Η Τιμωρία
π. Δημητρίου Μπόκου
« … ἡ ἁμαρτία ἀποτελεσθεῖσα ἀποκύει θάνατον» (Ἰακ. 1, 15).
Ἡ φωτιὰ ἔτριξε καὶ σπίθες κόκκινες γέμισαν τὸν ἀέρα, καθὼς ὁ γέρος συδαύλισε τὰ κάρβουνα καὶ ἔριξε τὸ τελευταῖο κούτσουρο στὸ τζάκι. Ἔξω τὸ σούρουπο ἅπλωνε γοργὰ τὴν παγερή του μουντάδα, ἂν καὶ ἡ ἀσπράδα τοῦ χιονιοῦ πάλευε νὰ παρατείνει τὴν ψευδαίσθηση πὼς ἡ μέρα κρατοῦσε ἀκόμα.
Γύρω στὸ χριστουγεννιάτικο τραπέζι, στρωμένο, καθὼς τό ’χαν παράδοση, ὅλη τὴν ἡμέρα, βούιζε χαρούμενα στὴν ἀγκαλιὰ τῆς γιορτινῆς ζεστασιᾶς ἡ οἰκογένεια. Καὶ τί οἰκογένεια; Τριάντα τόσες ψυχές, ἀπὸ παπποῦδες μέχρι δισέγγονα, συγκεντρώθηκαν σήμερα γιὰ νὰ γιορτάσουνε μαζί.
Ὁ ὀγδοντάχρονος γέρος, μὲ τὰ μαλλιά του κάτασπρα σὰν χιόνι, ἔβλεπε παλιὰ καὶ νιόφυτα βλαστάρια γύρω του κι ἀναγάλλιαζε. Ἡ ματιά του πλανιόταν ὣς τὸ καντήλι ποὺ σιγόκαιγε στὴ γωνιὰ καὶ κάθε τόσο τὰ φυλλοκάρδια του πάλλονταν.
– «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ…», ψιθύριζε σὰν τοὺς ἀγγέλους. Ἡ ἀγάπη σου ἀπέραντη, Κύριε!… Πλούσια τὰ ἐλέη σου!…
Ἕνα δεκαοχτάχρονο παλληκάρι, ἐγγονός του, ἑτοιμάστηκε νὰ φέρει ἀπ’ ἔξω ξύλα γιὰ τὴ φωτιά. Περνώντας δίπλα του κοντοστάθηκε χαμογελώντας, καθὼς τὸν εἶδε νὰ κουνάει τὰ χείλη του χωρὶς νὰ μιλάει. Ἤξερε τὸν παππού του καλά. Εἶπε νὰ τὸν πειράξει.
– Τί κουβεντιάζεις πάλι ἐκεῖ μονάχος σου, παππού;
Ὁ γέρος τὸν κοίταξε μὲ πρόσχαρη διάθεση.
– Γιὰ τὴν ἀγάπη Του λέω. Τί ἄλλο νὰ ’πῶ;
– Θά ’θελα τότε νὰ τὸν ρωτήσεις κάτι, συνέχισε πειραχτικὰ ὁ ἐγγονός. Ἀφοῦ, κατὰ πὼς λές, μᾶς ἀγαπάει τόσο, γιατί μᾶς τιμωρεῖ σκληρά, ἂν κάνουμε καὶ φύγουμε λιγάκι ἀπὸ τὸν νόμο Του;
Ὁ γέρος στὴ στιγμὴ σοβάρεψε.
– Ἄκουσα νὰ τὸ λέει κάποιος αὐτό, πὼς ὁ Θεὸς γνωρίζει μόνο νὰ τιμωρεῖ. Ἔτσι νομίζεις κι ἐσύ; Ἄντε λοιπόν, τέλειωνε μὲ τὰ ξύλα σου κι ἔλα κατόπι νὰ τὰ ποῦμε.
Ὁ νεαρὸς ἄντρας τυλίχτηκε καλά, κατέβασε μέχρι τ’ αὐτιὰ τὸ γούνινο σκοῦφο του καὶ βγῆκε. Τὸ κρύο ἦταν τσουχτερό, μὰ δὲ θ’ ἀργοῦσε. Προχώρησε κάτω ἀπ’ τὸ ὑπόστεγο ὣς τὴν ψηλὴ μάντρα, ὅπου ἦταν ἀποθηκευμένα τὰ ξύλα. Γέμισε τρεῖς φορὲς τὸ καροτσάκι του καὶ τ’ ἄδειασε κοντὰ στὴν πόρτα τους. Μὰ σὰν τὸ ἀκούμπησε στὴ θέση του καὶ γύρισε νὰ μπεῖ στὸ σπίτι, τοῦ φάνηκε πὼς κάτι ἄκουσε. Σὰν πνιγμένος λυγμὸς ἕνας θόρυβος ἀνακατεύτηκε μὲ τὸ βούισμα τοῦ ἀνέμου.
Παραξενεμένος ἔστησε αὐτὶ ν’ ἀκούσει καλύτερα. Ἔφερε προσεκτικὰ τὸ βλέμμα του ἕνα γύρο. Ψηλὸς περίβολος ἔκλεινε προστατευτικὰ τὸ τεράστιο ὑποστατικό. Ἐκεῖ φιλοξενοῦνταν ἡ μεγάλη τους οἰκογένεια τὸν χειμώνα, ὅταν τὸ φοβερὸ κρύο τοὺς ἔδιωχνε ἀπ’ τὰ ψηλά τους βουνά. Τοῦφες γκρίζου καπνοῦ πετάγονταν στὸν οὐρανὸ ἀκούραστα ἀπὸ τὶς καμινάδες. Ὁ παγωμένος ἀέρας ἀνάδευε κάθε λίγο σύννεφα χιονιοῦ στὴ μεγάλη κοιλάδα μπροστά του. Ἡσυχία παντοῦ.
Ἔκαμε νὰ γυρίσει, ὅταν καὶ πάλι σὰν παράξενο βογγητὸ ἔφτασε κάτι στ’ αὐτιά του. Ταυτόχρονα στὴν κοντινότερη συστάδα δέντρων ἕνας σκοτεινὸς ὄγκος κινήθηκε. Ὑποψιάστηκε ἀγρίμι. Καὶ δὲν ἔπεσε ἔξω. Ἔτρεξε ἀστραπιαῖα στὴν ἀποθήκη κι ἅρπαξε ἕνα ὅπλο. Βλέποντας πὼς τὸ ἀγρίμι ἄρχισε κιόλας νὰ ξεμακραίνει, ἔλυσε ἀπ’ τὸν στάβλο ἕνα ἄλογο καὶ χύθηκε στὸ κατόπι του. Στὸ θαμπὸ λυκόφως ξεχώρισε κόκκινες κηλίδες στὸ χιόνι. Τὸ ἀγρίμι ἦταν πληγωμένο. Νοιώθοντας τὸν κίνδυνο γρύλιζε ὅλο καὶ ἀπειλητικότερα. Βιαζόταν νὰ χωθεῖ στὸ μεγάλο δάσος.
Ὁ νεαρὸς ἄντρας ὅρμησε ξοπίσω του χωρὶς δισταγμό. Τοῦ φάνηκε εὔκολη ὑπόθεση. Καὶ μοναδικὴ εὐκαιρία νὰ δείξει τὴν ἀξία του.
Στὸ μεγάλο δάσος, ποὺ ἁπλωνόταν πέρα ἀπ’ τὴν κοιλάδα καὶ χανόταν στὸν ὁρίζοντα πάνω ἀπὸ κατάλευκους λόφους, ἦταν κανόνας ἀπαράβατος νὰ κυνηγοῦν μόνο οἱ ἔμπειροι ἄνδρες τῆς οἰκογένειας. Ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ πάντα ὁμαδικὰ καὶ ποτὲ τὴ νύχτα.
Στὸν δεκαοχτάχρονο δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ συμμετέχει σ’ αὐτὲς τὶς ἐπιχειρήσεις. Δὲν ἦταν ἀκόμα ἐκπαιδευμένος γιὰ τέτοια. Μποροῦσε μόνο νὰ περιπολεῖ μὲ τοὺς συνομηλίκους του στὴν ἀνοιχτὴ κοιλάδα. Τὸ μεγάλο δάσος ἦταν ἀπαγορευμένος καρπὸς γι’ αὐτούς. Ἡ οἰκογενειακή τους κοινότητα στηριζόταν σὲ νόμους. Κανόνες ἄγραφους, ἀπὸ παράδοση, μὰ αὐστηροὺς καὶ ἀπόλυτους. Χάρη σ’ αὐτοὺς ἡ τεράστια οἰκογένεια ἐπιβίωνε ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ μὲ ἀσφάλεια καὶ λειτουργοῦσε χωρὶς προβλήματα. Καὶ οἱ μεγάλοι μάθαιναν στοὺς μικρότερους σεβασμὸ στὴν παράδοση, μιὰ καὶ κάθε παράβαση συνεπαγόταν πάντα βαρειὲς συνέπειες.
Μὰ τώρα ὁ ἐνθουσιασμὸς τὸν συνεπῆρε. Οὔτε ποὺ σκέφτηκε κανόνες καὶ συνέπειες. Σπιρούνισε τ’ ἄλογο νὰ τρέξει καὶ χαμήλωσε τὸ κορμί του στὴ σέλλα. Ἤθελε νὰ προλάβει στὸν ἀνοιχτὸ χῶρο τὸ ἀγρίμι. Μὰ τὸ φῶς λιγόστευε συνεχῶς. Τὸ ἄλογό του βούλιαζε κάθε λίγο στὸ πυκνὸ χιόνι καὶ δυσκολευόταν νὰ τρέξει. Τὸ πληγωμένο ἀγρίμι κατάφερε ἐπιτέλους νὰ φτάσει στοὺς λόφους καὶ χάθηκε στὸ πυκνὸ δάσος.
Ὁ νεαρὸς ἄνδρας δίστασε, ἀλλὰ γιὰ μιὰ μονάχα στιγμή. Τὸ αἷμα του ἔβραζε. Δὲν θ’ ἄφηνε τὴν εὐκαιρία του νὰ χαθεῖ. Ἦταν αὐτὸ ποὺ τόσο ζήλευε καὶ πάντα λαχταροῦσε. Ἔπαιρνε μεγάλο ρίσκο, μὰ ἤθελε νὰ δείξει πὼς ἦταν ἕτοιμος γιὰ κάτι τέτοιο. Ποιὸς δὲν θ’ ἀναγνώριζε μετὰ τὴν ἀξία του; Θά ’μπαινε ἐπιτέλους στὴν ὁμάδα τῶν μεγάλων κυνηγῶν τῆς οἰκογένειας. Ἔκρινε πὼς ἦρθε ἡ ὥρα νὰ γευτεῖ τὸν ἀπαγορευμένο καρπό.
Τὸ δάσος, χιονισμένο καὶ ἀπέραντο, φάνταζε φοβερό. Ἡ νύχτα εἶχε πέσει. Τὰ πανύψηλα δέντρα λιγόστευαν ἀπελπιστικὰ τὸ ἐλάχιστο φῶς. Προχώρησε προσεκτικὰ μὲ ὁδηγὸ τὰ γρυλίσματα, ποὺ γίνονταν ὅλο καὶ πιὸ ἀδύναμα, πιὸ ἀραιά. Μὰ ἡ ὥρα περνοῦσε, χωρὶς νὰ φτάνει στὸν στόχο του. Τὸ ἐγχείρημά του γινόταν περίπλοκο.
Τὸ ἄλογο μὲ δυσκολία ἄνοιγε τὸν δρόμο του στὸν ἀφιλόξενο, παγερό, σχεδὸν ἄβατο τόπο. Τὰ πράγματα δὲν ἦταν ὅσο ἁπλᾶ τοῦ φάνηκαν στὴν ἀρχή. Δὲν ἤξερε οὔτε πόσο εἶχε προχωρήσει, οὔτε ποῦ βρισκόταν. Τὸ δάσος γινόταν τόσο πυκνό, ποὺ δὲν ὑπῆρχε σημεῖο ἀναφορᾶς γιὰ ὑπολογισμούς. Σιγὰ-σιγὰ ἡ ἀρχική του σιγουριὰ τὸν ἐγκατέλειπε. Ἕνας φόβος, ποὺ ὅλο καὶ μεγάλωνε, πῆρε νὰ ξεσηκώνεται στὴν καρδιά του.
Στάθηκε δίβουλος. Νὰ τραβήξει μπρὸς ἢ νὰ γυρίσει πίσω; Σκεφτόταν τώρα τὶς συνέπειες. Πῶς θὰ αἰτιολογοῦσε τὴν πράξη του; Ἤξερε τὴ θρησκευτικὴ προσήλωση τῆς οἰκογένειας στοὺς κανόνες της. Ὑπῆρχε μεγάλη αὐστηρότητα στὴν τήρησή τους. Καὶ τό ’χε πιὰ σίγουρο πὼς τώρα τὸν περίμενε βαρειὰ τιμωρία γιὰ τὸ τόλμημά του.
Μὰ πάνω ποὺ πάσχιζε τί νὰ διαλέξει, τὸ γρύλισμα ἀκούστηκε πολὺ κοντά. Καὶ μιὰ σκιὰ κινήθηκε μέσ’ στὰ κλαδιά. Αὐτὸ ἦταν! Ἀναθάρρησε. Ἕνα βῆμα μονάχα τὸν χώριζε ἀπὸ τὸν στόχο του. Ἄγγιζε πιὰ τὸ ὄνειρό του.
Σήκωσε τὸ ὅπλο νὰ σημαδέψει, ὅταν ἀπρόσμενα καὶ ἄλλο γρύλισμα τὸν ξάφνιασε ἀπὸ δεξιά…, καὶ ἄλλο ξοπίσω του…, κι ἀριστερὰ καὶ μπρὸς καὶ γύρω του…, παντοῦ. Καὶ μονομιᾶς, ἕνα σωρὸ σκιὲς ξεπήδησαν ἀπ’ τὸ σκοτάδι, τρομαχτικὰ φαντάσματα, τῆς νύχτας πλάσματα φριχτά. Ἀλλοίμονο! Τὸ πληγωμένο ἀγρίμι τὸν παγίδεψε καλά. Τοῦ ’παιξε τὸ πιὸ ἄσχημο παιχνίδι τῆς ζωῆς του. Τὸν ἔριξε βορὰ στὰ πεινασμένα στόματα ὁλόκληρης ἀγέλης.
Μονάχα μιὰ στιγμὴ χρειάστηκε ἡ αἴσθησή του, γιὰ νὰ περάσει ἀπ’ τὴ θριαμβική της εὐφορία στὴν ἔσχατη ἀπελπισία. Τὰ πάντα ἔγιναν ἀστραπιαῖα. Ξετρελλαμένο ἀπ’ τὴν τρομάρα τὸ ἄλογό του τινάχτηκε ψηλὰ στὰ πίσω πόδια. Τὸν ἔριξε μεμιᾶς στὸ χιονισμένο ἔδαφος κι ἀφηνιασμένο ἄρχισε νὰ τρέχει στὰ τυφλά. Μηχανικὰ τὸ δάχτυλό του βρῆκε τὴ σκανδάλη καθὼς ἔπεφτε. Τὸ ὅπλο βρόντηξε ἐκκωφαντικὰ μέσ’ στὴ νυχτιά, μὰ μὲ τὴν πτώση τοῦ ’φυγε ἀπ’ τὰ χέρια του. Τ’ ἀγρίμια σάστισαν ἀπ’ τὴ βαρειὰ ἐκπυρσοκρότηση γιὰ μιὰ στιγμή, ποὺ ὡστόσο τοῦ ἦταν ἀρκετὴ γιὰ ν’ ἁρπαχτεῖ ἀπ’ τὸ κοντινότερο κλαδὶ καὶ νὰ ἀνεβεῖ γοργὰ ὅσο ψηλότερα μποροῦσε. Καιρὸς ἦταν! Τ’ ἀγρίμια ξαναχύμηξαν ἀμέσως καὶ μ’ ἄγριους βρυχηθμοὺς τὸν περιζῶσαν.
Στὸ ἑξῆς ἡ ὥρα κύλισε ἀργὰ καὶ βασανιστικά. Ἡ παγωνιὰ χωνότανε παντοῦ καὶ τὸν τρυποῦσε. Ἡ ἀκινησία μούδιαζε τὸ σῶμα του. Κινδύνευε νὰ πέσει. Μὲ δυσκολία ἀφάνταστη τὰ ξυλιασμένα χέρια του γαντζώνανε τὸ δέντρο. Μὰ πιὸ πολὺ τὸν παίδευαν οἱ ἐνοχές του. Πῶς τό ’χε μετανοιώσει, Θέ μου! Τί ἀποκοτιὰ ἦταν κι αὐτή; Πῶς φέρθηκε πιὰ τόσο ἐπιπόλαια; Καὶ τώρα; Τί τὸν περίμενε; Ὁ θάνατος; Πολὺ πιθανό. Μὰ κι ἂν σωζόταν παρ’ ἐλπίδα, πῶς θὰ δικαιολογοῦσε τὴν ἀνοησία του; Δὲν ἦταν καθόλου πιὰ περήφανος γιὰ τὸν ἑαυτό του.
Μακριὰ στὴν κοιλάδα ἦχος βαθὺς κυνηγετικοῦ βούκινου ἔσκισε τὴ θανατερὴ σιγαλιά. Ἡ καρδιά του σκίρτησε. Τὸν ἔψαχναν! Οἱ ἐλπίδες του ἀναπτερώθηκαν. Ἔφερε τὸ χέρι στὴ ζώνη του ἀναζητώντας τὸ δικό του βούκινο γιὰ ν’ ἀπαντήσει. Μὰ δὲν εἶχε μαζί του κυνηγετικὸ ἐξοπλισμό.
Πέρασε ἔτσι πολλὴ ἀκόμα ὥρα μέχρι νὰ τὸν ἐντοπίσει ἡ ὁμάδα διάσωσης, ποὺ ἔσπευσε νὰ τὸν ἀναζητήσει ἀμέσως μόλις ἔγινε ἀντιληπτὴ ἡ ἐξαφάνισή του. Τὰ σκυλιὰ καὶ οἱ πυροβολισμοὶ σκόρπισαν τὰ θηρία. Στὸ ἔσχατο ὅριο τῆς ἀντοχῆς του ὁ νεαρός, βρισκόταν ἐπιτέλους ξανὰ στὴ ζεστὴ ἀγκαλιὰ τῆς οἰκογένειας.
Μὲ δάκρυα κι ἀλαλαγμοὺς χαρᾶς, βαθιὰ συγκλονισμένοι ἀπ’ τὸ ἀπρόσμενο συμβάν, ἔπεσαν ὅλοι πάνω του, ὅταν τὸ ἕλκηθρο ποὺ τὸν μετέφερε σταμάτησε στὴν πόρτα τους. Κι ὅταν μὲ μάτια ὑγρὰ καὶ λαμπερὰ τὸν σήκωσαν στὰ χέρια τους, ἔνοιωσε στὸν παράδεισο πὼς ἔμπαινε, ὄχι στὸ σπίτι του.
Ἡ γλυκειὰ θαλπωρὴ τῆς χριστουγεννιάτικης ἑστίας καὶ τ’ ἀγαπημένα του πρόσωπα, γελαστὰ καὶ πάλι μετὰ τὴν ἀναστάτωση, ἔσβησαν σὰν ὄνειρο κακὸ σιγὰ-σιγὰ τὴ θύμηση τῆς φοβερῆς του περιπέτειας.
– Θὰ μπορέσετε ἄραγε ποτὲ νὰ μὲ συγχωρέσετε; εἶπε σὰν ἔνοιωσε καλύτερα. Πόσο ἄσχημα αἰσθάνομαι γιὰ ὅ,τι ἔκαμα! Ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ τιμωρία μου, εἶμαι ἕτοιμος νὰ τὴ δεχτῶ.
Ὁ παπποὺς τὸν κοίταξε καλοκάγαθα, ὅπως πάντα.
– Ποιὸς μίλησε γιὰ τιμωρία;
– Μὰ δὲν ἔχει βαρειὲς συνέπειες ἡ παράβαση τῶν νόμων μας; Αὐτὸ δὲν μᾶς μαθαίνετε;
– Βαρειὲς συνέπειες ἔχει ἀναμφίβολα, μὰ δὲν τὶς ἐπιβάλλουμε ἐμεῖς. Ἡ τιμωρία σου εἶναι αὐτὰ ποὺ ἤδη πέρασες. Δὲ σοῦ ‘φτασαν; Κι ἄλλο ζητᾶς ἀκόμα; Σὲ ἄγγιξε σχεδὸν ὁ θάνατος ἀπ’ τὰ θηρία καὶ τὴν παγωνιά! Ἀλλὰ μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ θέλησες νὰ φύγεις ἀπ’ τὴν ἀσφάλεια καὶ τὴ ζεστασιὰ τοῦ σπιτιοῦ μας. Αὐτοκαταδικάστηκες! Ὅσα ἐσὺ ἐπέβαλες στὸν ἑαυτό σου, ἡ φυσικὴ καὶ μόνο συνέπεια τῆς πράξης σου, εἶναι ἡ τιμωρία σου. Ὄχι κάτι ποὺ θὰ ἐπιβάλλουμε ἐκ τῶν ὑστέρων ἐμεῖς.
– Δηλαδή, παππού, …δὲν θὰ μὲ τιμωρήσετε;
– Ὄχι βέβαια, παιδί μου! Δὲν ἔχουμε ἔγνοια ν’ ἀποκαταστήσουμε τὴν τάξη νομικὰ γιὰ ἱκανοποίηση δική μας, νὰ τιμωρήσουμε τὴν παράβαση γιὰ νὰ βγάλουμε τὸ ἄχτι μας. Μᾶς νοιάζει μόνο ν’ ἀποκατασταθεῖς ἐσὺ σῶος καὶ ἀκέραιος στὴν οἰκογένειά μας. Δὲν μᾶς περισσεύεις, ἂς εἴμαστε πολλοί. Δὲν σ’ ἀγαπάμε λιγότερο ἀπὸ κανέναν ἄλλον ἐδῶ μέσα καὶ μᾶς εἶσαι ἰδιαίτερα πολύτιμος γιὰ νὰ σὲ χάσουμε.
Καὶ μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ ἀγαθὸς γέροντας ἔσκυψε κι ἀγκάλιασε τρυφερὰ τὸ νεαρὸ βλαστάρι τοῦ σπιτιοῦ του, φιλώντας το στοργικά. Ἕνα κύμα ἔπνιξε τὴν καρδιὰ τοῦ ἀγοριοῦ, γέμισε δάκρυα ζεστὰ τὰ μάτια του πρὶν προλάβει νὰ τὰ συγκρατήσει.
– Εἶναι αὐτὸ ἡ ἀπάντηση καὶ γιὰ ‘κεῖνο ποὺ σὲ ρώτησα πρὶν φύγω, παππού; ψέλλισε μὲ φωνὴ ποὺ κοβόταν ἀπ’ τὴ συγκίνηση.
– Ἀκριβῶς, ἀγαπημένο μου παιδί! Εἶπες, πῶς γίνεται νὰ ἀγαπάει ὁ Θεὸς καὶ ταυτόχρονα νὰ τιμωρεῖ; Μὰ ὁ Θεὸς μόνο ἀγαπάει, γιέ μου! Ποιὸς λέει πὼς τὸ μόνο ποὺ ξέρει εἶναι νὰ τιμωρεῖ; Ὅποιος τὸν ἀγνοεῖ μονάχα. Οἱ διαστρεβλωτὲς τῆς εἰκόνας Του. Ὁ θάνατος, ἡ κάθε τιμωρία, δὲν εἶναι παρὰ ἡ φυσικὴ συνέπεια τῆς ἀποξένωσής μας ἀπ’ αὺτόν, ἡ τελικὴ κατάληξη τῆς ἁμαρτίας μας. Ὄχι ποινὴ ποὺ ἐπιβάλλει ὁ Θεὸς ἀπὸ κάποια σαδιστικὴ κι ἐκδικητικὴ διάθεση γιὰ ἱκανοποίηση δική Του.
Οἱ κουβέντες σταμάτησαν, τριγύρισαν ὅλοι τὸν λευκασμένο γέροντα. Ἐκεῖνος ἤρεμα συνέχισε.
– Βλέπεις τὸν ἥλιο; Λάμπει γιὰ ὅλους κι ἀκτινοβολεῖ. Ἂν ὅμως κάποιος κρύβεται ἀπὸ τὸ φῶς του καὶ παγώνει, τί φταίει ὁ ἥλιος; Τὸ ἴδιο γίνεται μὲ τὸν Θεό.
– Δηλαδή, παππού;
– Ἐκεῖνος εἶναι, γιέ μου, ἡ μοναδικὴ πηγὴ ζωῆς. Ἀκτινοβολεῖ γιὰ ὅλους ζεστασιά, ἀγάπη, φῶς. Ὅποιος εἶναι μαζί Του, ζεῖ πραγματικά. Μὰ ὅποιος, ἐλεύθερα πάντα, φεύγει ἀπὸ κοντά Του, στερεῖται τὴ ζωὴ αὐτή. Φεύγοντας ἀπὸ τὴ ζεστασιά, παγώνει στὸ σκοτάδι καὶ τελικὰ πεθαίνει. Ἔξω ἀπ’ τὴ Σκέπη Του εἶν’ ἀπροστάτευτος. Εὐάλωτος σὲ κάθε κίνδυνο, πνευματικὸ καὶ σωματικό. Τὰ πάντα μπορεῖ νὰ τοῦ συμβοῦν, μὰ ὄχι ἐπειδὴ τὸν τιμωρεῖ ὁ Θεός. Ἀλλὰ γιατὶ διαλέγει ἀπὸ μόνος του νὰ μένει μακριὰ ἀπ’ τὴν προστασία Του, ἀκάλυπτος στὸ ὁποιοδήποτε κακό, ἀφοῦ εἰσέρχεται στὴν ἐπικίνδυνη περιοχὴ ποὺ διαφεντεύει ὁ θάνατος.
– Ὅπως τὴν ἔπαθα κι ἐγώ, παππού!
– Ἀκριβῶς, παιδί μου! Μὰ ὄχι γιατί σὲ τιμωρήσαμε ἐμεῖς. Ἀλλὰ γιατὶ μὲ τὸ δικό σου θέλημα ἀπομακρύνθηκες ἀπὸ τὴν προστασία καὶ τὴ θαλπωρὴ τοῦ σπιτιοῦ σου. Ἦταν ἑπόμενο στὴ σκοτεινὴ κοιλάδα νὰ σὲ κυκλώσουν ἡ παγωνιά, ὁ πόνος καὶ παραλίγο ὁ θάνατος.
– Κατάλαβα καλά, παππού! Ἂν κάποιος κρύβεται ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, παγώνει ἀπὸ δικό του φταίξιμο καὶ μόνο, ἂν καὶ ὁ ἥλιος φωτίζει κι ἀκτινοβολεῖ τὴ ζεστασιά.
– Τὸ ἴδιο ἀπαράλλαχτα συμβαίνει καὶ μὲ τὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης. Ἦρθε γιὰ μᾶς! Γεννήθηκε ἀνάμεσά μας σήμερα, γιὰ ν’ ἀνατέλλει τὶς γλυκειὲς ἀχτίνες τῆς ἀγάπης Του χωρὶς ἐξαίρεση σ’ ὅλη τὴ γῆ. Δὲν εἶναι κρίμα νὰ καταδικάζουμε στὴν παγωνιὰ τὸν ἑαυτό μας, διαλέγοντας ἐμεῖς μὲ πεῖσμα τὴ σκιά;
… εἶπε ὁ παπποὺς καὶ σώπασε…
Σκυφτοί, κρεμάμενοι μικροὶ-μεγάλοι ἀπὸ τὰ χείλη του μὲ σέβας δέχονταν, αὔρα λεπτή, τὰ λόγια του. Ἀνάερα βασίλεψε σιγή…
Μὰ σ’ ὅλων τὶς καρδιὲς καὶ τὶς ματιὲς… ἀνταύγειες θεῖες ἔλαμψαν…, εὐφρόσυνες, πανώριες, μυστικές!…
Χριστούγεννα 2011
Pingback:Η Τιμωρία | Ηλιαχτιδα
Pingback:Η Τιμωρία - Pentapostagma.gr