Το Κανονάκι του Παππού απ’ την Σμύρνη
Αυτό που θυμάμαι χαρακτηριστικά από τον παππού μου είναι το χαμόγελό του. Σαν χτες μου φαίνεται που καθόταν και μας έβλεπε να παίζουμε, καθισμένος στην κόκκινη πολυθρόνα του σαλονιού, και έστριβε χαρούμενος το παχύ λευκό του μουστάκι. Και αν έλεγε ο μπαμπάς κανένα αστείο; Ο παππούς ξεσπούσε σε ένα πολύ δυνατό γέλιο, ένα γέλιο μικρού παιδιού, ένα γέλιο που το άκουγε όλη η γειτονιά. Κι εμείς χαιρόμασταν πολύ που τον ακούγαμε να γελάει έτσι και ξεχνούσαμε ότι είναι 80 χρονών και κρατάει μπαστούνι και τον προσκαλούσαμε να παίξει μαζί μας. Κι αυτός πολλές φορές ερχόταν και παίζαμε με τα αυτοκινητάκια μας ή με τα επιτραπέζιά μας. Άλλες φορές που ένιωθε κουρασμένος μας έλεγε: «Θα παίξουμε αργότερα. Έχετε όρεξη να ακούσετε μια όμορφη ιστορία από τη Σμύρνη;» Και εμείς, σαν φρόνιμα εγγόνια που ήμασταν, καθόμασταν ήσυχα – ήσυχα στον καναπέ και τον ακούγαμε με μεγάλη προσοχή να μας αφηγείται με τις ώρες τις ιστορίες από την παιδική του ηλικία.
«Η Σμύρνη, παιδιά μου», μας έλεγε δακρυσμένος, «δεν μπορείτε να φανταστείτε τι όμορφη πόλη. Έξι χρονών ήμουνα και όμως τη θυμάμαι πεντακάθαρα. Θυμάμαι τους δρόμους, τις πλατείες, τις άμαξες με τα άλογα. Είχε πολλά θέατρα, και μαγαζιά. Είχε μέχρι και κινηματογράφο η Σμύρνη. Ήταν ένα κέντρο πολιτισμού. Και όπου και αν γυρνούσες να κοιτάξεις… μουσική! Παντού μουσική! Οι άνθρωποι έφτιαχναν χορωδίες και τραγουδούσαν στην πλατεία, έξω από τα μαγαζιά ήταν δύο – τρεις οργανοπαίχτες και διασκέδαζαν τον κόσμο, μπάντες παρέλαυναν στα σοκάκια και τους δρόμους.
Η μουσική και οι οργανοπαίχτες έδιναν ζωή στην πόλη. Ένας από αυτούς και ο πατέρας μου με το κανονάκι του, ή ψαλτήριον όπως το έλεγαν επί Βυζαντίου. Δεν το αποχωριζόταν ποτέ αυτό το όργανο. Τον θυμάμαι να κάθεται σε μια καρέκλα να ακουμπάει στα γόνατά του το όργανο, όργανο με τραπέζιο σχήμα, να φοράει τις πένες στα δάχτυλά του, κάτι πένες που έμοιαζαν σαν ψεύτικα νύχια, και να τσιμπάει τις 80 χορδές με πάθος. Κάθε χορδή έχει στα αριστερά της 5 ή 6 «μανταλάκια» τα οποία ο πατέρας μου τα κουνούσε κάθε φορά που άλλαζε τραγούδι. Οι μελωδίες του ακόμα μου έρχονται στο μυαλό. Πώς θα μπορούσα να τις ξεχάσω άλλωστε…
Μια μέρα όμως, αρχές Οκτώβρη ήταν, όλα άλλαξαν. Εγώ έβλεπα τους μεγάλους ανήσυχους αλλά δεν καταλάβαινα, ήμουν πολύ μικρός. Εκείνη τη μέρα λοιπόν, ο πατέρας μου άνοιξε απότομα την πόρτα του σπιτιού και είπε σε μένα και στη μάνα μου: «Αρπάξτε γρήγορα ό, τι μπορείτε και πάμε αμέσως στο λιμάνι!».
Διαβάστε και ..ακούστε τη συνέχεια της όμορφης ιστορίας στην Πεμπτουσία.