “Γ΄”,κ.ο.κ., αλλά ζώντες κοινωνικοί οργανισμοί με βούληση και προοπτική που παράγουν πολιτισμό και αλληλεπιδρούν στις μεταξύ τους κοινωνικές σχέσεις.
Κατά συνέπεια, είναι προσχηματικός ο λόγος που προφασίζονται οι εισηγητές της αντικατάστασης των όρων “πατέρας” και “μητέρα” σε “γονέας Α’” και “γονέας Β’”. Έχουμε τη γνώμη ότι η πραγματική αιτία και λόγος είναι ότι με αυτόν τον τρόπο προωθείται η νεόκοπη θεωρία Gender, δηλαδή η θεωρία περί διαχωρισμού βιολογικού και κοινωνικού φύλου.
Gender Identity (ταυτότητα φύλου ή έμφυλη ταυτότητα) είναι η αυτοαντίληψη ενός ανθρώπου για το φύλο του δηλαδή η άποψή του για το αν είναι άνδρας, γυναίκα, ή άφυλο ον[6]. Εισηγητής αυτής της θεωρίας ήταν ο Νεοζηλανδός γιατρός John Money ο οποίος υποστήριζε ότι ένας άνθρωπος αν και έχει το βιολογικό του φύλο και τα ανατομικά χαρακτηριστικά που το συνοδεύουν, όμως είναι δυνατόν στην κοινωνική του ζωή να συμπεριφέρεται και να πράττει ως σαν να ανήκει στο αντίθετο φύλο ή να έχει μία ανδρόγυνη συμπεριφορά. Οι θιασώτες αυτής της θεωρίας θεωρούν ότι το φύλο με το οποίο γεννήθηκε ένα παιδί δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια ετικέτα(!) που δόθηκε από τους μαιευτήρες γιατρούς στο παιδί κατά τη γέννησή του εξαιτίας των εξωτερικών γεννητικών οργάνων. Δεν ανταποκρίνεται στο πραγματικό του φύλο. Κατά συνέπεια, καθώς θα μεγαλώνει το παιδί μπορεί να επιλέξει το κοινωνικό φύλο που του αρμόζει, είτε σύμφωνα με το βιολογικό φύλο του είτε αντίθετα προς αυτό[7].
Η κατεξοχήν υπέρμαχη της Gender θεωρίας, η οποία την ώθησε στα άκρα, ήταν η Αμερικανίδα Judith Butler. Στο βιβλίο της “Gender Trouble” υποστήριξε ότι το αρσενικό και το θηλυκό είναι εξολοκλήρου κοινωνικές κατασκευές χωρίς κάποιο βιολογικό υπόβαθρο. Αυτό σημαίνει ότι οι κατηγορίες “άντρας” και “γυναίκα” είναι κατασκευασμένες και ότι αποτελεί πλάνη το γεγονός ότι οι κοινωνίες μας τις δέχονται ως αντικειμενικές και δεδομένες[8].
Οι παραπάνω θεωρίες περί Gender δεν αναφέρονται ασφαλώς σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου πράγματι υπάρχουν ιατρικά προβλήματα εκ γενετής, παθολογικές καταστάσεις και δυσλειτουργίες που επηρεάζουν τα πρωτογενή και δευτερογενή χαρακτηριστικά του φύλου και την αναπαραγωγική ικανότητα όπως μερική γοναδική δυσγενεσία δηλαδή ανωμαλίες στην ανάπτυξη των γονάδων που οδηγούν σε ποικίλου βαθμού αμφίβολα γεννητικά όργανα[9]. Οι θιασώτες αυτών των θεωριών επιθυμούν να τις επιβάλουν ως κανόνα ανεξαιρέτως για όλα τα μέλη της κοινωνίας παραγνωρίζοντας ότι όλες αυτές οι ιδεολογίες καταρρίφθηκαν με τον πλέον τραγικό τρόπο όταν ο εισηγητής τους John Money προσπάθησε να αποδείξει ότι το βιολογικό φύλο είναι μια απάτη, μια αυθαιρεσία από την οποία θα μας απαλλάξει η εκπαίδευση. Το αποδεικτικό υλικό το “βρήκε” δήθεν μελετώντας την περίπτωση ενός αγοριού 8 μηνών, του Ντέιβιντ, ο οποίος απέκτησε μια αναπηρία, εξαιτίας της καταστροφής του πέους του από ιατρικό λάθος, μετά από περιτομή. Ο John Money βλέπει σ’ αυτή τη μοιραία αναπηρία την ευκαιρία να αποδείξει in vivo ότι το βιολογικό φύλο είναι μια απάτη, μια αυθαιρεσία από την οποία θα μας απαλλάξει η εκπαίδευση. Πείθει τους γονείς του Ντέιβιντ να τον μεγαλώσουν ως κορίτσι, χωρίς να του αποκαλύψουν ποτέ ότι γεννήθηκε αγόρι. Ο γιατρός συνταγογραφεί στο παιδί, το οποίο μετονομάστηκε σε Μπρέντα, μια ορμονική θεραπεία, το υποβάλλει σε εγχείρηση αλλαγής φύλου, ενώ οι γονείς ντύνουν το παιδί με φουστάνια, του χαρίζουν κούκλες και του μιλούν στο θηλυκό γένος. Ο Ντέιβιντ μεγάλωνε ως Μπρέντα. Ο John Money ήταν λοιπόν πεπεισμένος ότι έχει αποδείξει ότι το βιολογικό φύλο εξαφανίζεται όταν του “μεταγγίζουμε” ένα άλλο γένος και υποστηρίζει ότι μόνο η εκπαίδευση κάνει τους ανθρώπους να συμπεριφέρονται ως άνδρες ή γυναίκες, ότι δηλαδή η ανατροφή είναι εκείνη που καθορίζει το φύλο του παιδιού και όχι το φύλο που γεννήθηκε. Έτσι γεννήθηκε η θεωρία του Gender. Όμως το πείραμα δεν εξελίχθηκε όπως ήθελε ο Money. Όταν η Μπρέντα εισέρχεται στην εφηβεία η φωνή της γίνεται βαριά και εξομολογείται ότι έλκεται από τα κορίτσια. Η Μπρέντα σταματά τη θεραπεία της που της επιβάλει ο John Money, απορρίπτει τον κοριτσίστικο τρόπο ζωής, καταφεύγει στο αλκοόλ και τελικά αυτοκτονεί στις 5 Μαΐου 2004, σε ηλικία 38 ετών. Γι’ αυτό το τραγικό τέλος ο John Money δεν έκανε καμία δήλωση[10].
Αν και καταρρίφθηκε η συγκεκριμένη θεωρία με τον πλέον τραγικό και παταγώδη τρόπο, όπως είδαμε παραπάνω, όμως δεν απορρίφθηκε αλλά τουναντίον γίνεται προσπάθεια να γίνει αποδεκτή είτε με τη διδασκαλία των “έμφυλων ταυτοτήτων” πριν μερικά χρόνια στα ελληνικά σχολεία είτε με την αντικατάσταση των όρων “πατέρας” και “μητέρα” με το “γονέας Α΄” και “γονέας Β΄”, το διαχωρισμό δηλαδή του βιολογικού από το κοινωνικό φύλο. Ενώ οι όροι “πατέρας” και “μητέρα” εκφράζουν το βιολογικό φύλο, άνδρας και γυναίκα, το οποίο φέρει κάποιος/α από τη γέννησή του, οι όροι “γονέας Α΄” και γονέας Β΄”, υπονοούν το κοινωνικό φύλο, αυτό δηλαδή που υιοθετεί κάποιος/α και το οποίο μπορεί να μην ταυτίζεται με το βιολογικό φύλο ή ακόμη και να δηλώνει μια άφυλη επιλογή.
Η πρακτική διαχωρισμού βιολογικού και κοινωνικού φύλου και αντικατάσταση των κλασικών όρων “πατέρας” και “μητέρα” που προωθείται με τις Gender θεωρίες είναι εκ διαμέτρου αντίθετος και απαράδεκτος εξ επόψεως χριστιανικής ανθρωπολογίας όχι μόνο επειδή είναι αντιεπιστημονική, καθώς ο John Money πρώτα διατύπωσε τη θεωρία του και μετά προσπάθησε να την αποδείξει με τα τραγικά αποτελέσματα που περιγράψαμε παραπάνω, αλλά και διότι η συγκεκριμένη θεωρία αποτελεί επαναδιατύπωση της αιρετικής ανθρωπολογίας του Γνωστικισμού[11]. Η συγκεκριμένη αίρεση εκκινώντας από την αντικοσμική του στάση διατύπωσε ένα είδος ενοφυλίας ή αφυλίας, ως το ιδεώδες και τον τελικό πνευματικό προορισμό του ανθρώπου[12].
Διαβάστε το υπόλοιπο άρθρο με τις υποσημειώσεις εδώ.
Πηγή: Πεμπτουσία