Ἀνώνυμη Μαρτυρία γιά τόν Ἐμφύλιο
Πηγή: Βασίλειος Χάτζος (FB)
[] ανεβάζω το ανέκδοτο κείμενο που μου ενεχείρισε ένας φίλος, χωρίς την άδειά του, με σκοπό, πέρα από ιδεολογικές αγκυλώσεις και ιστορικές αποκρύψεις και παρασιωπήσεις, να καταλάβει ο μέσος άνθρωπος τι έγινε στον εμφύλιο.
«Οἱ πρῶτες ἀντάρτικες ὁμάδες εἶχαν σχηματιστεῖ καὶ εἶχαν ἐξαρχῆς πολιτικὰ χαρακτηριστικά. Ἀμέσως μὲ προσέγγισαν καὶ οἱ δύο πλευρές. Μοῦ πρόσφεραν μάλιστα κ΄ ὑψηλὲς θέσεις, λόγῳ τῆς ἐμπειρίας μου στὰ πολεμικὰ ἀλλὰ καὶ τῆς κοινωνικῆς θέσης τῆς οἰκογένειας. Ἀρνήθηκα καὶ στοὺς δύο, δείχνοντας τὰ πόδια μου, ποὺ ἀπὸ τὰ κρυοπαγήματα εἶχαν γίνει σὰν φυσοκάλαμα. Εἶχα καταλάβει πὼς ἡ μάχη θὰ δινόταν ὑπὲρ τῆς ἱδεολογίας τοῦ καθενὸς κι ὄχι ἐναντίον τῶν Γερμανῶν. Παρακάλεσα καὶ τὶς δύο ὁμάδες νὰ μοῦ δώσουν τρεις – τέσσερις ἆνδρες γιὰ ν΄ ἀνατινάξουμε κανένα γερμανικὸ καράβι στὸ λιμάνι τῆς Καλαμάτας κι ἀρνήθηκαν. Λόγῳ τῆς θητείας μου ὡς μηχανικὸς στὴ Σχολὴ τοῦ Ναυτικοῦ θεωροῦσα πὼς ἐκεῖ, πράγματι, μποροῦσα νὰ προσφέρω κι ὄχι στὸ βουνό, ὡς κλεφτοκοτάς, χωρὶς νὰ κάνω τίποτα ἤ νὰ κυνηγάω ἀντᾶρτες τῆς ἀνταγωνιστικῆς ὁμάδας. Δυστυχῶς, οἱ προβλέψεις μου δικαιώθηκαν πλήρως στὴ δική μου περιοχή, ποὺ δὲν ἔπεσε οὔτε σφαῖρα κατὰ τοῦ κατακτητοῦ, ἀλλὰ πολλὲς ἑκατέρωθεν μεταξύ τῶν ἀνταρτῶν. Γι’ ἄλλες περιοχές τῆς Ἑλλάδας, δὲν ξέρω. –
Ὅταν ἀρνήθηκα νὰ τοὺς ἀκολουθήσω στὸ βουνὸ μ΄ εὐχαρίστησαν κ΄ οἱ δύο γιὰ τὸ λάδι καὶ τὶς προμήθειες ποὺ ἔλαβαν κι ἀποχώρησαν. Λίγο καιρὸ μετὰ ὅμως, οἱ ἙΛΑΣίτες ξανᾱρθαν, ζητῶντας μου νὰ γίνω Καπετάνιος τους καὶ νὰ τοὺς ἀκολουθήσω. Πῆραν πάλι τὸ λάδι τους, μετὰ τὴν ἄρνησή μου, μοῦ ἔδωσαν κι ἀπόδειξη γιὰ τὴν προσφορά μου ὡς καλοῦ πατριώτη, μὲ τὴν ὑπόσχεση ὅτι θὰ ἀποζημιωθῶ ἐπί … λαοκρατίας! Ἦταν φανερὸ πλέον πὼς οἱ Γερμανοὶ θὰ ἔφευγαν κ’ ἡ μάχη θὰ γινόταν μεταξύ τῶν ὑποτιθέμενων κομμουνιστῶν καὶ τῶν ὑποτιθέμενων ἐθνικοφρόνων.
Ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ ξεκαθαρίσω τὰ πολιτικά μου πιστεύω. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν πατέρα μου ἤμουν ἀντιβενιζελικός. Θεωροῦσα πὼς ὑπερεκτιμοῦσε τὶς δυνάμεις του κ΄ ἦταν ὑποχείριο τῶν Ἀγγλογάλλων. Ὁ βασιλιάς, ἀπὸ τὴν ἀλλή, ἐνῶ δέ μου ἦταν ἀντιπαθής, τὸν θεωροῦσα πολὺ ὀλίγον. Τὸν δὲ Μεταξά, ἀξιόλογο στρατιωτικὸ ἀλλὰ ἤμουν πλήρως ἀντίθετος μὲ τὴν αἰσθητικὴ τῆς ΕΟΝ καὶ τῶν μελανοχιτώνων. Στὴν πραγματικότητα πιστεύω ἀκράδαντα, στὴ φωτισμένη δεσποτεία. Ὄχι ἀπαραίτητα στὴ βασιλεία ἀλλὰ στὸν ἡγέτη ποὺ θὰ εἶναι δίκαιος καὶ θὰ ἐνώνει τὸ λαό. Εἶμαι καὶ χριστιανός. Ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τὸ πρότυπο μιᾶς πνευματικῆς καὶ καθόλου ὑλιστικῆς διαβίωσης, τὴν ὁποία ἄν συνειδητὰ ἀποδεχθοῦν οἱ ἄνθρωποι χωρίς τὶς ἠθικιστικὲς τυπολατρίες, ὁ κόσμος θὰ ζοῦσε σὲ ἁρμονία κι ὄχι σὲ μιὰ διαρκὴ πάλη γι΄ ἀνούσιες κατακτήσεις.
Κάποια στιγμή, οἱ ΕΛΑΣίτες ξανᾶρθαν, ἀλλ΄ αὐτή τὴ φορὰ συνέλαβαν ἐμένα καὶ τὴν ἀδερφή μου καὶ μᾶς ὡδήγησαν στὸν καταυλισμό τους στὸν Ταΰγετο. Ἐκεῖ μᾶς καταδίκασαν ὡς ἀντιδραστικούς. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς τὸ χαρακτηρισμὸ αὐτό, γιὰ μένα, δὲν τὸν βρῆκα ἰδιαιτέρως ἄστοχο, ἀλλὰ ὑποθέτω πὼς τὸν ἐννοοῦσαν τελείως διαφορετικὰ ἀπ’ ὅτι ἐγώ. Τὴ μικρὴ ὅμως γιατί; Ἐκ τῶν ὑστέρων κατάλαβα πὼς οἱ λόγοι ἦταν κληρονομικοί. Εἴχαμε ἔναν ξάδερφο καπετάνιο τοῦ ΕΛΑΣ καί, ξεπαστρεύοντας ἐμᾶς, θὰ τοῦ ἦταν εὐκολο νὰ ὑφαρπάξῃ τὴν περιουσία ποὺ εἶχε μείνει καὶ δὲν εἶχε δοθεῖ ὡς προῖκα στὶς ἄλλες μου ἀδερφές. Κάπως ἔτσι φτάσαμε καὶ στὰ βασανιστήρια. Ἄρχιζαν μὲ τὴν προετοιμασία τῆς ἐκτέλεσης, ξεκινῶντας μὲ τὸ τελευταῖο γεῦμα μας ἀπὸ τὴν προηγούμενη, ἀκολουθοῦσε πορεία τὸ χάραμα στὸ βουνὸ καὶ τέλος, μᾶς ὡδηγοῦσαν σὲ κάποιο φαράγγι βάζοντάς μας μὲ τὴν πλάτη στὸ γκρεμό. Τὴν πρώτη φορά ποὺ μὲ πυροβόλησαν, ἀπ΄τὸν πυροβολισμὸ ὁ χρόνος πάγωσε καὶ εἶδα τὴν μπροστινὴ τούφα τῶν μαλλιῶν μου νὰ αἰωρεῖται στὸν ἀέρα ὅπως τὰ πούπουλα ἑνὸς πουλιοῦ ποὺ ἔχει μόλις χτυπηθῇ στὸ κυνήγι. Αὺτὸ τὸ δευτερόλεπτο ἔνιωσα πὼς κράτησε ἕναν αἰώνα μὲ τὴ φύση γύρω ὅλη βουβὴ καὶ σταματημένη καὶ μόνο τὶς τρίχες νὰ πέφτουν ἀργὰ μπροστὰ στὰ μάτια μου. Ἀμέσως μετὰ ἄρχισε νὰ τρέχει αἷμα ἀπὸ τὴν κορυφὴ τοῦ μετώπου μου ποὺ εἶχε ξύσει ἡ σφαῖρα καὶ νὰ μοῦ τυφλώνῃ τὰ μάτια. Μὲ συνέφερε ἡ φωνὴ τοῦ παρολίγον ἐκτελεστῆ μου, ὁ ὁποῖος σαδιστικὰ γελώντας ἔλεγε: «Ἄντε, γλιτώσατε καὶ σήμερα». Ὅταν σκούπισα τὰ αἵματα, εἶδα πὼς εἶχα κατουρηθῇ. Ἀπὸ κείνη τὴν ὥρα ἀπελευθερώθηκα. Ξεπέρασα τὸ φόβο τοῦ θανάτου – ἴσως γιατὶ ἤμουν ἤδη ἕνας ζωντανός – νεκρός. Ἁκολούθησαν πολλὲς εἰκονικὲς ἐκτελέσεις. Ἐκεῖ εἶδα ἀνθρώπους νὰ πεθαίνουν ἀπὸ ἀνακοπὴ, νὰ πέφτουν ἀπὸ γκρεμούς, νὰ χέζονται, νὰ κατουριοῦνται καὶ νὰ κλονίζονται τὰ νεῦρα τους. Ἑγὼ ἤμουν πλέον ψύχραιμος, εἶχα ἀποφασίσει νὰ μὴ μὲ τρελάνουν καὶ πὼς, ἄν ἦταν νὰ πεθάνω, νὰ συναντήσω τὸν Κύριο μὲ ἀξιοπρέπεια.
Ἡ στάση μου αὐτή, μὲ τὴν ἐκνευριστικὴ ἀπάθεια ποὺ ἐπιδείκνυα πρὸς τὶς μεθόδους τους, μὲ ὡδήγησε πλέον στὸ ἀπόσπασμα γιὰ τὴ φυσική μου ἐξόντωση. Ἐνῶ μᾶς εἶχαν στήσει καὶ ἦταν ὅλα ἕτοιμα γιὰ τὴν ἐκτέλεση, ἔτυχε νὰ περάσει ἕνα ἀπόσπασμα ἀνταρτῶν ἀπ΄ τὴ Μεσσηνία. Τότε εἶδα τὸν διοικητή του καὶ δύο νεαρὰ παιδιὰ νὰ ἔρχονται πρὸς τὸ μέρος μας. Τὸν ἄκουσα νὰ φωνάζει μὲ ἀγωνία: «Καλά, αὐτὸν πᾶτε νὰ σκοτώσετε;». Τότε ἀναγνώρισα πὶσω ἀπὸ τὰ μούσια του, τὸν λοχία μας στὴ Βόρειο Ἤπειρο. Τὰ δύο παιδιὰ βεβαίωναν πὼς μὲ ἤξεραν κι ὅτι τοὺς ἔδινα τρόφιμα καὶ στάρι γιὰ τὶς οἰκογένειές τους, ὅταν λόγῳ τοῦ ἀποκλεισμοῦ εἶχε σφίξει ἡ πεῖνα ἀκόμα καὶ στὴν ἐπαρχία. Τελικά, ὁ λοχίας ἀποδείχθηκε μεγαλοστέλεχος τοῦ κόμματος καὶ μεσολάβησε, ὄχι μόνο γιὰ τὴ μὴ ἐκτέλεσή μου, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσή μου.
Λίγο μετὰ ἄφησαν καὶ τὴν ἀδερφή μου. Αὐτὴ εἶχε ὑποστεῖ ἄλλου εἴδους βασανιστήρια. Ἦταν κι ὅμορφο κορίτσι. Ἕνας μεσόκοπος καπετάνιος τὴν ἤθελε μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ μόλις μὲ ἀπελευθέρωσαν, εἴτε ἀπὸ τύψεις, εἴτε ἀπὸ φόβο ὅτι πλέον, ὡς ἀδερφὸς θὰ τὸν ἔβρισκα καὶ θὰ τὸν καθάριζα, τὴν πάντρεψε μὲ τὸ γιό του ποὺ ἦταν δεκαοκτὼ χρονὼν παιδάκι. Λίγο μετὰ τὸ γάμο τους, με τὴν ἀδερφή μου ἔγκυο, τὸν ἐπιστράτευσε ὁ Ἐθνικὸς Στρατός. Ἦταν ἀπὸ τοὺς πρώτους ποὺ σκοτώθηκε στὸ Γράμμο. Ἡ ζωὴ ὅμως ἄρχισε νὰ θυμίζει ἀρχαία τραγωδία μὲ τὴ συμμετοχὴ ὅλων στὸ δρᾶμα. Κάποιοι θεώρησαν θεία δίκη τὸ θάνατο τοῦ γαμπροῦ μου γιὰ τὰ κρίματα τοῦ πατέρα του. Ἐγὼ δὲν σκέφτηκα οὔτε στιγμὴ ἔτσι. Εἶχα στεναχωρηθεῖ πάρα πολὺ γιατὶ ἦταν ἕνα γλυκὸ παιδὶ καὶ τὸ εἶχα ἀγαπήσει. Δὲν τὸ συσχέτισα ποτέ, οὔτε μὲ ὅσα ὑπέστην ἐγώ, οὔτε μὲ τὸ κάθαρμα ποὺ εἶχε γιὰ πατέρα. Ὅταν ἐπέστρεψα σπίτι, μετὰ ἀπ΄ ὅλα αὐτά, ἔπρεπε νὰ πάρω κάποιες ἀποφάσεις καὶ τὸ ἔκανα. Δὲν πῆρα μέρος στὸν Ἐμφύλιό τους, γιατὶ δὲν ἤθελα νὰ ἐκδικηθῶ κανένα, δὲ θεώρησα ποτὲ ὑπεύθυνη γιὰ τὶς πράξεις τῶν ἀνθρώπων κάποια ἰδεολογία, γιὰ τὸν ἁπλὸ λόγο ὅτι ὅλοι δρούσαν μὲ τυφλὸ φανατισμό, ὑστεροβουλία καὶ χωρὶς ἴχνος συνείδησης γιὰ τὸ τί κάνουν. «Ἆφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι», εἶπε ὁ Κύριος στὸ σταυρό, – ποιός ἤμουν ἐγὼ νὰ ἐπιμείνω σὲ κάτι ποὺ δὲν εἶχε νόημα… Αὐτὸ ποὺ ἄλλαξε πλέον ἦταν ὅτι κοιμόμουν μὲ τὸ σαρανταπεντάρι κάτω ἀπὸ τὸ μαξιλάρι, ὄχι γιὰ νὰ κάνω κακὸ σὲ κάποιον, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν ξαναπεράσω τὰ ἴδια, ἄν ξανάρχονταν…
Τὴν ἴδια περίοδο, γεννήθηκε ἡ κόρη μου. Ἐν μέσω Ἐμφυλίου θεώρησα πὼς τὸ Φρειδερίκη ἦταν τὸ κατάλληλο ὄνομα. Μιὰ μέρα στὸ χωριὸ ἄκουσα φασαρία. Βγῆκα στὸ δρόμο καὶ εἶδα μιὰ μικρὴ ὁμάδα νὰ ἔχει συλλάβει τὸν ΕΛΑΣίτη ξάδερφο. Ἦταν τ΄ ἀδέρφια ἑνὸς γνωστοῦ δεξιοῦ ἀντάρτη, ὁ ὁποῖος εἶχε σκοτωθεῖ ἀπὸ τὸν ΕΛΑΣ κι ὁ ξάδερφος ἐπαίρονταν πὼς ἐκεῖνος τὸν εἶχε σκοτώσει – πρᾶγμα μὴ ἀληθές. Στὰ γόνατα πέσαμε, ἐγὼ καὶ μιὰ γειτόνισσα καὶ τοὺς παρακαλούσαμε νὰ μὴν τὸν πειράξουν, λέγοντας πὼς δὲ τὸ ἔκανε αὐτός, πὼς ἦταν φαφλατὰς καὶ βλάξ, ἀλλὰ καλὸς ἄνθρωπος. Ἄδειασαν ἕνα γεμιστήρα πάνω του…»