Όνειρο

Άνθη, άνθη μάζευα, μάζευα για σένα, για σένα
στο βουνό, στο βουνό που τριγυρνούσα, τριγυρνούσα.

Άνθη, άνθη … για σένα, για σένα
Χίλια αγκάθια το καθένα
κι όπως τα `σφιγγα πονούσα, πονούσα, πονούσα …

Να περάσεις καρτερούσα
στο βοριά, στο βοριά τον παγωμένο
και το δώρο μου κρατούσα
στη θερμή την αγκαλιά μου, αγκαλιά μου

Όλο κοίταζα στα μάκρη,
η λαχτάρα στην καρδιά μου, καρδιά μου
και στα μά και στα μάτια μου το δάκρυ, το δάκρυ

Μέσ΄ στον πόθο μου δεν είδα
μαύρη η Νύχτα να σιμώνει, να σιμώνει, να σιμώνει
κι έκλαψα χωρίς ελπίδα
που δε στά `χα, που δε στά `χα φέρει μόνη, μόνη …

Απάντηση

Subscribe without commenting

  • Κέρασμα

    Στὴν Ἑλλάδα, ἕνα εὐαίσθητο παιδὶ μεγαλωμένο πλάι στὴ θάλασσα ἔχει τὴν αἴσθηση τῆς ἀκοῆς τρισδιάστατη. Στὴ μιὰ πιάνει τοὺς ἀγέρηδες καὶ τὸν παφλασμὸ τῶν κυμάτων· στὴ δεύτερη, τὴν ἑλληνικὴ λαλιὰ στὴν ἀρχική της φθογγολογικὴ σύσταση· στὴν τρίτη, τὸν κόσμο τῶν νοημάτων, ἀπὸ τῆς Ἰωνίας τοὺς καιροὺς καὶ δῶθε.
    - Οδυσσέας Ελύτης
  • Αρέσει σε %d bloggers: